Ο κ. Γιάννης Χατζηθεοδοσίου, είναι πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών και επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Πειραιά. Σε συνέντευξη που παραχώρησε στην ‘δ’ μιλάει για την ανάγκη αναβάθμισης του πρωτογενή τομέα στην Ελλάδα, για το ζήτημα της ακρίβειας αλλά και σχετικά με τα κρίσιμα ζητήματα που αφορούν στις ΜμΕ επιχειρήσεις.
• Κύριε Χατζηθεοδοσίου, να ξεκινήσουμε από τα πρόσφατα γεγονότα με αφορμή τις κινητοποιήσεις των αγροτών. Είναι απαραίτητο να στηριχθεί εμπράκτως και με σοβαρά κίνητρα ο πρωτογενής τομέας για να μπορεί να έχει μέλλον στην χώρα μας;
Ως Επιμελητήριο χαιρετήσαμε τις κινητοποιήσεις του αγροτικού κόσμου γιατί καταλαβαίνουμε το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται. Το υψηλότατο κόστος παραγωγής, οι παράνομες «ελληνοποιήσεις» προϊόντων, η μείωση των επιδοτήσεων, είναι παράγοντες που εμποδίζουν όχι μόνο την ανάπτυξη του κλάδου, αλλά και τη βιωσιμότητα πολλών αγροτών, κυρίως μικρών παραγωγών. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο πρωτογενής τομέας έχει σημαντικό ρόλο, στην προσπάθεια ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, καθώς έχει τριπλάσια συμμετοχή στο ΑΕΠ, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ε.Ε., και στηρίζοντας πάνω από το 10% της συνολικής απασχόλησης. Είναι ο βασικός πυλώνας, μαζί με τον επαγγελματικό κόσμο, για τη διατήρηση του κοινωνικού και παραγωγικού ιστού στην περιφέρεια και τη διατροφική επάρκεια των Ελλήνων πολιτών.
Οπότε, κατά τη γνώμη μας, πρέπει να αποτελέσει εθνική στρατηγική η αναβάθμισή του, ενώ η κυβέρνηση είναι αναγκαίο να εντείνει τις πιέσεις της προς τις Βρυξέλλες για την όσο το δυνατόν πιο ήπια πράσινη μετάβαση.
Θεωρούμε αναγκαίο λοιπόν να αναθεωρηθεί η Κοινή Αγροτική Πολιτική, οι αγρότες μας να ενισχυθούν όσο το επιτρέπουν οι δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας και η κυβέρνηση να εφαρμόσει στοχευμένες πολιτικές που θα εστιάσουν στην αλλαγή κουλτούρας των επαγγελματιών, στη δημιουργία ευρύτερων συνεργασιών και στην ανάδειξη των ελληνικών προϊόντων. Στηρίζοντας και βελτιώνοντας τον πρωτογενή τομέα, ουσιαστικά ενισχύουμε τις αναπτυξιακές δυνατότητες της οικονομίας μας.
• Το ζήτημα της ακρίβειας συνεχίζει να απασχολεί την ελληνική κοινωνία, τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα προχωρήσει στην αύξηση του κατώτατου μισθού, αλλά είναι αυτό (και τα διάφορα pass) η ουσιαστική λύση; Τι άλλο πρέπει να γίνει;
Οι πολίτες, στην συντριπτική τους πλειονότητα, προβληματίζονται για το πώς θα καταφέρουν να ανταποκριθούν στις πολύ μεγάλες υποχρεώσεις τους εξαιτίας των συνεχών ανατιμήσεων σε βασικά αγαθά. Σε πρόσφατη έρευνα του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, σχεδόν 9 στους 10 ερωτηθέντες απάντησαν ότι η ακρίβεια είναι το υπ΄ αριθμόν ένα πρόβλημα για αυτούς.
Είναι χαρακτηριστικό ότι για τον Ιανουάριο ο γενικός πληθωρισμός κυμαίνεται στο 3,1% και αυτός στα τρόφιμα φθάνει στο 8,3%. Μάλιστα σε ορισμένα βασικά αγαθά η κατάσταση φαίνεται να είναι εκτός ελέγχου. Για παράδειγμα στο ελαιόλαδο η ετήσια αύξηση είναι 67,4%.
