Ερευνες σε πολυεθνικές εταιρείες οι οποίες κατέχουν δεσπόζουσα θέση στην ελληνική αγορά δρομολογεί η Επιτροπή Ανταγωνισμού –κάποιες, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες της «Καθημερινής», είναι ήδη σε εξέλιξη– προκειμένου να διαπιστωθούν φαινόμενα τιμολόγησης που δημιουργούν διακρίσεις σε όμοια προϊόντα.
Την ίδια ώρα, οι υπηρεσίες του υπουργείου Ανάπτυξης οι οποίες ελέγχουν έτσι κι αλλιώς τις εταιρείες προκειμένου να διαπιστώνουν εάν τηρείται η διάταξη περί πλαφόν στο περιθώριο κέρδους, θα δώσουν έμφαση σε ορισμένες κατηγορίες προϊόντων όπου έχουν μεγάλα μερίδια αγοράς πολυεθνικοί κολοσσοί, ελέγχοντας εντατικά τα κοστολογικά στοιχεία. Σε περίπτωση, μάλιστα, που προκύπτει ότι στην Ελλάδα οι πολυεθνικές τιμολογούν ακριβότερα τα προϊόντα τους σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, θα ζητείται να το αιτιολογήσουν με ακόμη περισσότερες λεπτομέρειες, εάν δηλαδή η υψηλότερη τιμή αποδίδεται στο ότι πρόκειται για προϊόν με διαφορετική σύσταση – σύνθεση. Η παραβίαση του πλαφόν περί περιθωρίου κέρδους σημαίνει φυσικά επιβολή προστίμων και δεν αποκλείεται σύντομα να δούμε σχετικές ανακοινώσεις από το υπουργείο Ανάπτυξης που θα αφορούν πολυεθνικούς ομίλους.
Το προσεχές διάστημα, εξάλλου, αναμένεται από την Επιτροπή Ανταγωνισμού η δημοσιοποίηση συγκριτικών ερευνών τιμών για προϊόντα πολυεθνικών που πωλούνται στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, έρευνες που σκοπό έχουν κατ’ αρχάς να ενημερώσουν τους καταναλωτές και –γιατί όχι;– να προκαλέσουν, μέσω ουσιαστικά της αρνητικής διαφήμισης, μείωση των τιμών από τις εταιρείες, τις οποίες η ανεξάρτητη αρχή θα «βγάζει στη σέντρα» κατά το κοινώς λεγόμενον.
Πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η δημοσιοποίηση από την Επιτροπή Ανταγωνισμού έρευνας τιμών σε απορρυπαντικά ρούχων των εταιρειών Unilever και Procter & Gamble. Από την έρευνα προκύπτει ότι τα προϊόντα των δύο παραπάνω εταιρειών πωλούνται στην Ελλάδα κατά 113,92% έως 361% ακριβότερα σε σύγκριση με τη φθηνότερη χώρα στην Ε.Ε. που είναι η Ιρλανδία, με φθηνές επίσης χώρες –με βάση και την αγοραστική δύναμη– τη Σουηδία και τη Γερμανία.
Επιπλέον, η έρευνα έδειξε ότι στην Ελλάδα τα απορρυπαντικά πωλούνται σε υψηλές τιμές ανεξαρτήτως του μεγέθους της συσκευασίας, ενώ πωλούνται ακριβότερα και από ό,τι στην Κύπρο παρά το γεγονός ότι η δεύτερη βρίσκεται πιο μακριά από τον τόπο παραγωγής και η αγοραστική δύναμη είναι μεγαλύτερη. Ως εκ θαύματος, περίπου μία εβδομάδα μετά τη δημοσιοποίηση της έρευνας τιμών της ΕπΑντ, στα απορρυπαντικά ρούχων των δύο εταιρειών και μάλιστα σε αυτά τα οποία αφορούσε η έρευνα (κάψουλες και σκόνη πλυντηρίου) υπήρχαν εκτεταμένες προσφορές. Ανεπισήμως οι δύο εταιρείες υποστήριξαν ότι τα απορρυπαντικά που πωλούνται στην Ελλάδα είναι διαφορετικά και κυρίως είναι καλύτερης ποιότητας από αυτά που πωλούνται στο εξωτερικό, κάτι που οδηγεί και σε υψηλότερη τιμή.
Προς τα τέλη του τρέχοντος έτους αναμένεται η δημοσιοποίηση ανάλογων ερευνών με σύγκριση τιμών και σε άλλα προϊόντα, με αρμόδιες πηγές να επισημαίνουν ότι με βάση τις επιχειρησιακές δυνατότητες που υπάρχουν μπορεί να γίνεται τέτοιος έλεγχος σε περίπου 3 προϊόντα ανά τετράμηνο. Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένεται σχετική έρευνα της ΕπΑντ για τις τιμές του βρεφικού γάλακτος, κατηγορία στην οποία οι πολυεθνικοί όμιλοι έχουν ισχυρότατη παρουσία, με μόνο μία ελληνική βιομηχανία να έχει εδώ και χρόνια δραστηριότητα σε αυτή.
Το προσεχές διάστημα η Επιτροπή Ανταγωνισμού θα δημοσιοποιήσει συγκριτικές έρευνες.
Αρμόδιες πηγές του υπουργείου Ανάπτυξης, πάντως, επισημαίνουν ότι πέραν της ισχύουσας διάταξης περί πλαφόν στο περιθώριο κέρδους, μέσω της οποίας εμμέσως μπορούν να ελεγχθούν τα φαινόμενα υπερβολικής τιμολόγησης των προϊόντων των πολυεθνικών στην Ελλάδα, το νομικό οπλοστάσιο είναι αρκετά πλούσιο για τη θεσμοθέτηση και άλλων σχετικών ρυθμίσεων.
Υπενθυμίζεται ότι το θέμα της διαφορετικής τιμολόγησης σε Ελλάδα και άλλες χώρες βρέθηκε έντονα στο προσκήνιο και κατά την προηγούμενη μεγάλη πληθωριστική κρίση, αυτή του 2008, με τον όρο transfer pricing, που αφορούσε τις ενδοομιλικές συναλλαγές μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων, να κάνει την εμφάνισή του. Η νομοθεσία για τις ενδοομιλικές συναλλαγές εισήχθη στην Ελλάδα μόλις το 2008 με τον νόμο 3728/2008 από τον τότε υπουργό Ανάπτυξης Χρ. Φώλια. Λίγους μήνες μετά, ακολούθησε δεύτερος νόμος, ο 3775/2009, για τις αρμοδιότητες του υπουργείου Οικονομικών επί του ελέγχου των ενδοομιλικών συναλλαγών, καθώς πρόκειται κυρίως για φορολογικό ζήτημα. Αν και οι πολυεθνικές υπέβαλαν τους λεγόμενους φακέλους τεκμηρίωσης, τα πρώτα αποτελέσματα από τους ελέγχους προέκυψαν το 2012.
Οι συνηθέστερες πρακτικές που ακολουθούνται για να ανεβάζουν το κόστος των πωλούμενων στην Ελλάδα προϊόντων, ειδικά όταν η θυγατρική στην Ελλάδα είναι εμπορική μόνο εταιρεία και όχι παραγωγική, είναι οι ακόλουθες:
• Οι μητρικές επιβάλλουν στις θυγατρικές τους πολύ υψηλά δικαιώματα χρήσης των σημάτων (royalties).
• Οι θυγατρικές αγοράζουν από τις μητρικές σε υψηλές τιμές προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας.
• Οι μητρικές δανείζουν με πολύ υψηλά επιτόκια.
Η απόφαση της Κομισιόν για τις μπανάνες
«Εάν οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες νομίζουν ότι η Ελλάδα είναι καμία μπανανία στην οποία μπορούν να πουλάνε τα ίδια προϊόντα σε πολύ ακριβότερες τιμές, χωρίς να μας δικαιολογούν την αύξηση του κόστους, είναι βαθιά νυχτωμένοι». Αυτά είπε ο πρωθυπουργός το βράδυ της Τετάρτης σε συνέντευξή του στον τηλεοπτικό σταθμό ΑΝΤ1, αναφερόμενος στο φαινόμενο που έχει παρατηρηθεί στην Ελλάδα της πώλησης από πολυεθνικές εταιρείες των ίδιων προϊόντων σε υψηλότερες τιμές από όσο τα πωλούν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η πλέον γνωστή υπόθεση στην ευρωπαϊκή νομολογία, και ουσιαστικά η πρώτη υπόθεση που έθεσε το ζήτημα της γεωγραφικής διάκρισης τιμών, αφορά την πώληση –διαβολική σύμπτωση θα έλεγε κάποιος– μπανανών σε διαφορετικές τιμές. Πρόκειται για την περίφημη απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1975 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά της αμερικανικής United Brands, η οποία εμπορευόταν στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) τις μπανάνες Chiqita. Αυτό που είχε διαπιστώσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήταν ότι η United Brands πωλούσε ακριβώς τις ίδιες μπανάνες έως και 54% ακριβότερα στους πελάτες της στο Βέλγιο, στην Ολλανδία και στο Λουξεμβούργο σε σύγκριση με τη Γερμανία, ενώ ακόμη μεγαλύτερη ήταν η απόκλιση σε σχέση με την τιμή πώλησης στην Ιρλανδία. Συγκεκριμένα, είχε ζητήσει από τους πελάτες της στο Βέλγιο τιμή ανά κιβώτιο κατά 80% υψηλότερη από αυτή στην Ιρλανδία. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη σχετική απόφαση, οι μπανάνες εκφορτώνονταν στα λιμάνια του Ρότερνταμ (Ολλανδία) και του Μπρέμερχαβεν (Γερμανία) με το ίδιο κόστος.
Η Tetra Pak
Εμβληματική υπόθεση στην κατηγορία της γεωγραφικής διάκρισης τιμών είναι και αυτή που αφορά την Tetra Pak. Με απόφασή της το 1991 –η οποία στην ουσία επικυρώθηκε και στο Γενικό Δικαστήριο της Ε.Ε. το 1994– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκρινε ότι η γνωστή εταιρεία συσκευασιών πωλούσε σε διαφορετικές τιμές τα προϊόντα της στις διάφορες χώρες και επίσης πωλούσε κάτω του κόστους στην Ιταλία, με σκοπό να εξοβελίσει τους ανταγωνιστές της. Οι αποκλίσεις από τις τιμές στην Ιταλία έφταναν ακόμη και στο 67%. Το ίδιο συνέβαινε και με τις τιμές πώλησης των μηχανών της Tetra Pak, τιμές που στην Ελλάδα ήταν υψηλότερες έως και 69% σε σύγκριση με την Ιταλία.
Πηγή kathimerini.gr