Ποινικές διώξεις για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, άσκησε το πρωί της Κυριακής ο Αντεισαγγελέας Πλημμελειδικών Ρόδου κ. Ι. Μητσιόπουλος, σε βάρος της 31χρονης Γιαννικάκη Ρηγοπούλας του Βασιλείου, που γεννήθηκε στο Λασίθι της Κρήτης και διέμενε μόνιμα στην Κάρπαθο, εργαζόμενη σε νυχτερινό κέντρο, για το φόνο του συντρόφου της, 30χρονου Επαγγελματία Οπλίτη, Αδάμ Βεσσάλα του Παναγιώτη, που γεννήθηκε στο Γαλατά Τροιζηνίας και υπηρετούσε στο 95 ΤΕ Καρπάθου.
Για υπόθαλψη εγκληματία διώκονται στην ίδια υπόθεση η μητέρα της 31χρονης Μαρία Καζηλιέρη του Ζαφειρίου, 50 ετών και ο κουμπάρος της μητέρας της κ. Εμμανουήλ Σακελλαρίδης του Βασιλείου, 40 ετών.
Οι τελευταίοι επιχείρησαν συγκεκριμένα να εξαφανίσουν τα στοιχεία του εγκλήματος.
Όπως έγραψε η “δημοκρατική”, το ΑΤ Καρπάθου ενημερώθηκε περί ώραν 23.55 της 20ής Φεβρουαρίου 2014 για το φόνο του 30χρονου, από ιατρό του Κέντρου Υγείας Καρπάθου και κατόρθωσε να εξιχνίασει την υπόθεση περί ώραν 19.00 της επομένης.
Όπως αποκαλύπτει σήμερα η “δημοκρατική” οι αστυνομικοί διαπίστωσαν το πρωί της Παρασκευής ότι υπήρχαν κηλίδες αίματος τόσο στο δάπεδο όσο και στους τοίχους των δωματίων της κουζίνας και του υπνοδωματίου. Επίσης σε ορισμένα σημεία, όπως για παράδειγμα στο δάπεδο της κουζίνας, κηλίδες αίματος βρέθηκαν κάτω από το κεντρικό χαλί και τα πατάκια του διαδρόμου και στο ένα και μοναδικό κομοδίνο του υπνοδωματίου βρέθηκε τμήμα χαρτιού κουζίνας γεμάτο με αίμα.
Από την έρευνα φαινόταν καθαρά ότι τα αίματα είχαν καθαριστεί με επιμέλεια. Επίσης στον κάδο του πλυντηρίου, που βρίσκεται στο μπάνιο, βρέθηκαν επιμελώς κρυμμένα ματωμένα ρούχα τόσο αντρικά όσο και γυναικεία.
Εντοπίστηκε εξάλλου μέσα σε κάδο απορριμμάτων σε απόσταση είκοσι μέτρων από το σπίτι, μία μπλε πλαστική σακούλα σκουπιδιών, η οποία περιείχε, ένα ποτήρι κουζίνας με χοντρό γυαλί σπασμένο σε τρία κομμάτια χρώματος μωβ, μία χρησιμοποιημένη γυναικεία σερβιέτα και μεγάλη ποσότητα χαρτιού γεμάτη αίματα.
Στην κατάθεση-ομολογία της, η 31χρονη αναφέρει τα εξής:
“Αποδέχομαι την σε βάρος μου κατηγορία. Θα σας περιγράψω ακριβώς τι έχει συμβεί. Ο ΒΕΣΣΑΛΑΣ Αδάμ που συζούσα μαζί του για περίπου ενάμιση χρόνο είχε τσακωθεί παλιότερα με το ξάδερφό μου ΚΑΖΗΛΙΕΡΗ Ζαφείρη γιατί ο ξάδερφός μου, που είχαν βρεθεί σε ένα καφενείο με έβριζε, λέγοντας ότι πηγαίνω με άντρες και άλλα τέτοια πράγματα. Ο Αδάμ θύμωσε μαζί του για αυτά τα πράγματα και από τότε ήταν στην κόντρα. Εχθές 20/02/2014 όταν ήμουνα στο σπίτι της μάνας μου με αυτήν, τον Αδάμ και τον ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΔΗ Εμμανουήλ με πήρε τηλέφωνο ο ξάδερφος μου και με ρώτησε που είμαστε. Του είπα ότι είμαστε στο σπίτι της μάνας μου και να έρθει να πιει καμιά μπύρα. Τότε μου είπε ότι θα έρθει για κανά πεντάλεπτο.
