Στους πραγματικούς κινδύνους, που παραμονεύουν για τον ελληνικό τουρισμό, από την ενδεχόμενη υπερφορολόγηση και την αύξηση του ΦΠΑ, αναφέρεται ο πρόεδρος της Ε.Ξ.Ρ. και αντ/δρος της Π.Ο.Ξ. κ. Αντώνης Καμπουράκης, σε συνέντευξή του προς την «δημοκρατική».
Ο κ. Καμπουράκης σπεύδει να υπενθυμίσει ότι «όλες οι σχετικές μελέτες και τα στοιχεία αποδεικνύουν, πως μια αύξηση στον ΦΠΑ στα νησιά μας θα φέρει ύφεση, λιγότερες θέσεις εργασίας και λιγότερα εισοδήματα».
Πιο πέρα, αφοπλιστικά τονίζει ότι «δεν έχουμε την πολυτέλεια της παραμικρής πρόσθετης επιβάρυνσης, κι αν βάλουμε πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη θα είναι μόνο για να τη σκίσουμε, και τίποτα περισσότερο από αυτό».
Τέλος, προειδοποιεί ότι αν δεν μπει λίγο φρένο, «πολύ φοβούμαι πως θα δούμε κλεισίματα ή αφελληνισμό των ξενοδοχειακών υποδομών της χώρας, κι αυτό δεν θα είναι ευχάριστο για κανέναν και κυρίως για τις τοπικές κοινωνίες».
«Η υπερφορολόγηση
του τουρισμού
και η αύξηση του ΦΠΑ
θα έχουν
οδυνηρές
συνέπειες»
Αναλυτικά η συνέντευξη του κ. Αντ. Καμπουράκη:
• Κύριε Καμπουράκη, θα θέλαμε να ξεκινήσουμε με ένα θέμα που μας αφορά όλους. Τα σενάρια για την αύξηση του ΦΠΑ στα νησιά μας και στον τουρισμό που είναι δυστυχώς στην ημερήσια διάταξη. Πως τοποθετείστε απέναντι σε αυτά;
Κοιτάξτε… δεν θα επιμείνω στα αυτονόητα, πως δηλαδή οι ενδεχόμενες αυτές αυξήσεις θα οδηγήσουν σε λουκέτα. Αυτό είναι αυταπόδεικτο και δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να το προβλέψει. Όλες οι σχετικές μελέτες και τα στοιχεία αποδεικνύουν πως μια αύξηση στον ΦΠΑ στα νησιά μας θα φέρει ύφεση, λιγότερες θέσεις εργασίας και λιγότερα εισοδήματα.
Θέλω όμως να επισημάνω και κάτι άλλο, που αφορά στην αφέλεια της σχετικής επιχειρηματολογίας. Προωθούνται τα σενάρια αυτά με μια λογική του τύπου «να πληρώσει ο τουρισμός πολυτελείας, να πληρώσουν η Μύκονος και η Σαντορίνη». Μα έτσι θα πληρώσει και η Ρόδος, και τα ξενοδοχεία της Ρόδου, που έχουν χαμηλότερες τιμές, αλλά τους ίδιους ή και υψηλότερους μισθούς σε σχέση με τη Μύκονο και τη Σαντορίνη. Και σαφώς, τιμωρώντας τον επιχειρηματία, τιμωρείς πολλαπλά και τον εργαζόμενο. Εκτός αν ο εργαζόμενος στην Σαντορίνη, πιστεύεται ότι έχει περισσότερα εισοδήματα από τον εργαζόμενο στα Γιάννενα…. Όχι βέβαια! Μικρότερο μισθό λαμβάνει, και επιπλέον υποχρεώσεις αναλαμβάνει. Συνεπώς, η επιβάρυνση από τέτοιου τύπου μέτρα για όλους εμάς, θα είναι ακόμα μεγαλύτερη. Το λέω με πλήρη ειλικρίνεια. Δεν έχουμε την πολυτέλεια της παραμικρής πρόσθετης επιβάρυνσης, κι αν βάλουμε πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη θα είναι μόνο για να τη σκίσουμε, και τίποτα περισσότερο από αυτό.
