Στην υποβολή νέας αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου με την οποία διεκδικείται αποζημίωση από αδικοπραξία αλλά και για ηθική βλάβη από 12 εντεταλμένους της υπό εκκαθάριση Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου, προχώρησε χθες ένας Ροδίτης, εκ των ιδρυτικών στελεχών της.
Με την αγωγή του, παραιτείται προηγούμενης και αξιώνει αποζημίωση ύψους 194.989,70 ευρώ και να διαταχθεί η προσωπική κράτηση των αντιδίκων του διάρκειας 12 μηνών, ως μέσον εκτέλεσης της απόφασης, που θα εκδοθεί.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου, προσδιόρισε τη συζήτηση για τον Ιανουάριο του 2017.
Στην νέα αγωγή που υπέβαλε ο ενάγων διαλαμβάνει αυτούσια αποσπάσματα της διατάξεως της Αντεισαγγελέως Εφετών Δωδεκανήσου δυνάμει της οποίας ασκήθηκαν διώξεις σε βάρος μελών της διοίκησης της τράπεζας για κακουργηματική απιστία.
Συνοπτικώς ο ενάγων διατείνεται στην αγωγή του ότι από το έτος 1996, κατέχει σημαντικό αριθμό συνεταιριστικών μερίδων.
Τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2008, με την ευκαιρία της τότε αύξησης του μετοχικού της κεφαλαίου, απέκτησε, 856 συνεταιριστικές μερίδες (ήδη μετά τη διαίρεσή τους – split – 3424).
Είχε λάβει δάνειο ύψους 111.000 ευρώ, προκειμένου να καλυφθούν οι επιχειρηματικές δραστηριότητες της εταιρείας του, ενώ ως εγγυητές είχαν συμβληθεί ο ίδιος και η σύζυγός του.
Περί το τέλος του 2010 η εταιρεία ανέστειλε τις επαγγελματικές της δραστηριότητες, ωστόσο όμως εξυπηρετούσε το αναληφθέν δάνειο, συνέχισε δε να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της μέχρι και το πρώτο τρίμηνο του 2011, με υπόλοιπο οφειλόμενο την 18.05.2012 ποσό 103.363,32 ευρώ.
Κατά την πρόοδο των διαδικασιών εκ μέρους του λογιστηρίου, με σκοπό την πλήρη παύση και το οριστικό κλείσιμο των λογιστικών βιβλίων της εταιρείας και την αναγγελία της παύσης των δραστηριοτήτων της στην αρμόδια ΔΟΥ, ετέθη θέμα πλήρους αποπληρωμής των υποχρεώσεών της προς την υπό εκκαθάριση τελούσα συνεταιριστική τράπεζα.
Ζήτησε τότε, όπως αναφέρει, να κινηθούν οι διαδικασίες ρευστοποίησης των μερίδων του, μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του μηνός Ιανουαρίου 2012, με αποκλειστικό σκοπό να εξοφληθεί πλήρως, συμψηφιστικά με την τρέχουσα αξία των μερίδων του, το δάνειο της εταιρείας του.
Είχε λάβει, όπως υποστηρίζει, ενημέρωση τότε ότι η Τράπεζα της Ελλάδος δεν χορηγεί άδεια, για να προβεί η συνεταιριστική τράπεζα σε διαδικασίες αποχώρησης μελών και ρευστοποίησης συνεταιριστικών μερίδων για λογαριασμό τους, λόγω της επικρατούσας οικονομικής κατάστασης.
Τον Μάιο του 2012, του επιδόθηκε εξώδικο με τον οποίο εκαλείτο να τακτοποιήσει το δάνειο με τους τόκους υπερημερίας με την προειδοποίηση λήψεως και δικαστικών μέτρων για την είσπραξη της απαίτησης.
Οπως υποστηρίζει του απάντησαν ότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 8 του καταστατικού της, που αφορά στο χρόνο παραμονής του σαν μέλος αυτής, γεγονός που διαψεύδει.
Όπως ισχυρίζεται, η Τράπεζα της Ελλάδος δεν απαγόρευε στους εναγόμενους μέλη του διοικητικού συμβουλίου, να προβούν στη διαδικασία λήψης απόφασης αποχώρησής του και εξαργύρωσης των συνεταιριστικών του μερίδων με αποκλειστικό σκοπό την εξόφληση της άνω οφειλής του, συμψηφιστικά.
Ο μεριδιούχος ισχυρίζεται ότι δεν είχε δοθεί η σωστή εικόνα για την οικονομική κατάσταση της τράπεζας στους συνεταίρους, ενώ διατείνεται ότι είχαν ρευστοποιηθεί μερίδες.