Όλη αυτή την κουβέντα την άκουσε ο Αδάμ και τσαντίστηκε γιατί δεν ήθελε να τον δει και να έχει επαφές μαζί του. Όταν ήρθε ο ξάδερφος μου έκατσε για λίγο αλλά δεν λογοφέρανε με τον Αδάμ. Όταν έφυγε ο Ζαφείρης με το μηχανάκι του πήρα και εγώ το δικό μου για να τον συνοδεύσω μιας και είχε πιεί. Νωρίτερα με είχε πάρει τηλέφωνο η φίλη μου η ΣΤΗΡΟΚΛΕΑ Ζωή και όταν έφυγα την πήρα τηλέφωνο και της είπα να πάμε καμία σβούρα. Περάσαμε με το ξάδερφο μου από το σπίτι της φίλης της Ζωής, που την λένε Σούλα και είναι από την Αλβανία, για να την πάρουμε. Αφού πήγαμε μία βόλτα από το νεκροταφείο και ανάψαμε το καντήλι της γιαγιάς, μετά από λίγο χωρίσαμε με τον Ζαφείρη, πήγα την Ζωή σπίτι της Σούλας και γύρισα στο σπίτι της μάνας μου.
Όταν γύρισα μου την μπήκε η μάνα μου και μου είπε ότι έκανα λάθος που έφυγα και έλειψα κανά μισάωρο γιατί ο Αδάμ θύμωσε. Ο Αδάμ δεν μου είπε τίποτα, απλά ήταν μουτρωμένος. Όταν είχα γυρίσει πίσω στο σπίτι της μάνας μου ήταν μόνο αυτή και ο Αδάμ.
Ο ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΔΗΣ είχε φύγει. Μετά από πέντε λεπτά περίπου, που γύρισα, ο Αδάμ μάζευε τα πράγματα του για να φύγει. Του έλεγα να με περιμένει δέκα λεπτά να μαζέψω τα πράγματα και να βοηθήσω την μάνα μου αλλά αυτός δεν άκουγε και έφυγε. Μετά από κάνα μισάωρο πήγα στο σπίτι και είδα τον Αδάμ στο τραπέζι να κάθεται θυμωμένος.
Μπαίνω μέσα και του λέω “τι έγινε, γιατί έφυγες και δεν με περίμενες;” και κουβέντα στην κουβέντα αρχίσαμε να λογοφέρουμε έντονα και να βριζόμαστε. Τότε αυτός με χτύπησε στο πρόσωπο με χαστούκι και του είπα “Άντε γα…”.
Τότε έγινε μεγάλος καβγάς στην κουζίνα και χτυπιόμασταν. Δεν ήταν εξάλλου η πρώτη φορά που με χτυπούσε και μου φερόταν έτσι. Πάω στο δωμάτιο για να τον αποφύγω και αυτός με ακολούθησε και με έπιασε δυνατά από τον λαιμό. Τον έσπρωχνα με τα πόδια και με έπιασε δυνατά από το μπούτι και μου έσκισε το κολάν. Αρχίσαμε πάλι να χτυπιόμαστε στο δωμάτιο μέχρι που έφυγα και πήγα στην κουζίνα και άνοιξα το πάνω ντουλάπι με τα ποτήρια, που ήταν πάνω από το φουρνάκι.
