Επί είκοσι χρόνια, η Αγγελική Νικολούλη παίρνει τη δική της θέση στο καθιστικό των Ελλήνων τηλεθεατών, κάθε Παρασκευή. Είκοσι χρόνια Φως στο Τούνελ και εξακολουθεί να είναι το ίδιο παθιασμένη, όπως στην πρώτη της εκπομπή. Μιλώντας στο περιοδικό PEOPLE και τον Γιώργο Πράτανο, η δημοσιογράφος αποκαλύπτει για την υπόθεση του Βαγγέλη Γιακουμάκη…
Πώς βίωσες όλη αυτή την έρευνα γύρω από την υπόθεση Γιακουμάκη; Φαντάζομαι πως είχε πολλή δουλειά, ένταση, αγωνία…
Αυτοί οι δύο μήνες είχαν όλα όσα λες. Είχαν όμως και πίκρα μεγάλη γιατί έβλεπα πως ένας νέος που είχε τη ζωή μπροστά του έχασε την «ισορροπία» του και έπεσε νεκρός. Αν το αναλύσεις, θα καταλάβεις πολλά. Από τη μία το bullying και οι άγριοι συμφοιτητές-συμπατριώτες, από την άλλη η ευαίσθητη ψυχή του, η απόρριψη που ένιωσε από μια κοπελιά, οι γονείς που δεν ήθελε να απογοητεύσει… Όλα αυτά ήταν ένα φορτίο βαρύ στους αδύναμους ώμους του. Δεν αντιλήφθηκε κανείς τον πόνο και την θλίψη που κουβαλούσε και δεν τον πρόλαβε… Επηρεάστηκα βαθιά από την όλη ιστορία. Αναρωτιόμουν γιατί, πείσμωσα, στενοχωρήθηκα, αντέδρασα έντονα, γιατί είμαι της πρόληψης. Κανείς δεν κατάλαβε κάτι; Γονείς, φίλοι, εκπαιδευτικοί, μια κοινωνία ολόκληρη;
Απ’ ό,τι αποδείχθηκε στην πορεία, είχες καταλάβει από νωρίς τι είχε συμβεί…
Όταν πήγα στα Γιάννενα ήθελα να δω τους μάρτυρες, γιατί έλεγαν πως επιβιβάστηκε σε ένα λεωφορείο και απομακρύνθηκε από την πόλη. «Δεν κάνουν λάθος οι μάρτυρες είναι σοβαροί» μου έλεγαν οι αστυνομικοί. Κι όμως ξέρουμε πολύ καλά όλοι στο αστυνομικό ρεπορτάζ, πως οι μάρτυρες θέλουν να βοηθήσουν, έχουν μια εικόνα αλλά μπορεί να έχουν μπερδέψει ημερομηνίες και ώρες. Εκτός και εάν ένας μάρτυρας συνδέει αυτό που είδε με ένα γεγονός αδιαμφισβήτητο, που μπορούμε να το τσεκάρουμε. Στην αρχή όλοι και οι αστυνομικοί μαζί έλεγαν: «Έφυγε από τη σχολή, πήγε σε ένα τυροπιτάδικο και πήρε μία λουκανικόπιτα, ο τυροπιτάς, δεν μπορεί να κάνει λάθος γιατί τον ξέρει, έφυγε και από εκεί, άρα πού τον ψάχνουμε; Στον Πειραιά, στην Αθήνα, σε όλη την Ελλάδα». Όλο αυτό με ξένιζε και πήγα να δω τους μάρτυρες από κοντά. Ζήτησα και έγινε αναπαράσταση στο ίδιο δρομολόγιο με τον οδηγό του λεωφορείου και τους ευχαριστώ πολύ που με βοήθησαν. Τότε συνειδητοποίησα ότι ο νεαρός που επιβιβάστηκε στο λεωφορείο δεν ήταν ο αγνοούμενος αλλά ο συγκάτοικός του. Όταν πήγα στον τυροπιτά, είδα ότι η μαρτυρία του δεν έστεκε. Γιατί δεν μπορεί να είχε φάει ο Βαγγέλης κανονικό γεύμα στην τραπεζαρία, κεφτεδάκια στη συνέχεια, που του έδωσε ο συγκάτοικός του, και μετά από ένα τέταρτο περίπου να λέει στον τυροπιτά «τι καλό θα φάμε σήμερα;» και μάλιστα χαλαρός, ενώ μέχρι και πριν λίγο ήταν σε ένταση. Στη συνέχεια μίλησα με τους Κρητικούς συμπατριώτες του. Είχαμε καταγγελίες από την πρώτη εκπομπή πως κάποιοι από αυτούς του φέρονταν βίαια. Υπήρχε αποδεδειγμένα bullying εναντίον του. Πέρα από τους συμφοιτητές του, ήθελα να δω το περιβάλλον του, να ελέγξω τις κάμερες ασφαλείας κοντά στη σχολή. Μία από αυτές είχε καταγράψει ένα νεαρό που του έμοιαζε κοντά σε μια στροφή που οδηγούσε στην παραλίμνια περιοχή. Από τη στιγμή που οι επόμενες κάμερες δεν τον έδειξαν να πορεύεται προς τα Γιάννενα, υποθέσαμε ότι έστριψε προς τη λίμνη. Δύο ήταν οι εκδοχές: Ή έγινε κάτι πάνω στο bullying, πράγμα που σημαίνει «ερευνήστε τη σχολή» ή ο Βαγγέλης οδηγήθηκε στην αυτοχειρία, οπότε «ψάξτε την παραλίμνια περιοχή». Ήταν ξεκάθαρο για μένα από τη δεύτερη εκπομπή. Στη συνέχεια κατάλαβαν και οι Αρχές πως όλοι οι μάρτυρες είχαν μπερδευτεί. Άρα, τι κάνουμε; «Ξαναγυρνάμε στο χώρο της σχολής». Μόνο που το συνειδητοποίησαν αργά. Λέγαμε «γιατί δεν ερευνήσατε τότε βαθιά, στο χωράφι που βρέθηκε;» και η απάντηση ήταν: «Γιατί είχε τόσο νερό, που αποκλείεται να μπήκε». Δεν χωράει όμως το «αποκλείεται» σε τέτοιου είδους έρευνες. Ψάχνεις τα πάντα.
Από τη μία υπήρχε ο ορθολογισμός των ερευνών, από την άλλη μια ελπίδα να ζούσε. Την είχατε;
Η ελπίδα δεν πεθαίνει ποτέ. Είμαι υποχρεωμένη να ψάχνω. Για τους γονείς, μήπως έχω κάνει κάτι λάθος, μήπως προκύψουν κάποια νέα στοιχεία. Όταν ο θείος του Βαγγέλη με ρώτησε, off the record, του είχα πει τι είχε συμβεί. Γι’ αυτό και μετά είπε πως «η Αγγελική έπεσε μέσα από την αρχή, αν και δεν θέλαμε να δικαιωθεί».
Το έμαθες με το που βρέθηκε το πτώμα, το πρωί εκείνης της Κυριακής;
Είχα κοιμηθεί μόνο δύο ώρες και ξύπνησα από τα κινητά που χτυπούσαν. Το περίμενα πως θα γινόταν, αλλά επειδή μου το είπαν μέσα στον ύπνο μου, σοκαρίστηκα πάρα πολύ. Στη συνέχεια μου βγήκε όλο αυτό το συναίσθημα, γιατί έβλεπα ότι αυτά τα «καλόπαιδα» είχαν με τον τρόπο τους οδηγήσει στο δρόμο της αυτοκαταστροφής ένα συμπατριώτη τους. Ένα ευαίσθητο παιδί που θα έπρεπε να το είχαν προστατέψει. Ήταν οι ισχυροί, έπρεπε σώνει και καλά να τον κάνουν κι εκείνον «νταή»; Αναρωτιόμουν «γιατί να μην το προλάβουμε;». Κι υπήρχε μεγάλη φόρτιση. Μου έλεγαν «βγες σε εκείνο το κανάλι, σε εκείνη την εκπομπή να μιλήσεις για το θέμα». Ήταν πολλοί οι συνάδελφοι – και τους ευχαριστώ για το ενδιαφέρον τους. Όμως δεν μπορούσα να το κάνω αυτό. Ακόμη και στις ειδήσεις του καναλιού μας, βγήκα τηλεφωνικά γιατί δεν άντεχα να βγω βαμμένη και ντυμένη στην τρίχα. Ναι, είμαι επαγγελματίας, αλλά είμαι και μητέρα και επηρεάστηκα πολύ από αυτή την υπόθεση.
zappit.gr