Αναφέρεται σε έγκληση κατά των εναγομένων που υπέβαλε η οποία οδήγησε στην άσκηση ποινικής διώξεως για την πράξη της απιστίας από κοινού και κατ’ εξακολούθηση με περιουσιακή ζημιά υπερβαίνουσα το ποσό των 30.000 ευρώ.
Στην αγωγή του διαλαμβάνονται τμήματα της εισαγγελικής διάταξης. Μεταξύ άλλων τονίζεται ότι την περίοδο 31-12-2009 έως 31-12-2012 τα συνολικά απασχολούμενα κεφάλαια μειώθηκαν κατά 16%, και οι καταθέσεις κατά 18%. Παράλληλα, διογκώθηκαν τα καθυστερούμενα δάνεια και η κερδοφορία της Τράπεζας, από το 2009, άρχισε να μειώνεται με τα προβλήματα να γίνονται εντονότερα το 2010 και το 2011 μέχρι το 2012, οπότε κατέγραψε ζημίες.
Αποτέλεσμα δε τούτων ήταν η μείωση των Ιδίων κεφαλαίων και η διαμόρφωση του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας καθώς και του Δείκτη Κύριων Στοιχείων Βασικών Ιδίων Κεφαλαίων (Core Tier I Capital) σε επίπεδο κατώτερο του ελαχίστου επιτρεπομένου από το σχετικό θεσμικό πλαίσιο.
Παρά ταύτα, όπως υποστηρίζεται, 9 εγκαλούμενοι, με την ιδιότητα των μελών του Δ.Σ. της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου, δεν προέβησαν εγκαίρως στις ενέργειες εκείνες, που ήταν αναγκαίες για τη διόρθωση των οικονομικών μεγεθών, την συγκράτηση των κεφαλαίων και την διάσωση της Τράπεζας.
Στη διάταξη αναφέρεται ότι τα εγκαλούμενα μέλη του Δ.Σ. αποφάσισαν την αναστολή απόδοσης της αξίας των συνεταιριστικών μερίδων, μόλις την 09-11-2011 και τούτο μετά από υπόδειξη της ΤτΕ, καίτοι το άρθρο 64 του Καταστατικού της Τράπεζας, όπως είχε τροποποιηθεί από 01-12-2010, προέβλεπε ρητώς ότι:
«Η απόδοση της αξίας των υποχρεωτικών ή προαιρετικών μερίδων του συνεταίρου θα τελεί υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγονται οι υποχρεώσεις του συνεταιρισμού, που συναρτώνται με το ύψος των ιδίων του κεφαλαίων…».
Έτσι χωρίς να υφίσταται η ανωτέρω προϋπόθεση, με αποφάσεις τους έκαναν δεκτό μεγάλο αριθμό αιτήσεων εξαργύρωσης μερίδων από 01-01-2011 έως 08-11-2011.
Παρά δε το γεγονός ότι μέχρι τη λήψη της πρώτης υπ’ αριθμ. 361/9-11-2011 απόφασης αναστολής, δεν είχαν υλοποιηθεί όλες οι ρευστοποιήσεις, εντούτοις δεν ανακάλεσαν τις σχετικές αποφάσεις τους ούτε «πάγωσαν» την εκτέλεσή τους, όπως επέβαλε το ως άνω άρθρο του Καταστατικού και οι κανόνες συνετής και επιμελούς διαχείρισης, αλλά αντίθετα προέβησαν στη ρευστοποίηση συνεταιριστικών μερίδων σε διάφορους μεριδιούχους και μετά την 09-11-2011.
Προσέτι δε, προέκυψε, σύμφωνα με την Εισαγγελέα, ότι έτερος σημαντικός παράγοντας, που συνετέλεσε στην υποκεφαλαιοποίηση της Τράπεζας, υπήρξε η πολύ κακή ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου γενικά και η αύξηση των καθυστερούμενων και μη εξυπηρετούμενων δανείων, η οποία βασίμως πιθανονολογείται ότι δεν ήταν απότοκος αποκλειστικά της οικονομικής κρίσης, αλλά και της έλλειψης ορθής πιστοδοτικής πολιτικής.
Η Εισαγγελέας έκρινε εξάλλου ότι οι σχηματισθείσες από τα όργανα της Τράπεζας προβλέψεις για μελλοντικές υποχρεώσεις της (λόγω ενδεχόμενης απώλειας επισφαλών απαιτήσεων ή μελλοντικών φορολογικών υποχρεώσεων), υπολείπονταν των προβλέψεων, που έπρεπε να κάνουν βάσει των λογιστικών κανόνων και της ΠΔ/ΤΕ 2442/1999, γεγονός που επηρέαζε τον υπολογισμό του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας.
Την υπόθεση χειρίζεται ο δικηγόρος κ. Σέργιος Αναστασιάδης.