Τους κόλπους της Κομισιόν απασχολεί πλέον και επισήμως το ζήτημα της εταιρείας ταξί Uber, καθώς η Επιτροπή αποφάσισε ότι πρέπει να διαμορφωθεί θεσμικό πλαίσιο σε κεντρικό επίπεδο και όχι σε εθνικό. Υστερα από προσφυγή της Uber, μετά τη δικαστική απαγόρευση λειτουργίας της σε Γαλλία και Γερμανία, η Κομισιόν ζητεί τη λήψη κοινοτικών αποφάσεων, ώστε να καμφθεί το φαινόμενο διαφορετικής διαχείρισης από τα κράτη – μέλη.
Με επιστολή της προς τον πρόεδρο της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωκοινοβουλίου, η επίτροπος Μεταφορών Βιολέτα Μπαλκ τονίζει ότι οι ρυθμίσεις που αφορούν σε επαγγελματίες οδηγούς καθορίζονται εθνικά. Συνέπεια είναι, όπως επισημαίνει η ίδια, να υπάρχει διαφοροποίηση στο κόστος και στην παροχή υπηρεσιών από τα ταξί, αλλά κυρίως ασύμβατοι κανόνες που διέπουν τη λειτουργία της Uber εντός της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς. «Ως αποτέλεσμα, το ρυθμιστικό πλαίσιο και η κατάσταση της αγοράς αλλάζουν από το ένα κράτος-μέλος στο άλλο, ακόμα και από τη μία πόλη στην άλλη», αναφέρεται στην επιστολή.
Η Uber, η οποία «πάτησε γκάζι» εντός της Ε.Ε., ξεκίνησε τη λειτουργία της το 2012 και ήδη έχει παρουσία σε 250 πόλεις παγκοσμίως. Η εταιρεία εδρεύει στο Σαν Φρανσίσκο των ΗΠΑ και η αξία της υπολογίζεται στα 40 δισ. δολάρια.
Η Uber παρέχει τη δυνατότητα μετακίνησης μέσα στην πόλη μισθώνοντας μέσω του smartphone είτε ένα συμβατικό ταξί είτε ένα ιδιωτικό όχημα με μη επαγγελματία οδηγό. Η υπηρεσία Uber X για μη επαγγελματίες αυτοκινητιστές είναι αυτή που έχει προκαλέσει τις αντιδράσεις κυρίως των αυτοκινητιστών ταξί παγκοσμίως.
Στην Ελλάδα η εταιρεία αποφάσισε, από τον περασμένο Δεκέμβριο, οπότε και έκανε την εμφάνισή της στη χώρα, να μη λανσάρει την υπηρεσία Uber X, παρά μόνον Uber Taxi που αφορά σε επαγγελματίες οδηγούς ταξί. Πρακτικά ήρθε να προστεθεί στις υφιστάμενες εφαρμογές Taxibeat και Taxiplon, που επιτρέπουν τη μίσθωση ταξί μέσα από έξυπνα κινητά. Οι αντιδράσεις, βέβαια, από πλευράς ΣΑΤΑ (Συνδικάτο Αυτοκινητιστών Ταξί Αθηνών) ήταν ιδιαίτερα έντονες. «Εάν δεν επιληφθεί του θέματος η πολιτεία και δεν σταματήσει τη δραστηριοποίηση της εταιρείας αυτής, θα αναγκαστούμε να το κάνουμε εμείς», δήλωνε τον περασμένο Δεκέμβριο ο πρόεδρος του ΣΑΤΑ, Θύμιος Λυμπερόπουλος. Πληροφορίες, μάλιστα, αναφέρουν ότι υπήρξαν αυτοκινητιστές ταξί που επιθυμούσαν να συνεργαστούν με την Uber, αλλά δέχθηκαν απειλές από το Συνδικάτο των Αυτοκινητιστών.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η διαμάχη έχει περάσει στις δικαστικές αίθουσες, με την εταιρεία να αντιμετωπίζει το κάθε κράτος χωριστά.
Η συχνότερη κατηγορία που δέχεται η Uber είναι ότι ασκεί αθέμιτο ανταγωνισμό σε οδηγούς που έχουν περάσει ειδική εκπαίδευση και έχουν πληρώσει χιλιάδες ευρώ για να αποκτήσουν την άδεια λειτουργίας. Εντονα ήταν τα νομικά προβλήματα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η εταιρεία σε Γαλλία και Γερμανία, όπου έχασε τη μάχη.
Η πρώτη μεγάλη δικαστική ήττα στη Γαλλία ήρθε τον περασμένο Σεπτέμβριο, όταν το δικαστήριο απαγόρευσε στην Uber και σε άλλες εταιρείες που προσφέρουν αυτοκίνητα προς ενοικίαση να χρησιμοποιούν τεχνολογία GPS ώστε να δείχνουν στον χάρτη πού βρίσκεται ο πελάτης και πού ο οδηγός.
Σύμφωνα με το δικαστήριο, το στίγμα GPS επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί μόνο από ταξί που έχουν άδεια. Είναι προφανές ότι χωρίς τη χρήση GPS η εφαρμογή της Uber καθίσταται άχρηστη. Η Uber από την πλευρά της χρησιμοποιεί το επιχείρημα ότι οι παραδοσιακές εταιρείες ταξί λειτουργούν σαν καρτέλ.
Τον περασμένο Σεπτέμβριο και Οκτώβριο, δικαστήρια στο Βερολίνο απαγόρευσαν τη λειτουργία δύο υπηρεσιών της. Σύμφωνα με τη γερμανική νομοθεσία, δύο άτομα μπορούν να επιβαίνουν σε ένα αυτοκίνητο (στην περίπτωσή μας ο οδηγός της Uber και ο πελάτης) αλλά όχι με σκοπό το κέρδος. Η Uber αναγκάστηκε να μειώσει τόσο πολύ την αξία της διαδρομής ώστε οι οδηγοί της δεν είχαν το κίνητρο να τις εκτελούν.
Δικαστικές περιπέτειες έχει η εταιρεία σε Βέλγιο, Ολλανδία και Ισπανία. Ενώ ακόμη και στις ΗΠΑ η εταιρεία μηνύθηκε από Ινδή, η οποία βιάστηκε από οδηγό ταξί που συνεργαζόταν με την Uber.
Καθημερινή