Έβγαλα ένα μωβ ποτήρι, το έσπασα στον ξύλινο πάγκο κάτω από το ντουλάπι κρατώντας το από τον πάτο. Τότε ο Αδάμ με είδε να το κάνω και ήρθε προς εμένα. Εκείνη την στιγμή τεντώνω το χέρι μου με το σπασμένο ποτήρι και τον πετυχαίνω στο στήθος. Αμέσως μετά πέταξα το ποτήρι. Τότε σταμάτησε να έρχεται προς τα εμένα και άρχισε να μου λέει ”πονάω, πονάω, υποφέρω” ενώ κρατούσε το στήθος του. Σήκωσα την μπλούζα του να δω τι είχε γίνει γιατί έβλεπα να τρέχει αίμα αλλά δεν είδα καμία μεγάλη ζημιά ώστε να φανταστώ ότι αυτό ήταν το τέλος.
Με το που τον χτύπησα πήγε προς το δωμάτιο και έπεσε στο πάτωμα, ενώ παντού υπήρχε αίμα.
Τότε αμέσως πήρα την μάνα μου τηλέφωνο δύο φορές για να έρθει στο σπίτι και της είπα την πρώτη φορά, ενώ έκλαιγα, να έρθει γρήγορα. Με το που το κλείνω την ξαναπαίρνω και της λέω “έλα γρήγορα ο Αδάμ πέθανε”. Προσπάθησα να τον βάλω στο κρεβάτι αλλά δεν μπορούσα και τον τοποθέτησα καθιστό, ενώ το σώμα του ακουμπούσε στο κρεβάτι. Του έβγαλα την μπλούζα και την φανέλα και του έριξα νερό στο πρόσωπο και στο σώμα. Έβρεξα ακόμη και χαρτί κουζίνας που είχα εκεί και του πέρασα το κεφάλι και το πρόσωπο.
Η μάνα μου σε δύο-τρία λεπτά ήταν εκεί ενώ έπαιρνα και τον ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΔΗ Μανώλη αλλά αυτός δεν το σήκωνε. Μόλις ήρθε η μάνα μου σπίτι, πήρε τον Μανώλη τηλέφωνο και αυτός ήρθε σε κανένα πεντάλεπτο. Μόλις ήμασταν και οι τρεις τον ανεβάσαμε στο κρεβάτι και τον ξαπλώσαμε ανάσκελα.
Τότε είδα όπως τον βάζαμε ότι τα μάτια του γύρισαν προς τα πίσω και φαινόταν μόνο το λευκό του ματιού. Μόλις δηλαδή ήρθαν οι άλλοι δύο ο Αδάμ ήταν ήδη νεκρός. Ακόμη όταν τον βάλαμε στο κρεβάτι έβαλα το χέρι μου στο στήθος του, να δω τι γίνεται αλλά ήταν ήδη κρύος.
Εκείνη την στιγμή φοβήθηκα και άρχισα να μαζεύω τα πράγματα που είχαν σχέση με το συμβάν και να σκουπίζω τα αίματα με το χαρτί κουζίνας. Ήδη από την στιγμή που άρχισε να βγάζει αίματα ο Αδάμ εγώ καθάριζα από πίσω και τα είχα βάλει σε μία σκουπιδοσακούλα μπλε.
Όταν συμμάζευα ήταν εκεί η μάνα μου και ο Μανώλης. Στην σκουπιδοσακούλα έβαλα τα χαρτιά με τα αίματα και το ποτήρι.
Στο πλυντήριο είχα βάλει μέσα τα ρούχα που φορούσα, δηλαδή το κολάν μου, την ζακέτα μου και την μπλούζα μου με ένα Μίκυ μαους μπροστά, την μπλούζα και την φανέλα του. Είχε ήδη δει η μάνα μου την μπλε σκουπιδοσακούλα με τα αίματα και είχε τρομάξει και με ρωτούσε τι είχε γίνει αλλά δεν της είπα τι ακριβώς είχε συμβεί. Ακόμα και όταν πήγαινα σπίτι της με τα ρούχα, που πήρα μαζί και το σκυλάκι μου, δεν της είπα. Το σκούπισμα και το συμμάζεμα το έκανα μόνη μου και δεν συμμετείχε ούτε η μάνα μου ούτε ο Μανώλης.