Τις συνέπειες αυτού του «ράλι» των τιμών τις βιώνουν καθημερινά όχι μόνο οι πολίτες αλλά και οι χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες που βλέπουν τους καταναλωτές να αρκούνται στην προμήθεια των απολύτως απαραίτητων αγαθών, αδυνατώντας να προχωρήσουν σε κάποιες άλλες αγορές. Και πώς θα μπορούσε εξάλλου να γίνει αυτό όταν για πάρα πολλούς συμπολίτες μας το μηνιαίο εισόδημά τους επαρκεί για να καλύψουν τις ανάγκες των πρώτων 19 ημερών του μήνα.
Αναφερθήκατε στις ενέργειες της κυβέρνησης. Όπως φαίνεται, κρίνοντας από τα αποτελέσματα, τα μέτρα που έχουν ληφθεί έως τώρα και η εφαρμογή του κάθε λογής “pass”, δεν μπορούν να επιλύσουν το πρόβλημα. Ειδικά στο θέμα της επιβολής προστίμων σε πολυεθνικές για αθέμιτες πρακτικές και αισχροκέρδεια, δεν νομίζω ότι θα τις επηρεάσει σημαντικά μία οικονομική επιβάρυνση αν νωρίτερα έχουν κερδίσει πολλά περισσότερα.
Σίγουρα η νέα αύξηση του κατώτατου μισθού θα αποτελέσει μία «ανάσα» για έναν μεγάλο αριθμό εργαζομένων ενώ αναμένεται να τονώσει και την κατανάλωση στην αγορά. Υπενθυμίζω ότι το Ε.Ε.Α. πάντα ήταν υπέρ της αύξησης των εισοδημάτων των πολιτών.
Όμως η όποια νέα άνοδος του κατώτατου μισθού, θα πρέπει να συνοδευτεί από τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, το οποίο παραμένει από τα υψηλότερα στην Ε.Ε.
Αν συνυπολογίσουμε το ήδη αυξημένο λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων αλλά και τα υπόλοιπα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, όπως τις οφειλές από το παρελθόν, την έλλειψη ρευστότητας, την επιβάρυνση που φέρνει το νέο φορολογικό, οδηγούμαστε στο ασφαλές συμπέρασμα ότι «ο λογαριασμός δεν βγαίνει».
Μοναδική λύση για την αντιμετώπιση της ακρίβειας είναι η μείωση των έμμεσων φόρων, δηλαδή του ΦΠΑ από το 13% στο 6% για τα βασικά αγαθά και του ΕΦΚ.
Ταυτόχρονα πρέπει να εντατικοποιηθούν οι έλεγχοι στην αγορά ώστε όχι απλώς να περιοριστούν αλλά να παταχθούν τα φαινόμενα αισχροκέρδειας. Το βέβαιο είναι ότι όσο συνεχίζεται αυτή η κατάσταση με τις τιμές στα ράφια να είναι σε πολλές περιπτώσεις απαγορευτικές, τόσο τίθεται σε κίνδυνο η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.
• Πρόσφατα μιλήσατε για το σημαντικό πρόβλημα της στέγασης που αφορά τόσο στην πρωτεύουσα όσο και σε όλη την χώρα. Θα ήθελα το σχόλιό σας.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, οι τιμές πώλησης των κατοικιών στην τελευταία πενταετία αυξήθηκαν κατά 71,1% στην Αττική και κατά 53,8% πανελλαδικά.
Στην Αθήνα οι τιμές των ακινήτων ανεβαίνουν ταχύτατα και η αύξηση αυτή είναι τριπλάσια, σε σύγκριση με ευρωπαϊκές πόλεις όπως η Στοκχόλμη, η Μαδρίτη και το Μιλάνο και τετραπλάσια, σε σύγκριση με την Βιέννη και τη Ζυρίχη.
Η εκρηκτική αυτή πορεία οφείλεται σε μια σειρά από παράγοντες, με κυριότερο τη συρρίκνωση της οικοδομής και τη μείωση της προσφοράς οικιστικών ακινήτων ενώ χιλιάδες κατοικίες βρέθηκαν εγκλωβισμένες σε νομικές υποθέσεις, πέρασαν στα χέρια τραπεζών ή funds, ή περιήλθαν στο Δημόσιο.
Σήμερα, το ύψος του ενοικίου αγγίζει το 60% του μέσου μηνιαίου μισθού. Και με δεδομένο ότι οι τιμές των οικιστικών ακινήτων θα συνεχίσουν να ανεβαίνουν στο επόμενο διάστημα, είναι επιτακτική ανάγκη για λύσεις, με σκοπό την αποσυμπίεση του κόστους στέγασης. Κύριο μέλημα πρέπει να είναι η αύξηση της προσφοράς, μέσω της αξιοποίησης του αποθέματος των κλειστών ακινήτων.
