«Όσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός διαφθοράς ενός κράτους τόσο περισσότερους νόμους παράγει” λέει χαρακτηριστικά μια από τις κορυφαίες στον κόσμο πολιτικές αναλύτριες, η Αλίνα Μουνγκιού-Πιππίντι (Alina Mungiu-Pippidi), στην πρώτη και αποκλειστική συνέντευξή της σε ελληνικό μέσο από το Βερολίνο.
Σε μια εποχή που έχουν δεσμευτεί πολλά εκατομμύρια για την καταπολέμηση του “καρκίνου της δημοκρατίας”, όπως αποκαλείται η διαφθορά, το κόστος του φαινομένου στην Ευρώπη είναι πιθανότατα μεγαλύτερο από 120 δις ευρώ. Αυτό προκύπτει από μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. ” Χώρες όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Ιταλία πλήττονται ιδιαίτερα από το οργανωμένο έγκλημα, ενώ εγκλήματα του ” λευκού κολάρου”, όπως η δωροδοκία είναι συνήθη σε όλες τις χώρες της Ε.Ε (και στην Ελλάδα φυσικά) με ελάχιστες εξαιρέσεις.”, συμπληρώνει η επιστήμονας που είναι επίσης δημοσιογράφος, πρόεδρος της ρουμανικής Ακαδημαϊκής Κοινότητας και η παλαιότερη και πιο έμπειρη “δεξαμενή σκέψης” για την προώθηση της χρηστής διακυβέρνησης στη Ρουμανία. Η ίδια διευθύνει το Ευρωπαϊκό Κέντρο Έρευνας για την καταπολέμηση της διαφθοράς και την οικοδόμηση του κράτους και συνδράμει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Παγκόσμια Τράπεζα στον αγώνα κατά της διαφθοράς. Ηγείται τα τελευταία επτά χρόνια του προγράμματος ANTICORRP στο Hertie School of Governance στο Βερολίνο (στο οποίο και διδάσκει). Πρόκειται για το μεγαλύτερο κοινωνικό πρόγραμμα που χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με στόχο να μελετήσει τους ενεργούς παράγοντες και τις αποτελεσματικές πολιτικές αμερόληπτων κυβερνητικών οργάνων για την καταπολέμηση της διαφθοράς στην Ευρώπη, αλλά και αλλού.
“Η διαφθορά είναι η μεγαλύτερη πηγή ανισότητας σε μια κοινωνία και εμποδίζει μια βιώσιμη και δημοκρατική ανάπτυξη. Δυστυχώς αποτελεί συνειδητή επιλογή στις περισσότερες χώρες του κόσμου, γιατί είναι πιο εύκολο για μια Αρχή να ευνοήσει ένα άτομο μέσα στην ομάδα που εκείνο ανήκει, παρά να “θεραπεύσει” όλους εξίσου, ανεξάρτητα από την ομάδα που ανήκουν.”, συμπληρώνει η ίδια.
Δεν μπορούμε λοιπόν να καταπολεμήσουμε τη διαφθορά; Η προσέγγιση είναι απλή, αρκεί να βρεθεί ένας τρόπος για να επηρεαστεί η ισορροπία μεταξύ των πόρων που τροφοδοτούν τη διαφθορά και των περιορισμών που την εμποδίζουν. “Εμείς απευθυνόμαστε συχνά σε διεφθαρμένους ανθρώπους και να τους ζητάμε να καταπολεμήσουν τη διαφθορά. Αυτό φυσικά δεν λειτουργεί. Η καταπολέμηση της διαφθοράς πρέπει να κατευθύνεται από το εσωτερικό μιας ομάδας και από αυτούς που έχουν κάτι να κερδίσουν από την εξάλειψη ή μείωση της διαφθοράς.
Υπάρχουν δύο παράγοντες που μπορούν να φανούν αποτελεσματικοί στον αγώνα εναντίον της: η ελευθερία του Τύπου και μια ισχυρή κοινωνία των πολιτών. Μια ισχυρή κοινωνία των πολιτών μπορεί να ελέγξει τη διαφθορά και να αποτελέσει κινητήρια δύναμη για να εξασφαλιστεί η πραγματική εφαρμογή της νομοθεσίας, αλλά και η ελευθερία της πληροφόρησης. Η κοινωνία των πολιτών μπορεί να παρακολουθεί τον τρόπο κατασπατάλησης των δημόσιων πόρων, για παράδειγμα, και να τονίζει τα κακώς κείμενα.
Σήμερα έχουμε και μια επιπλέον ευκολία μέσω των social media και του διαδικτύου. Οι πληροφορίες μεταδίδονται εύκολα και γρήγορα και οι κοινωνίες πολιτών ενισχύονται. Επίσης, ο αποκλεισμός των Πολιτικών, για τους οποίους έχει αποδειχθεί η συμμετοχή τους σε κυκλώματα διαφθορά, έχει δείξει ότι λειτουργεί εναντίον του φαινομένου, αρκεί να γίνεται κατ’ επανάληψη και κατά τη διάρκεια μακρών χρονικών περιόδων.”
Η Αλίνα Μουνγκιού Πιππίντι συσχετίζει μέσα από την έρευνά της τη διαφθορά με το βαθμό ανάπτυξης μιας χώρας. Συγκεκριμένα, το πόσο μια χώρα επενδύει στην έρευνα, στην ανάπτυξη και στην εκπαίδευση , έχει να κάνει με το βαθμό διαφθοράς. Σύμφωνα με στοιχεία της έρευνάς της, το δημόσιο χρήμα σε κράτη με μεγάλο δείκτη διαφθοράς διοχετεύεται σε επενδυτικά προγράμματα από τα οποία ωφελούνται μόνο ιδιώτες ή εταιρίες και όχι η κοινωνία ευρύτερα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι σε χώρες με υψηλό δείκτη διαφθοράς (όπως είναι και η Ελλάδα) επενδύονται ελάχιστοι πόροι στην έρευνα, στην εκπαίδευση και στην υγεία.
“Θεωρώ ότι η διαφθορά στην Ελλάδα θέτει σε κίνδυνο το μέλλον της χώρας και είναι υπεύθυνη για τη “μετανάστευση των μυαλών”(brain drain) που παρατηρείται πολύ τα τελευταία χρόνια. Όσο πιο μορφωμένος και καλλιεργημένος είναι κάποιος, τόσο πιο πολύ αντιδρά σε αυτά που βλέπει και γίνεται μη ανεκτικός. Βλέποντας ότι τίποτε δεν αλλάζει στη χώρα του αναγκάζεται να φύγει. Πίσω παραμένουν αυτοί που ανέχονται τη διαφθορά ή θεωρούν τον εαυτό τους ανίκανο να αντιδράσει, καθώς και αυτοί που μετέχουν στα κυκλώματα διαφθοράς, οι οποίοι και δεν ενδιαφέρονται να φέρουν πίσω τα “καλά μυαλά”. Κι εδώ δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος. Αν δεν σπάσει αυτός ο κύκλος, δυστυχώς δε βλέπω σωτηρία για τη χώρα σας.”, λέει χαρακτηριστικά η αναλύτρια
Λίγο πριν το τέλος της συνέντευξης εξηγούμε στην πολιτική επιστήμονα ότι η λέξη που ακούμε κατά κόρον τελευταία είναι η λέξη “Ανάπτυξη” και της ζητάμε να μας προσδιορίσει τις διαστάσεις που εκείνη της δίνει:” Για μένα είναι μια ολιστικού χαρακτήρα βιώσιμη διαδικασία μακράς χρονικής περιόδου, η οποία στηρίζεται στα πλεονεκτήματα μιας δίκαιης και διαυγούς διακυβέρνησης. Και για μένα η καλή και δίκαιη διακυβέρνηση είναι ένα κοινωνικό συμβόλαιο που στοχεύει στο κοινό καλό και στηρίζεται στην εμπιστοσύνη των πολιτών. Δεν είναι εύκολο. Πιστέψτε με!”
Η Αλίνα Μουνγκιού-Πιππιντί, ως πολιτική επιστήμονας έχει άποψη για τα περισσότερα από τα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω μας και η συζήτηση μαζί της δεν τελειώνει ποτέ, αντίθετα κάθε θέμα είναι και αφορμή για αναλύσεις. Εμείς ζητήσαμε την εκτίμησή της για τις εστίες πολέμου που γίνονται ειδήσεις καθημερινά στα διεθνή ΜΜΕ και θα περιοριστούμε σε αυτό. “Έχω μια δική μου θεωρία σχετικά με τον πόλεμο, η οποία δυστυχώς δεν είναι πολύ αρεστή και αποδεκτή. Θεωρώ ότι όλο αυτό που συμβαίνει έχει ξεκινήσει από μας, από τη Δύση. Κι αυτό, γιατί πιστέψαμε ότι οι αξίες της Δύσης θα μπορούσαν να εφαρμοστούν ισότιμα παντού. Αυτό δεν έγινε και ο κόσμος αντέδρασε, γιατί εκεί έξω δεν υπάρχει ομοιογένεια. Κάποιοι αναγκάζονται να εγκαταλείψουν αυτές τις αξίες, ενώ κάποιοι μάχονται για αυτές. Δυστυχώς δεν είναι εύκολο πάντα να φέρεις τους ανθρώπους κοντά”
Ημερησία