Ειδήσεις

Τυφλή αλλά και βραδυπορούσα…

Η Δικαιοσύνη πρέπει να έλθει πιο κοντά στην κοινωνία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ερμηνεία των νόμων μπορεί να καθορίζεται από τις κοινωνικές και πολιτικές ευαισθησίες των δικαστών. Αυτό είναι το κεντρικό μήνυμα της προέδρου του Συμβουλίου Επικρατείας, Κατερίνας Σακελλαροπούλου, σε αποκλειστικές της δηλώσεις στην «Κ» με αφορμή το νέο βιβλίο «Η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα: Προτάσεις για ένα Σύγχρονο Δικαστικό Σύστημα» (εκδ. «διαΝΕΟσις»), που θα κυκλοφορήσει στις επόμενες μέρες. Η πρόεδρος του ΣτΕ είναι μεταξύ των συγγραφέων του βιβλίου, μαζί με έξι ακόμα εν ενεργεία δικαστικούς – τον Μιχάλη Πικραμένο, τον Ιωάννη Συμεωνίδη, τον Βασίλη Ανδρουλάκη, τη Θεοκτή Νικολαΐδου, τον Λάμπρο Τσόγκα και τον Πέτρο Αλικάκο.

«Είναι κοινός τόπος στην εποχή μας ότι συστατικό στοιχείο μιας δημοκρατίας δυτικού τύπου είναι το κράτος δικαίου, κύριο χαρακτηριστικό του οποίου αποτελεί η ύπαρξη ανεξάρτητης και αποτελεσματικής Δικαιοσύνης που αποτελεί όψη της κρατικής εξουσίας», γράφει στο βιβλίο η κ. Σακελλαροπούλου. Ποια όμως είναι τα όρια του δικαστικού ελέγχου; «Η θεωρία διδάσκει ότι στον πυρήνα των ατομικών δικαιωμάτων –το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης ή της ελευθερίας από την αυθαίρετη κράτηση– ο δικαστικός έλεγχος είναι πιο εντατικός», σημειώνει στην «Κ». «Οταν απομακρυνόμαστε από αυτόν τον πυρήνα, σε δικαιώματα που επηρεάζονται από την άσκηση της οικονομικής πολιτικής, ο έλεγχος πρέπει να είναι οριακός – ειδικά στην εποχή μας».

Η κ. Σακελλαροπούλου τοποθετείται επίσης σχετικά με το νόημα της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης. «Η δικαστική ανεξαρτησία προϋποθέτει ένα επίπεδο αποδοχών, όπως αναγνωρίζεται σε όλα τα σύγχρονα κράτη», δηλώνει. «Ειδάλλως, ο δικαστής καθίσταται ευάλωτος σε αδιαφανείς εξαρτήσεις». Από την άλλη, «δικαστική ανεξαρτησία δεν συνεπάγεται ότι ο δικαστής κάνει ό,τι θέλει. Οι προσωπικές πεποιθήσεις –πολιτικές, θρησκευτικές κ.ο.κ.– πρέπει να παραμένουν εντός των ορίων που θέτει το Σύνταγμα. Οι δικαστές οφείλουν να επιδεικνύουν υπευθυνότητα στο θέμα αυτό».

Η γλώσσα των αποφάσεων

Μία σημαντική πτυχή της προσέγγισης με την κοινωνία, σύμφωνα με την κ. Σακελλαροπούλου, είναι η πρόσβαση του κοινού στις αποφάσεις των δικαστηρίων. «Η κατεύθυνση από το Συμβούλιο της Ευρώπης είναι να είναι πλήρως διαθέσιμη η νομολογία», αναφέρει η πρόεδρος του ΣτΕ, εξηγώντας τις προσπάθειες που γίνονται ώστε να συμφιλιωθεί η επιταγή της διαφάνειας με τους περιορισμούς που θέτει η νομοθεσία για την προστασία των προσωπικών δεδομένων.