Σε αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να δοθούν κίνητρα προς τους ιδιοκτήτες, για την εκμίσθωση κατοικιών που δηλώνονται σήμερα ως κλειστές.
Θα πρέπει, επίσης, να ενισχυθούν τα κίνητρα και χρηματοδοτικά προγράμματα για την αποκατάσταση, την ανακαίνιση και την αναβάθμιση παλιών και κενών κατοικιών, ώστε να καταστούν λειτουργικές και κατάλληλες προς μίσθωση. Παράλληλα χρειάζεται αξιοποίηση των ακινήτων που περιέρχονται στο Δημόσιο.
• Υπάρχουν κρίσιμα ζητήματα που αφορούν στις ΜμΕ επιχειρήσεις: οι συσσωρευμένες οφειλές, ο αποκλεισμός μεγάλου μέρους των επιχειρήσεων τόσο από τον τραπεζικό δανεισμό όσο και από τα προγράμματα του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ, οι υψηλές προμήθειες – χρεώσεις των τραπεζών για ηλεκτρονικές συναλλαγές. Θα ήθελα το σχόλιό σας. Μπορούν να γίνουν ουσιαστικές παρεμβάσεις;
Και βέβαια μπορούν. Αρκεί να υπάρχει η πρόθεση από την πλευρά της κυβέρνησης, γιατί όλα όσα αναφέρατε μπορούν να λυθούν μέσω πολιτικών αποφάσεων. Για το ζήτημα των συσσωρευμένων οφειλών, δηλαδή ουσιαστικά για την αύξηση του ιδιωτικού χρέους που πλέον φτάνει στα 260 δις. ευρώ, μπορεί να γίνει μία νέα ρύθμιση ώστε να μπορέσουν να υπαχθούν όσοι δεν είχαν καταφέρει να μπουν σε προηγούμενες εξαιτίας των προϋποθέσεων που είχαν τεθεί ή είχαν βγει από αυτές λόγω της αδυναμίας να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Η πρόταση του Ε.Ε.Α. είναι αυτή η ρύθμιση να είναι για το σύνολο των χρεών που έχει ένας οφειλέτης προς το Δημόσιο και η αποπληρωμή να γίνεται σε πολλές δόσεις.
Σχετικά με τον αποκλεισμό των ΜμΕ από τον τραπεζικό δανεισμό, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα -τα οποία έχουν ανακεφαλαιοποιηθεί από το υστέρημα του ελληνικού λαού- θα πρέπει να παίξουν το ρόλο τους στις συνθήκες της ελεύθερης οικονομίας.
Δηλαδή να χρηματοδοτήσουν το επιχειρείν. Δεν ζητάμε να χαριστεί τίποτα, όμως δεν γίνεται να συνεχιστεί και αυτός ο αποκλεισμός. Μαζί με την εξαίρεση της πλειονότητας των μικρομεσαίων από τα κονδύλια του ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης, ουσιαστικά προκαλούνται συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού στην αγορά. Πάντα προς όφελος των «μεγάλων» και σε βάρος των «μικρών». Άρα ζητάμε να δίνεται η δυνατότητα υπαγωγής σε χρηματοδοτικά προγράμματα περισσότερων ΜμΕ.
Η κυβέρνηση έχει επίσης τη δυνατότητα να ασκήσει πιέσεις στις τράπεζες ώστε να μειώσουν επιτέλους τις προμήθειές τους. Υποτίθεται ότι θα το έκανε, αλλά αποτέλεσμα δεν έχουμε δει. Αντίθετα, βλέπουμε τις τράπεζες να αυξάνουν συνεχώς τα κέρδη τους τιμολογώντας και μάλιστα σε υψηλές τιμές και την παραμικρή ηλεκτρονική συναλλαγή. Δηλαδή ενώ δεν έχουν κανένα κόστος καθώς όλα γίνονται ψηφιακά, με την ανοχή της κυβέρνησης χρεώνουν υπερβολικά τις επιχειρήσεις.
Μπορούμε να μιλάμε για βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και για ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας υπό αυτές τις προϋποθέσεις; Εννοείται πως όχι. Είναι αποκλειστικά στο χέρι της εκάστοτε κυβέρνησης να εφαρμόσει πολιτικές που πραγματικά θα στηρίζουν και δεν θα απομυζούν τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα.