• Μετά από τρεις προδικαστικές αποφάσεις, η δικαστική διεκδίκηση αποζημίωσης από το Ελληνικό Δημόσιο φτάνει στην τελική της φάση • Ο πρώην εφοριακός διεκδικεί πάνω από 163.000 ευρώ από το Ελληνικό Δημόσιο
Η πολύκροτη δικαστική υπόθεση πρώην εφοριακού υπαλλήλου της Δ.Ο.Υ. Ρόδου, που είχε τεθεί αδίκως σε αργία και απομακρύνθηκε από την υπηρεσία του, πρόκειται να εκδικαστεί στις 27 Φεβρουαρίου 2025 ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Ρόδου.
Μετά από μια σειρά νομικών ανατροπών, που περιλαμβάνουν τρεις προδικαστικές αποφάσεις, ο ενάγων συνεχίζει τη δικαστική του μάχη κατά του Ελληνικού Δημοσίου, διεκδικώντας αποζημιώσεις για τις οικονομικές και ηθικές βλάβες που υπέστη λόγω της πολυετούς δικαστικής του περιπέτειας.
Η υπόθεση ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν του αποδόθηκαν κατηγορίες για δωροδοκία και εκβίαση, οι οποίες τον οδήγησαν σε υπηρεσιακές κυρώσεις, παρά την απουσία επαρκών αποδεικτικών στοιχείων.
Έπειτα από χρόνια δικαστικών αγώνων, το Συμβούλιο της Επικρατείας εξέδωσε απόφαση που τον δικαίωσε πλήρως, κρίνοντας ότι η απομάκρυνσή του από τη θέση του και η μη καταβολή των δεδουλευμένων του ήταν άδικες και μη νόμιμες.
Η απόφαση αυτή ακύρωσε τις προηγούμενες διοικητικές πράξεις που του επέβαλαν πειθαρχικές κυρώσεις και έθεσε τις βάσεις για τη διεκδίκηση των οικονομικών αποζημιώσεων που του οφείλονται.
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1998, κατόπιν νόμιμης εντολής προληπτικού ελέγχου της προϊσταμένης αρχής του, που εδόθη στον ίδιο και σε δύο συναδέλφους του, διενήργησε έλεγχο του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και Φ.Π.Α. σε ατομική επιχείρηση στην Ρόδο.
Ο έλεγχος αυτός, όπως επισημαίνεται στην αγωγή, ήταν καθ΄ όλα νόμιμος και εντός των πλαισίων άσκησης των καθηκόντων του.
Από τον έλεγχο διαπιστώθηκαν μεγάλες οικονομικές παραβάσεις στην επιχείρηση, οι οποίες και καταλογίστηκαν από τη Δ.Ο.Υ. Ρόδου, στην οποία είχε σταλεί αρμοδίως η σχετική έκθεση ελέγχου.
Για τις παραβάσεις που διαπιστώθηκαν επιβλήθηκε στον επιχειρηματία πρόστιμο ύψους 600.000 δρχ..
Οι παραβάσεις δε αυτές, οι οποίες ήταν ουσιώδεις, επιβεβαιώθηκαν από επανελέγχους που διενεργήθηκαν αργότερα.
Στη συνέχεια και συνεπεία των παραπάνω διαπιστωθεισών παραβάσεων, δυνάμει έγγραφης εντολής τακτικού ελέγχου φορολογίας εισοδήματος και λοιπών φορολογικών αντικειμένων, των ανέλεγκτων οικονομικών ετών 1993 έως 1999 του τότε διευθυντή του Τοπικού Ελεγκτικού Κέντρου Ρόδου, προς εφοριακό υπάλληλο του Τ.Ε.Κ. Ρόδου, διενεργήθηκε τακτικός έλεγχος στην επιχείρηση, διαπιστώθηκαν παραβάσεις και επιβλήθηκαν πρόστιμα συνολικού ποσού 60.115.735 δρχ.
Τον Ιανουάριο του 2000, όπως περιγράφεται στην αγωγή, κατηγορήθηκε ψευδώς από κοινού με τους παραπάνω συναδέλφους του, για τα εγκλήματα της δωροδοκίας χάριν νομίμων πράξεων και της εκβίασης προκειμένου να επιτευχθεί, χωρίς ωστόσο να καταφερθεί, η απαλλαγή της επιχείρησης με βάση το άρθρο 50 του Ν. 2065/92 από πρόστιμα, προσαυξήσεις και κάθε δίωξη εν γένει, με κατασκευή κατηγοριών και τον συνακόλουθο διασυρμό του, τόσο ενώπιον του προϊσταμένου της Περιφερείας Νοτίου Αιγαίου του Σ.Δ.Ο.Ε. και του Οικονομικού Επιθεωρητή, όσο και ενώπιον των Εισαγγελικών και Ανακριτικών Αρχών και Δικαστηρίων.