Παράλληλα, τονίζει, επιχειρείται να βελτιωθεί η πρόσβαση με μία διαφορετική έννοια: να συνοδεύονται οι αποφάσεις, συχνά γραμμένες με ένα πυκνό, δυσνόητο ύφος, με περιλήψεις που παραθέτουν τα βασικά νομικά και πραγματολογικά δεδομένα που καθόρισαν την ετυμηγορία. «Το ύφος των δικαστικών αποφάσεων υπαγορεύεται από το εξαιρετικά περίπλοκο νομικό πλαίσιο», παρατηρεί, αλλά «ενδεχομένως είναι και προϊόν ανασφάλειας κάποιων δικαστικών λειτουργών». Το βιβλίο παραπέμπει στις οδηγίες του CCJE [συμβουλευτικό σώμα του Συμβουλίου της Ευρώπης για θέματα Δικαιοσύνης], σύμφωνα με τις οποίες «η δικαστική γλώσσα πρέπει να είναι, κατά το δυνατόν, απλή και διαυγής, διότι η κατανόηση των δικαστικών αποφάσεων συνδέεται άρρηκτα με την πρακτική πλευρά του κράτους δικαίου, καθώς επιτρέπει στον πολίτη να αντιλαμβάνεται τις σκέψεις του δικαστηρίου και να καθορίζει τη συμπεριφορά του για το μέλλον».

Εκ των κεντρικών προβληματισμών του βιβλίου είναι οι καθυστερήσεις που εξακολουθούν να μαστίζουν το δικαστικό σύστημα. Οπως σημειώνουν οι συγγραφείς: «Στις ημέρες μας δεν είναι πλέον αρκετό η Δικαιοσύνη να οργανώνεται και να λειτουργεί σε καθεστώς ανεξαρτησίας. Μια ανεξάρτητη, αλλά βραδυπορούσα και ασθμαίνουσα Δικαιοσύνη δεν επιτελεί την αποστολή της, διότι δεν επιλύει σε εύλογο χρόνο τις διαφορές που φθάνουν ενώπιόν της, τούτο δε συνιστά τροχοπέδη στην κοινωνική σταθερότητα και στην οικονομική ανάπτυξη». Σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα της έκθεσης Ease of Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας, η επίλυση μιας εμπορικής διαφοράς μεταξύ δύο επιχειρήσεων από Μονομελές Πρωτοδικείο και η εκτέλεση της σχετικής απόφασης χρειάζεται 1.580 μέρες στην Ελλάδα (δεδομένα Μαΐου 2018). Ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 582 μέρες. Η χώρα μας βρίσκεται στην 132η θέση μεταξύ 190 χωρών στη συγκεκριμένη κατηγορία.

Σχετικά με τους ρυθμούς απονομής της Δικαιοσύνης, η πρόεδρος του ΣτΕ σημειώνει: «Υπάρχουν μέτρα, όπως η πιλοτική δίκη, που έχουν βοηθήσει. Αλλά το πρόβλημα εξακολουθεί να υπάρχει, καθώς πολλές παθογένειες παραμένουν». Το Δημόσιο, για παράδειγμα, σημειώνει, εξακολουθεί να βομβαρδίζει τα δικαστήρια με αναίτιες προσφυγές, ενώ οι δικηγόροι δεν έχουν υιοθετήσει πρακτικές όπως η ηλεκτρονική κατάθεση εγγράφων. Υπενθυμίζει δε τη σημασία η Δικαιοσύνη, έκτος από έγκυρη, να είναι και έγκαιρη: «Οπως έχει ειπωθεί, η καθυστέρηση ισοδυναμεί με αρνησιδικία. Ζούμε σε μια εποχή κατά την οποία το δικαστικό σύστημα πρέπει να αποδεικνύει κάθε μέρα εκ νέου την αξιοπιστία του».

