«Είναι πολύ πιθανόν να χρειαστούμε και τέταρτη δόση του εμβολίου κατά του κορονοϊού, τρεις μήνες μετά την χορήγηση της τρίτης δόσης. Είναι το πιο πιθανό σενάριο, ξεκίνησε η εφαρμογή του στο Ισραήλ, αλλά είναι κάτι που διερευνάται», τόνισε ο καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιάννης Τούντας, μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα 91,6 και 105,8 και στην εκπομπή «Το GPS της επικαιρότητας» με τον Θάνο Σιαφάκα.
«Βλέπουμε ότι η ανοσία αυτή τη στιγμή με την τρίτη δόση είναι πάρα πολύ ικανοποιητική, ειδικά έναντι της Όμικρον. Αλλά ταυτόχρονα βλέπουμε ότι τα εμβόλια έχουν μια διάρκεια και η αποτελεσματικότητά τους πέφτει σημαντικά μετά τους 3 μήνες», εξήγησε. Εκτίμησε ότι σύντομα θα υπάρξουν εμβόλια των οποίων η αποτελεσματικότητα θα έχει μεγαλύτερη διάρκεια και έτσι δεν θα χρειάζεται να εμβολιαζόμαστε κάθε τρεις μήνες, «αλλά είναι πιθανόν να χρειάζεται να εμβολιαζόμαστε μια φορά τον χρόνο, όπως συμβαίνει και με τη γρίπη».
Επανέλαβε τη θέση του υπέρ της επέκτασης της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, λέγοντας πως πρέπει να εφαρμοστεί άμεσα για τους άνω των 50 ετών και για περισσότερες κατηγορίες εργαζομένων. «Ζητάμε από τους πελάτες στην εστίαση να πηγαίνουν εμβολιασμένοι, και δεν το ζητάμε από τους εργαζόμενους στην εστίαση», είπε χαρακτηριστικά. Όπως είπε, πρέπει να εφαρμοστεί ό,τι ισχύει και για τους υγειονομικούς, δηλαδή ένα καθεστώς αργίας χωρίς αμοιβή, διότι «δεν μπορούμε να βάζουμε σε κίνδυνο την υγεία των συμπολιτών μας». Πρόσθεσε, δε, ότι η υποχρεωτικότητα σε ορισμένες κατηγορίες, βοήθησε σε σημαντικό βαθμό στο να αυξηθεί ο ρυθμός των ημερήσιων εμβολιασμών στη χώρα μας τους τελευταίους μήνες.
«Δεν εμπιστεύομαι ιδιαίτερα τα self test»
Ο κ. Τούντας εξέφρασε την πεποίθηση ότι το rapid test θα έπρεπε να εφαρμοστεί έτσι όπως ήταν η αρχική πρόθεση της κυβέρνησης και «κυρίως να το χρησιμοποιούμε την ημέρα που είναι να βρεθούμε σε μια εορταστική συνάθροιση, με υποχρεωτικό τρόπο».
Σημείωσε ότι η κυβέρνηση «έκανε πίσω» γιατί θεώρησε ότι αυτό το μέτρο ίσως ήταν δύσκολο να εφαρμοστεί και να ελεγχθεί, ενώ θα καθιστούσε τους εμβολιασμένους σε μια σχέση ισότιμη με τους ανεμβολίαστους και αυτό θα λειτουργούσε ως διαδικασία αμφισβήτησης των εμβολίων. «Θα έλεγα, λοιπόν, ότι το self test έχει ένα μειονέκτημα ότι το κάνουμε οι ίδιοι, και οι ίδιοι πολλές φορές δεν ξέρουμε να το κάνουμε σωστά. Για αυτό και βγαίνουν αρκετά ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα. Εγώ προσωπικά δεν το εμπιστεύομαι το self test. Είναι χρήσιμο όταν βγει θετικό γιατί αμέσως μας δείχνει ότι πρέπει να πάμε σε μια εξέταση πιο αξιόπιστη για να σιγουρευθούμε τι γίνεται. Αλλά όταν βγαίνει αρνητικό, δεν πρέπει να εφησυχάζουμε, διότι έχει πολλά ψευδώς αρνητικά αυτή η εξέταση. Άρα εγώ δεν την εμπιστεύομαι ιδιαίτερα», διευκρίνισε.
Ο ίδιος είπε ότι έχει μεγάλη σημασία να κάνουμε τεστ συχνά μετά από τις εορταστικές συναθροίσεις, δηλαδή 3-5 ημέρες μετά από μια συνάθροιση με τρίτα πρόσωπα.
