Από τις αρχές του 2018, τα σύνορα Τουρκίας – Βουλγαρίας επιχείρησαν να περάσουν, σύμφωνα με στοιχεία της βουλγαρικής υπηρεσίας για τους πρόσφυγες, 356 πρόσφυγες και μετανάστες, που συνελήφθησαν.
Το ίδιο διάστημα, όπως ανέφερε ο αρμόδιος υπουργός κ. Δημήτρης Βίτσας, τα ελληνοτουρκικά σύνορα στον Εβρο πέρασαν 2.700 πρόσφυγες και Τούρκοι πολίτες. Ο κ. Βίτσας, μάλιστα, πρόσθεσε πως μόνο χθες μπήκαν στο ελληνικό έδαφος από το ποτάμι 340 άνθρωποι…
Η διαφορά είναι τεράστια και δεν μπορεί να αποδοθεί στην ασπίδα προστασίας απέναντι στις ροές που έχουν υψώσει στα σύνορά τους με την Τουρκία, Ελλάδα και Βουλγαρία. Ο λόγος για τον οποίο οι προσφυγικές ομάδες κατευθύνονται από την Κωνσταντινούπολη προς τον Εβρο και όχι προς τη βουλγαροτουρκική μεθόριο, η οποία παρά το ότι «προστατεύεται» από έναν αμφιλεγόμενης αποτελεσματικότητας και σε πολλά σημεία ξεχαρβαλωμένο φράχτη, δεν έχει να κάνει τόσο με τους σχεδιασμούς των κυκλωμάτων, ή την απελπισία των ίδιων των προσφύγων, όσο με τις διακρατικές σχέσεις.
Σε αντίθεση με την Ελλάδα, η Σόφια διατηρεί άριστες σχέσεις με την Τουρκία, παρά κάποια λεκτικά «τζαρτζαρίσματα», όπως αυτό πρόσφατα, με αφορμή τη δήλωση του Ερντογάν ότι τα «σύνορα της καρδιάς» του περικλείουν και κάποιες περιοχές της νότιας Βουλγαρίας.
Ο Μπορίσοφ, μάλιστα, διαβλέποντας τον κίνδυνο να τον πλημμυρίσει ο Ερντογάν με μερικές δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες, δεν δίστασε, για να τον καλοπιάσει, να του στείλει «πεσκέσι» έναν Τούρκο επιχειρηματία που είχε συλληφθεί το 2016 στη Σόφια ως «τρομοκράτης» γκιουλενιστής, αγνοώντας την απόφαση του δικαστηρίου που είχε αποφανθεί ότι δεν έπρεπε να εκδοθεί!
Και ο Ερντογάν δεν φάνηκε αχάριστος. Αύξησε τα μέτρα ασφαλείας, με αυστηρότατους ελέγχους που διενεργούν δυνάμεις της συνοριοφυλακής του σε βάθος τριάντα χιλιομέτρων στο τουρκικό έδαφος από τη συνοριογραμμή, έτσι ώστε να μην μπορούν οι ροές να προσεγγίσουν τη βουλγαρική μεθόριο και να επιχειρήσουν να περάσουν σε ευρωπαϊκό έδαφος.
Το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή, απ’ ό,τι συμβαίνει στη μεθόριο με την Ελλάδα, όπου οι πρόσφυγες καταφθάνουν σχεδόν ανενόχλητοι και μαζικά στο ποτάμι όπου επιχειρούν να το διαβούν συνήθως υπό τα αδιάφορα βλέμματα των Τούρκων φρουρών.
Πλέον, όσοι βιώνουν την όλη κινητικότητα στον Εβρο, συνειδητοποιούν ότι η αποτρεπτική άμυνα αποδεικνύεται «χάρτινο τείχος», χωρίς την πολιτικοδιπλωματική διευθέτηση του ζητήματος. Οπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα, ειδικά μετά τη σύλληψη των δύο Ελλήνων στρατιωτικών και τις δίχως ρίσκο μετακινήσεις των περιπόλων, η ελληνική συνοριοφυλακή στο ποτάμι, το μόνο που (μπορεί να) κάνει είναι να «υποδέχεται» όσους περνούν στην ελληνική όχθη του, να τους διευκολύνει να λάβουν το χαρτί προσωρινής παραμονής για να φύγουν προς τη Θεσσαλονίκη. «Τώρα, οι επαναπροωθήσεις που γίνονταν –και η αλήθεια είναι ότι γίνονταν τις νύχτες– έχουν σταματήσει. Οσους πιάνουμε δεν τους στέλνουμε πίσω με τις ίδιες βάρκες, αλλά τους μεταφέρουμε στα αστυνομικά τμήματα, που δεν χωρούν άλλους πλέον», είπε στην «Κ», αξιωματικός της συνοριοφυλακής.
Ανησυχία κατοίκων
Οι τοπικές κοινωνίες αρχίζουν να ανησυχούν. «Ξυπνάμε το πρωί να πάμε στα χωράφια μας και βλέπουμε στην αυλή μας πρόσφυγες», λέει ένας κάτοικος του Πυθίου, χωριού που απέχει μόλις 800 μέτρα από το ποτάμι. Το μεγάλο τους άγχος είναι ότι μπορεί, λόγω της αναμενόμενης αύξησης των ροών το καλοκαίρι, να επιλεγεί η συγκράτησή τους στον νομό Εβρου και να φτιαχτεί εκεί προς τον σκοπό αυτό μια «νέα Ειδομένη». Παρότι έχει διαψευσθεί μια τέτοια λύση, οι άνθρωποι κάθονται σε «αναμμένα κάρβουνα», από τη στιγμή μάλιστα που κυκλοφορούν πληροφορίες περί εγκατάστασης έξω από την Ορεστιάδα, σε μικρή απόσταση από το χωριό Φυλάκιο, κοντέινερ, τα οποία πιθανολογούν ότι μπορεί να χρησιμοποιηθούν για τη στέγαση προσφύγων.
Στη συντριπτική τους πλειονότητα έως τώρα, οι εισερχόμενοι στο ελληνικό έδαφος, Κούρδοι της Συρίας και Τούρκοι αντικαθεστωτικοί(;) σπεύδουν να παραδοθούν στην αστυνομία, να λάβουν το χαρτί που θα τους επιτρέπει να μετακινούνται ελεύθερα σε όλη τη χώρα, πλην των εξόδων της, όπως η Πάτρα, η Ηγουμενίτσα, κ.λπ. Παρατηρείται το φαινόμενο, με το που θα αποβιβαστούν σε κάποιο σημείο της ελληνικής όχθης, εκεί να τους περιμένουν ομοεθνείς τους συνοδεία μελών ανθρωπιστικών οργανώσεων και… δικηγόρων, οι οποίοι τους μεταφέρουν στα αστυνομικά τμήματα και από εκεί στα ενδότερα. «Προφανώς ειδοποιούν με τα κινητά και δεν φοβούνται, σε αντίθεση με τη Βουλγαρία που ακόμα και αν φτάσουν και περάσουν, έχουν τον φόβο της σύλληψης, κακοποίησης και ληστείας τους από τις λεγόμενες παραστρατιωτικές ομάδες “κυνηγών κεφαλών”, που δρουν πίσω από τον εκεί φράχτη», πρόσθεσε ο ίδιος συνοριοφύλακας.
Έντυπη