Η νέα πρόεδρος δηλώνει προβληματισμένη και με το ζήτημα της εσωτερικής αξιολόγησης τoυ δικαστικού σώματος. Για ορισμένους επιθεωρητές, σημειώνει, δεν υπάρχει συνάδελφος που να μη βαθμολογείται ως «εξαίρετος» – πράγμα που αδικεί όσους αξιολογούνται από πιο επιφυλακτικούς κριτές. «Ετσι οι προαγωγές καταλήγουν να γίνονται με μόνο κριτήριο την αρχαιότητα. Είναι λοιπόν αναγκαίο να υπάρχει ουσιαστική αξιολόγηση». Παράλληλα, υπενθυμίζει ότι η τελευταία διοικητική ολομέλεια για αποτίμηση του έργου του ΣτΕ έλαβε χώρα το 2013 (κανονικά πρέπει να διεξάγονται ετησίως).

H κ. Σακελλαροπούλου, τέλος, αναδεικνύει το μεγάλο πρόβλημα της υποστελέχωσης στον τομέα των δικαστικών υπαλλήλων. Σύμφωνα με το βιβλίο, η αναλογία των θέσεων υπαλλήλων προς αυτών των δικαστικών λειτουργών (1:1) «υπολείπεται αισθητά του μέσου όρου των κρατών-μελών της Ε.Ε. (3,5:1)», ενώ πολλές από αυτές τις θέσεις υπαλλήλων έχουν μείνει κενές, με αποτέλεσμα στην πράξη να υπάρχουν τρεις δικαστές ανά υπάλληλο!

Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι μόνο ποσοτικό: όπως γράφουν οι συγγραφείς, σήμερα «σε σύνολο 1.024 οργανικών θέσεων δικαστικών υπαλλήλων στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και στη γενική επιτροπεία στα δικαστήρια αυτά, υπηρετούν μόλις 56 υπάλληλοι κάτοχοι πτυχίου Νομικής Σχολής» (σελ. 63). «Χρειαζόμαστε άμεσα νέο, μορφωμένο προσωπικό, ειδικά άτομα με γνώσεις Πληροφορικής, αλλά και Νομικής» τονίζει η κ. Σακελλαροπούλου. «Οι διαγωνισμοί του ΑΣΕΠ όμως παραμένουν μπλοκαρισμένοι εδώ και μία δεκαετία».

Τι συμβαίνει στην Ευρώπη

Οπως σημειώνει ο διευθυντής περιεχομένου της «διαΝΕΟσις» Θοδωρής Γεωργακόπουλος σε μία περίληψη των βασικών ευρημάτων και εισηγήσεων του βιβλίου: «Σε πολλές χώρες της Ευρώπης ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς στα δικαστήρια δεν γίνεται από τους δικαστές, αλλά από καλά καταρτισμένους δικαστικούς υπαλλήλους, οι οποίοι μπορεί να αναλάβουν ακόμη και δικαστικές αρμοδιότητες σε υποθέσεις ήσσονος σημασίας. Αυτό, βεβαίως, διευκολύνει το έργο των δικαστών, επιταχύνει τις διαδικασίες και μειώνει τον φόρτο εργασίας. Και είναι κάτι που δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να εφαρμοστεί στα ελληνικά δικαστήρια σήμερα». «Αν και σήμερα το δικαστικό μας σύστημα χρειάζεται δικαστικούς υπαλλήλους υψηλής κατάρτισης σε τομείς όπως η στατιστική και η επιστήμη υπολογιστών, ωστόσο τα κριτήρια προσλήψεων και η διαχείριση αυτού του κρίσιμου δυναμικού γίνονται με τρόπο που εξυπηρετεί άλλες ανάγκες», γράφει ο κ. Γεωργακόπουλος. «Πρόσφατα, πάνω από 2.500 θέσεις σε δικαστήρια και δικαστικές υπηρεσίες πληρώθηκαν από επιτυχόντες διαγωνισμού ΑΣΕΠ του 1998».

Οι δικαστές-συγγραφείς προτρέπουν ο νέος Κώδικας Δικαστικών Υπαλλήλων που είναι υπό διαμόρφωση να ορίσει νέα ειδικά τυπικά προσόντα που θα καλύψουν τις σύγχρονες ανάγκες των διοικητικών δικαστηρίων. Παράλληλα, τονίζουν την ανάγκη επιμόρφωσης των υφιστάμενων υπαλλήλων, στην πληροφορική και σε άλλους τομείς.

πηγή kathimerini.gr

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου