“Χειρουργικές” επεμβάσεις στις τιμές των τουριστικών πακέτων και στις διαπραγματεύσεις με τους tour operators για τις κρατήσεις προμηνύουν φέτος όσοι δραστηριοποιούνται στην τουριστική αγορά, προκειμένου, όπως εξηγούν, να διατηρηθεί υψηλά η ζήτηση για τους ελληνικούς προορισμούς και να συνεχιστεί η θετική πορεία του κλάδου.
Βασική αιτία για τις αναμενόμενες εκπτώσεις, σημειώνουν, εκτός από τον έντονο ανταγωνισμό με χώρες της Μεσογείου που ανακάμπτουν ραγδαία, όπως η Τουρκία και η Αίγυπτος, αλλά και παραδοσιακούς παίκτες όπως η Ισπανία και η Κροατία, είναι η υψηλή φορολόγηση του τουριστικού πακέτου. Προς αυτή την κατεύθυνση, άλλωστε, δηλαδή της αποκλιμάκωσης της φορολογίας, θα στραφούν τους επόμενους μήνες οι φορείς του χώρου, με στόχο τη μείωση των επιβαρύνσεων σε εστίαση, διαμονή και μεταφορές και τον περιορισμό της ισχύος του τέλους διανυκτέρευσης μόνο κατά τη θερινή περίοδο και όχι όλο τον χρόνο. Εξάλλου, ήδη το τουριστικό πακέτο στην Ελλάδα έχει φορολογία κατά οκτώ μονάδες υψηλότερη σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές, προσθέτουν.
Φορείς του τουριστικού χώρου χαρακτηρίζουν τη φετινή χρονιά “σταθεροποιητική” σε αφίξεις ξένων επισκεπτών. Τα έσοδα, εντούτοις, αποτελούν το μεγάλο ερώτημα, καθώς οι μειώσεις στα πακέτα, σε συνδυασμό με τους φόρους και τις ελλείψεις σε βασικές υποδομές (οδικό δίκτυο, λιμάνια, συνοριακοί σταθμοί, κλίνες), δεν βοηθούν στην προσέλκυση ποιοτικού τουρισμού.
Τα πρώτα σημάδια κάμψης της ζήτησης είναι, πάντως, ορατά. Σύμφωνα με την τελευταία μελέτη του Ινστιτούτου του ΣΕΤΕ για τις προοπτικές του εισερχόμενου τουρισμού στην Ελλάδα φέτος, ο προγραμματισμός θέσεων στις εισερχόμενες πτήσεις στα περιφερειακά αεροδρόμια για τη θερινή σεζόν είναι μειωμένος κατά 7% , που σημαίνει 1,3 εκατ. θέσεις λιγότερες σε σύγκριση με τον Ιανουάριο του 2018, οπότε η ζήτηση σε αεροπορικές θέσεις κατέγραφε άνοδο 21%. Οι επιχειρηματίες περιμένουν τις μετρήσεις του Μαρτίου για να προχωρήσουν σε πιο ασφαλείς εκτιμήσεις για την πορεία των κρατήσεων.
Τι βλέπουν TUI – Thomas Cook
Επενδυτική συνέχεια στον ελληνικό τουρισμό βλέπουν, από την πλευρά τους, οι δύο κορυφαίοι tour operators στην Ευρώπη, που διακινούν και τον μεγαλύτερο αριθμό επισκεπτών. Αμφότεροι στέλνουν θετικά μηνύματα για την εξέλιξη της φετινής σεζόν, στις επαφές τους, εντούτοις, με επιχειρηματίες του χώρου επαναλαμβάνουν τον υψηλό ανταγωνισμό στη Μεσόγειο, που οδηγεί σε συμπίεση των τιμών, αλλά και το αποτρεπτικό για περαιτέρω επενδύσεις φορολογικό περιβάλλον.
Περίπου 3 εκατομμύρια τουρίστες είναι ο προγραμματισμός της TUI φέτος για την Ελλάδα, με τον γερμανικό όμιλο να παραμένει σταθερά από τους μεγαλύτερους τροφοδότες επισκεπτών από το εξωτερικό. Σημειώνεται πως η TUI προσθέτει φέτος συνολικά 15 νέα ξενοδοχεία σε βασικούς προορισμούς όπως η Ισπανία, η Ελλάδα (Σαντορίνη, Κρήτη και Ζάκυνθος) και η Τουρκία, αλλά υπάρχουν και μονάδες σε μικρότερους προορισμούς, όπως η Ιταλία, η Αίγυπτος, η Τυνησία και η Κροατία.