Εξαιτίας των καταγγελιών αυτών, με την από 26 Ιανουαρίου 2000 απόφαση του υπουργού Οικονομικών μετακινήθηκε από την Περιφερειακή Διεύθυνση Σ.Δ.Ο.Ε. Νοτίου Αιγαίου στη Δ.Ο.Υ. Ρόδου και στη συνέχεια αποσπάστηκε από την Περιφερειακή Διεύθυνση Νοτίου Αιγαίου στη Δ.Ο.Υ Ρόδου.
Η απόσπασή του δε αυτή παρατάθηκε μέχρι 30 Αυγούστου 2002.
Στη συνέχεια όμως βεβαιώθηκε η θέση του στην κατάσταση της υποχρεωτικής αργίας από 16 Φεβρουαρίου 2001, ημερομηνία έκδοσης κατηγορητηρίου του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου, με το οποίο παραπέμφθηκε να δικαστεί ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου.
Με απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου, καταδικάστηκαν πρωτοδίκως.
Στη συνέχεια, και αφού άσκησαν έφεση επί της παραπάνω απόφασης, εκδόθηκε απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Δωδεκανήσου, με την οποίαν οι δύο συνάδελφοί του απαλλάχθηκαν από όλες τις κατηγορίες, ενώ ο ίδιος αθωώθηκε για την κατηγορία της εκβίασης, κηρύχθηκε όμως ένοχος για την κατηγορία της παθητικής δωροδοκίας.
Για την πράξη αυτή του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης ενός έτους με αναστολή.
Στη συνέχεια και αφού άσκησε αναίρεση κατά της παραπάνω απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Δωδεκανήσου, εκδόθηκε απόφαση του ΣΤ΄ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία την αναίρεσε.
Ακολούθως, με απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Δωδεκανήσου, η σκευωρία που εξυφάνθη εναντίον του, όπως τονίζει, με τις «διάτρητες και πεποιημένες κατηγορίες» που του αποδόθηκαν, κατέπεσε πανηγυρικά, αφού κηρύχθηκε ομοφώνως και μετά από σύμφωνη πρόταση του Αντιεισαγγελέα Εφετών αθώος και της κατηγορίας της παθητικής δωροδοκίας.
Στο μεταξύ όμως με την από 19 Ιουλίου 2005 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών μετατέθηκε από την Περιφερειακή Διεύθυνση του Σ.Δ.Ο.Ε. Νοτίου Αιγαίου στη Δ.Ο.Υ. Ρόδου ως υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Εφοριακών και με βαθμό πλέον Β΄.
Στη συνέχεια όταν η παραπάνω αθωωτική απόφαση κατέστη αμετάκλητη με απόφαση του υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών την 27η Ιανουαρίου 2006 βεβαιώθηκε η αυτοδίκαιη επαναφορά του στην υπηρεσία.
Στη νέα δίκη, απαιτεί την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη, συμπεριλαμβανομένων των μισθών και επιδομάτων που δεν του καταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αργίας του, καθώς και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη. Συγκεκριμένα, διεκδικεί το ποσό των 113.673,73 ευρώ ως αποζημίωση για τους χαμένους μισθούς, τα επιδόματα και τα Δικαιώματα Βεβαίωσης και Είσπραξης Εσόδων υπέρ Τρίτων (ΔΙΒΕΕΤ), καθώς και επιπλέον 50.000 ευρώ ως αποζημίωση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τη μακρόχρονη δικαστική του περιπέτεια και τον κοινωνικό διασυρμό.
Υποστηρίζει ότι υπέστη σοβαρό επαγγελματικό και κοινωνικό πλήγμα λόγω της άδικης αντιμετώπισης από τη διοίκηση, ενώ η δικαστική του δικαίωση καθιστά επιτακτική την αποζημίωσή του. Παρά την αθώωσή του, η διαδικασία αποκατάστασής του υπήρξε ιδιαίτερα χρονοβόρα, καθώς η διοίκηση καθυστέρησε να συμμορφωθεί με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, γεγονός που επιβάρυνε περαιτέρω την οικονομική και ψυχολογική του κατάσταση.
Την υπόθεση χειρίζεται ο δικηγόρος κ. Δημήτρης Σαλαμαστράκης.