Πολύ χαμηλότερα πρόστιμα περιμένουν πλέον όσους δεν εκδίδουν αποδείξεις.
Με εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων που εκδόθηκε πρόσφατα ορίζονται όλες οι λεπτομέρειες για το νέο πλαίσιο που αφορά στα πρόστιμα για τις φορολογικές παραβάσεις οι οποίες ορίζονται στον Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών.
Πρόκειται για τις αλλαγές που θεσπίστηκαν με τον νόμο του πρώτου πακέτου προαπαιτούμενων και τέθηκαν σε εφαρμογή από τις φορολογικές παραβάσεις που διαπράττονται από τις 17 Οκτωβρίου 2015 και μετά.
Ας δούμε αναλυτικά τις αλλαγές. Με βάση το προηγούμενο καθεστώς για κάθε απόδειξη ή τιμολόγιο που δεν εξέδιδε μια επιχείρηση επιβαλλόταν πρόστιμο 250 ευρώ ανά απόδειξη ή τιμολόγιο αν η επιχείρηση που δεν την εξέδωσε τηρούσε απλογραφικά βιβλία (μικρομεσαίες επιχειρήσεις) ή 500 ευρώ ανά απόδειξη ή τιμολόγιο εφόσον η επιχείρηση τηρούσε διπλογραφικά βιβλία (μεγαλύτερες επιχειρήσεις).
Το καθεστώς αυτό, όμως, καταργήθηκε και πηγαίνουμε σε ένα εντελώς καινούριο που έχει σαν αποτέλεσμα το δραστικό περιορισμό των προστίμων για μη έκδοση αποδείξεων. Ειδικότερα, αν κατά τον έλεγχο διαπιστωθεί ότι δεν έχουν εκδοθεί αποδείξεις ή τιμολόγια, τότε επιβάλλεται ως πρόστιμο το 50% του ΦΠΑ που περιλαμβάνεται στην αξία των αποδείξεων που δεν εκδόθηκαν.
Παράδειγμα
Κατά τη διενέργεια ελέγχου, στις 25.10.2015, σε επιχείρηση διαπιστώθηκε ότι δεν είχαν εκδοθεί δέκα (10) τιμολόγια παροχής υπηρεσιών. Για τη μη έκδοση δέκα τιμολογίων επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με το 50% επί του ΦΠΑ που θα προέκυπτε από τα μη εκδοθέντα τιμολόγια, δηλαδή του ΦΠΑ που θα είχε αναγραφεί επ’ αυτών αν είχαν εκδοθεί νομίμως. Για παράδειγμα, αν τα δέκα τιμολόγια ήταν συνολικής αξίας 10.000 ευρώ σε αυτά θα περιλαμβανόταν και ΦΠΑ ύψους 2.300 ευρώ. Έτσι, ως πρόστιμο θα επιβληθεί το 50% του ΦΠΑ που θα περιλαμβανόταν στα τιμολόγια τα οποία δεν εκδόθηκαν και έτσι θα επιβληθεί πρόστιμο 1.150 ευρώ. Με το προηγούμενο καθεστώς θα επιβαλλόταν πρόστιμο 5.000 ευρώ για μη έκδοση δέκα τιμολογίων (δηλαδή 500 ευρώ ανά τιμολόγιο)
Παράδειγμα
Κατά τη διενέργεια επιτόπιου ελέγχου, στις 21.1.2016, σε κέντρο διασκέδασης που τηρεί απλογραφικά βιβλία, διαπιστώθηκε η μη έκδοση τριάντα πέντε (35) Αποδείξεων Λιανικών Συναλλαγών (ΑΛΣ) για πώληση αγαθών και παροχή υπηρεσιών την ημέρα του ελέγχου. Για τη μη έκδοση τριάντα πέντε (35) αποδείξεων καταλογίζεται πρόστιμο ίσο με το 50% επί του ΦΠΑ που θα προέκυπτε από τις μη εκδοθείσες αποδείξεις, δηλαδή του ΦΠΑ που αναλογεί στην αξία τους αν είχαν εκδοθεί κανονικά. Αν οι συνολική αξία των αποδείξεων που δεν εκδόθηκαν ήταν 4.000 ευρώ συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 748 ευρώ. Έτσι το ποσό του προστίμου που θα επιβληθεί ανέρχεται σε 374 ευρώ, δηλαδή το 50% του ΦΠΑ που αναλογεί στις αποδείξεις που δεν εκδόθηκαν. Με βάση το προηγούμενο καθεστώς η επιχείρηση θα βρισκόταν αντιμέτωπη με πρόστιμο 8.750 ευρώ (250 ευρώ ανά απόδειξη).
Η σύγχυση
Τα όσα ορίζονται, πάντως, στην ερμηνευτική εγκύκλιο των προστίμων παραπέμπουν και σε επιβολή προστίμου 2.500 ευρώ (πέραν των προστίμων που περιγράφηκαν παραπάνω) για όσους δεν εκδίδουν έστω και μια απόδειξη ή τιμολόγιο. Ας δούμε τη σχετική διατύπωση της εγκυκλίου: “για τις παραβάσεις της μη έκδοσης ή ανακριβούς έκδοσης αποδείξεων λιανικής πώλησης ή επαγγελματικών στοιχείων που διαπράχθηκαν από τις 17.10.2015 και μετά δεν επιβάλλονται αυτοτελή πρόστιμα. Οι περιπτώσεις αυτές πλέον αντιμετωπίζονται ως μια ενιαία παράβαση, μαζί με τις λοιπές περιπτώσεις που διαπιστώνονται στα πλαίσια του ιδίου ελέγχου, ανεξάρτητα από το είδος και το πλήθος των παραβάσεων και εφαρμόζονται οι διατάξεις της περίπτωσης η’ της παραγράφου 1 του άρθρου 54”.
Με βάση αυτή τη διατύπωση θα πρέπει να επιβληθεί και το πρόστιμο των 2.500 ευρώ σε όσους “συλλαμβάνονται” να μην έχουν εκδώσει αποδείξεις. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει με βάση τις διατάξεις που ψηφίστηκαν. Το τι ισχύει τελικά μάλλον θα πρέπει να ξεκαθαριστεί με νέα ερμηνευτική εγκύκλιο.
Με την εγκύκλιο δίνονται, επίσης, αναλυτικές οδηγίες για την εφαρμογή όλων των νέων προστίμων του Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών.
capital.gr