Την σκουπιδοσακούλα την μπλε την πήρε από την κουζίνα ο ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΔΗΣ Εμμανουήλ την έκανε από πάνω ένα κουβάρι και πήγε να την πετάξει.
Μετά αυτός ενημέρωσε το ασθενοφόρο και ήρθε ένας γιατρός και ο οδηγός του ασθενοφόρου. Όταν ήμασταν έξω οι τρεις μας (εγώ, η μάνα μου και ο Μανώλης) και ο γιατρός ήταν μέσα με τον αστυνομικό, την οποία Αστυνομία πρέπει να ειδοποίησε ο γιατρός, μας είπε ο Μανώλης “Δεν έπρεπε να πετάξουμε εδώ πέρα την σακούλα”, αλλά ήταν πλέον αργά γιατί έξω ήταν ο οδηγός του ασθενοφόρου και πλέον δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα.
Μετά μας πήρε η αστυνομία στο τμήμα. Δεν είχα καμία πρόθεση να τον σκοτώσω, ήθελα απλά να τον τρομάξω για να σταματήσει να με χτυπά. Ήταν η κακιά ώρα και δεν το πιστεύω ακόμη αυτό που συνέβη. Η μητέρα μου με τον Μανώλη ήρθαν αφότου ο Αδάμ ήταν νεκρός. Τίποτε άλλο δεν έχω να πω”.
Ο κουμπάρος από την άλλη ομολόγησε ότι βοήθησε τις δύο γυναίκες να βάλουν το νεκρό στο κρεβάτι ανάσκελα και κατάλαβε ότι είχε πεθάνει επειδή ήταν κρύος. Τότε φώναξε προς την Μαρία και της είπε να ειδοποιήσει το ασθενοφόρο.
Η Ρηγοπούλα του είπε, όπως κατέθεσε, να πάρει τα σκουπίδια από τον κάδο μέσα στην κουζίνα και να τα πετάξει στα σκουπίδια έξω από το σπίτι. Είδε στην είσοδο του σπιτιού, στο χαλί όπως έβγαινε, αίματα αλλά και μετά στο σοβατεπί της κουζίνας πιτσιλιές με αίματα, μα δεν ρώτησε τίποτα. Από την στιγμή που πήγε και πέταξε τα σκουπίδια δεν ξαναμπήκε στο σπίτι και περίμενε έξω το ασθενοφόρο.
Υποστήριξε μάλιστα ότι έκανε τα ανωτέρω πάνω στον πανικό του, χωρίς να καταλάβει τι έγινε.
Η μητέρα κατέθεσε ότι τα έχει χαμένα. Όπως κατέθεσε, της τηλεφώνησε η κόρη της και όταν πήγε στο σπίτι είδε τον 30χρονο στο κρεβάτι να είναι καθισμένος κάτω και έβλεπε αίματα στο σπίτι.
“Πίστευα ότι ήταν μεθυσμένος, ότι λιποθύμησε και δεν ήξερα τι να κάνω. Σκούπισα κάποια αίματα, μετά πήρα τα ρούχα του Αδάμ και τα πήγα από το τραπέζι της κουζίνας στο σαλόνι. Δεν ξέρω ακριβώς τι έκανα. Τα είχα χαμένα. Όταν ήρθε ο κουμπάρος μου, τον παρακάλεσα να μας βοηθήσει και τότε πήρα τηλέφωνο το ασθενοφόρο. Κάποια στιγμή είδα τον Μανώλη να παίρνει μια τσάντα νάιλον σκουπιδιών αλλά δεν είδα πού πήγε και τι έκανε”, κατέθεσε.