«Μας περιμένει πολύ δύσκολος χειμώνας»
«Μας περιμένουν 3 δύσκολοι μήνες, ένας πολύ δύσκολος χειμώνας», ανέφερε ο καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το απέδωσε σε τρεις παράγοντες. Ο πρώτος είναι η μετάλλαξη Όμικρον – η οποία είναι πολύ πιο μεταδοτική και έχει ήδη κυριαρχήσει σε χώρες της Ευρώπης και δεν θα αργήσει αυτό να συμβεί και στη χώρα μας παρά το γεγονός ότι κάναμε αρκετά γρήγορα την τρίτη δόση. Ο δεύτερος λόγος είναι τα Χριστούγεννα όπου υπάρχει αυξημένη κινητικότητα «και τα μέτρα που θα εφαρμοστούν στις γιορτές κατά τη γνώμη μου δεν είναι επαρκή, άρα θα τροφοδοτηθεί η πανδημία από τις γιορτές. Αυτό είναι δεδομένο».
Και ο τρίτος παράγοντας είναι ο χειμώνας που πάντα αποτελεί μια περίοδο που διευκολύνει τη διάδοση των αναπνευστικών λοιμώξεων, είναι σύμμαχος των ιών. «Αυτοί οι τρεις λόγοι θα οδηγήσουν σε έξαρση της πανδημίας και για αυτό πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για να αντιμετωπίσουμε αυτή την έξαρση όσο μπορούμε πιο αποτελεσματικά», δήλωσε.
Σύμφωνα με τον ίδιο, είναι δύσκολο το να πούμε το πότε θα κυριαρχήσει στη χώρα μας η μετάλλαξη Όμικρον. «Θα εξαρτηθεί από τα μέτρα που θα εφαρμόσουμε και κυρίως από το κατά πόσο θα τα εφαρμόσουμε με συνέπεια και συνέχεια. Άρα από εμάς εξαρτάται, από την Πολιτεία και τους πολίτες, το αν θα ορθώσουμε ένα αποτελεσματικό δίχτυ ασφαλείας που θα καθυστερήσει τη διάδοση της Όμικρον, ή όχι. Αλλά σε κάθε περίπτωση δεν θα το αποφύγουμε. Το θέμα είναι να το καθυστερήσουμε. Και το θέμα επίσης που είναι πολύ σημαντικό, είναι όταν θα έρθει αυτή η διάδοση σε πιο μεγάλο ρυθμό από ότι τώρα, να καθυστερήσουμε τον ρυθμό. Έχει διαφορά το να έχουμε 10.000 κρούσματα σε λίγες ημέρες, από το να τα έχουμε σε λίγες εβδομάδες, γιατί αυτό αμέσως επηρεάζει τις αντοχές του συστήματος Υγείας», υπογράμμισε.
Και μπορεί αυτή τη στιγμή τα δεδομένα να δείχνουν ότι μάλλον έχουμε περάσει μάλλον τη φάση της κορύφωσης και οδηγούμαστε σταδιακά στην αποκλιμάκωση της πανδημίας, «αλλά αυτή η αποκλιμάκωση θα ανατραπεί και θα βρεθούμε ξανά σε μια ανοδική τάση εξαιτίας των τριών παραγόντων που αναφέραμε. Αποκλιμάκωση τώρα, έξαρση μετά τις γιορτές, η οποία δυστυχώς θα μας φέρει μπροστά σε νέες δυσκολίες και κυρίως στην αντιμετώπιση των ασθενών που θα χρειαστούν νοσηλεία», συμπλήρωσε.
Ανέφερε, πάντως, ότι η Όμικρον φαίνεται να είναι πιο μεταδοτική, αλλά είναι πιθανόν να κάνει πιο ήπια συμπτώματα, διότι δεν δημιουργεί διαταραχές στο κατώτερο αναπνευστικό όπου δημιουργούνται οι πνευμονίες. Είναι περισσότερο διαταραχές στο ανώτερο αναπνευστικό, για αυτό και πολλές φορές εμφανίζονται συμπτώματα κρυολογήματος., συνάχι, ενόχληση στο λαιμό, πονοκέφαλος κτλ. «Αν επιβεβαιωθεί αυτό θα είναι σημαντικό, διότι θα είναι μικρότερη η πίεση στο σύστημα Υγείας», είπε χαρακτηριστικά.
Τι είπε για τα μονοκλωνικά και τα χάπια
Ερωτηθείς για την αποτελεσματικότητα των μονοκλωνικών, ο κ. Τούντας απάντησε ότι «αν και είναι νωρίς ακόμα, οι πρώτες μελέτες δείχνουν ότι τα μονοκλωνικά δεν είναι αποτελεσματικά έναντι της Όμικρον. Και αυτό αποτελεί μια επιπλέον πηγή ανησυχίας».
Αντιθέτως, τα χάπια της Merc και της Pfizer φαίνεται να είναι αποτελεσματικά απέναντι στην Όμικρον, «να αντιμετωπίζουμε τη νόσο στα αρχικά στάδια ώστε να μη εξελίσσεται σε βαριά νόσο». «Είναι ανακοινώσεις πρώιμες, κυρίως από τις εταιρείες που έχουν κάθε συμφέρον να υποστηρίζουν την αποτελεσματικότητα των προϊόντων τους. Μένει να επιβεβαιωθεί επιστημονικά», συμπλήρωσε ο καθηγητής.