Στους τρεις πιο δημοφιλείς προορισμούς για φέτος βρίσκεται η Ελλάδα για τον δεύτερο μεγαλύτερο tour operator, Thomas Cook, μετά την Ισπανία και την Τουρκία. Η διοίκηση του ομίλου εμφανίζεται θετική στο να συνεχίσει τις επενδύσεις σε ξενοδοχεία στη χώρα μας, κυρίως στα νέα brand Casa Cook και Cook’s Club.
Η εξάρτηση της ελληνικής αγοράς
Η εποχικότητα του ελληνικού τουρισμού, δεδομένου πως ο μεγαλύτερος όγκος των αφίξεων παρατηρείται τη θερινή περίοδο, στερεί έσοδα και τους μήνες μη αιχμής. Το τρίτο τρίμηνο απορροφά τον κύριο όγκο της τουριστικής κίνησης (59% το 2018), ενώ ο αριθμός των επισκέψεων κατανέμεται κατά ένα μεγάλο μέρος σε πέντε προορισμούς (το 83,9% του συνόλου το 2017 κατευθύνθηκε στις περιφέρειες της Αττικής, του Ν. Αιγαίου, της Κρήτης, της Κεντρικής Μακεδονίας και των Ιονίων Νήσων).
Έχει επίσης σημασία πως το 40% του συνόλου των επισκεπτών προέρχεται από πέντε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιταλία αποτελούν τις τρεις μεγαλύτερες αγορές για τον ελληνικό τουρισμό, καθώς καταλαμβάνουν σε όρους αφίξεων τις τρεις πρώτες θέσεις, ενώ ακολουθούν η Γαλλία και η Ρουμανία.
Τα παραπάνω καθιστούν, όπως αναφέρουν φορείς του κλάδου, τον ελληνικό τουρισμό πιο ευάλωτο σε σύγκριση με άλλους ανταγωνιστές, όπως η Ισπανία και η Τουρκία, που έχουν το πλεονέκτημα των τουριστικών υποδομών.
Αναμονή μετά την έκρηξη του 2018
Τόσο σε αφίξεις όσο και σε έσοδα η χρονιά που πέρασε ήταν θεαματική, αν και το ζητούμενο, δηλαδή η άνοδος της μέσης δαπάνης ανά ταξίδι, ήταν ένα στοίχημα που τελικά δεν επετεύχθη. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, τα έσοδα από τον τουρισμό το 2018 ξεπέρασαν τα 16 δισ. ευρώ, πάνω από τις αρχικές εκτιμήσεις των φορέων του κλάδου κατά την έναρξη της σεζόν. Ειδικότερα, οι εισπράξεις ανήλθαν σε 16,1 δισ. ευρώ, έναντι 14,4 δισ. το 2017 και 12,5 δισ. το 2016. Η άνοδος στα έσοδα σε σχέση με το 2017 αγγίζει το 10,1% (1,483 δισ. ευρώ επιπλέον εισπράξεις), ενώ η δαπάνη ανά ταξίδι παρουσίασε οριακή μείωση κατά 0,2%. Στο σκέλος των αφίξεων, το 2018 η εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση αυξήθηκε κατά 10,8% και διαμορφώθηκε στους 30,1 εκατ. ταξιδιώτες, έναντι 27,2 εκατ. ταξιδιωτών το 2017.
Συμπληρωματικά, όπως έδειξαν στοιχεία που επεξεργάστηκε το Ινστιτούτο του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, τη χρονιά που πέρασε καταγράφηκαν 20,7 εκατ. διεθνείς αεροπορικές αφίξεις, 2,4 εκατ. περισσότερες σε σχέση με το 2017. Από την αύξηση αυτή, το 39% κατευθύνθηκε στην Αθήνα και το 61% στα περιφερειακά αεροδρόμια. Στον αντίποδα, οι διεθνείς οδικές αφίξεις κατέγραψαν μείωση 1,9%.
πηγή capital.gr
Της Βασιλικής Κουρλιμπίνη