• Θα μπορούσε κάποιος να πει πως πρέπει κάποια στιγμή να κλείσει η διαπραγμάτευση και να υπάρξει μια συμφωνία. Αν όλοι αντιδρούν, πως θα κλείσει η συμφωνία που έχει ανάγκη η χώρα;
Συμφωνία; Χθες έπρεπε να έχει κλειστεί. Ακούστε… Οι ξενοδόχοι έχουμε αποδείξει έμπρακτα πως κάνουμε το πατριωτικό μας καθήκον, βάζουμε πλάτη και κρατάμε όρθια την εθνική οικονομία στην πιο δύσκολη στιγμή της. Το πετύχαμε αυτό με την τιμολογιακή μας πολιτική, με τη συλλογική σύμβαση που υπογράψαμε με τους εργαζομένους μας. Το πράξαμε το καθήκον μας και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε. Αλλά μέχρι εκεί που μπορούμε. Από ένα σημείο και πέρα, απλά δεν θα μπορούμε και θα ισχύει το γνωστό «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος». Ειλικρινά δεν ξέρω σε ποια μυαλά ευρωπαίων φωστήρων συλλαμβάνονται αυτά τα μέτρα και τι πραγματικά επιδιώκουν με αυτά.
• Υπονοείτε πως μπορεί να υπάρχουν και ανταγωνιστικές σκοπιμότητες σε σχέση με τον ελληνικό τουρισμό;
Γιατί θα το βρίσκατε παράλογο; Υπάρχουν ισχυρότατοι ανταγωνισμοί για «τα καλά και συμφέροντα» του καθενός. Πάνω λοιπόν σε μια γενική αίσθηση πως μόνο ο τουρισμός έχει μείνει όρθιος στην Ελλάδα, μπαίνουν στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης τέτοιου τύπου μέτρα. Όμως το ό,τι ο τουρισμός πάει καλά, δεν είναι αξίωμα. Μπορεί να πάει και πολύ άσχημα, ξέρετε.
• Πάντως αυτή η αίσθηση είναι γενικώς εμπεδωμένη, εντός κι εκτός συνόρων, πως δηλαδή ο τουρισμός «πετάει»….
Το να πηγαίνουν καλά οι αφίξεις, δεν συνεπάγεται αυτόματα πως ο τουρισμός έχει λύσει όλα τα προβλήματά του. Τα σοβαρά μεγάλα προβλήματα για το ελληνικό ξενοδοχείο είναι πολλά και παραμένουν άλυτα. Υπερφορολόγηση, χαράτσια και κλειστή η στρόφιγγα της χρηματοδότησης. Φανταστείτε πως υπάρχουν ξενοδοχεία που «δεν βγαίνουν» και δεν μπορούν να πληρώσουν ούτε το ηλεκτρικό ρεύμα. Αυτός ήταν ο λόγος που ως Πανελλήνια Ομοσπονδία Ξενοδόχων διεκδικούμε τη ρύθμιση των οφειλών στη ΔΕΗ σε 18 δόσεις, με 3,5 % ετήσιο επιτόκιο.
Με τα λόγια χτίζονται ανώγια και κατώγια, αλλά στην πραγματική ζωή η ανάγκη που υπάρχει είναι να στηριχθεί το ελληνικό ξενοδοχείο, που χτίστηκε και λειτουργεί με ιδρώτα. Σε αντίθετη περίπτωση, πολύ φοβούμαι πως θα δούμε κλεισίματα ή αφελληνισμό των ξενοδοχειακών υποδομών της χώρας, κι αυτό δεν θα είναι ευχάριστο για κανέναν, και κυρίως για τις τοπικές κοινωνίες.
• Αυτή η τελευταία σας παρατήρηση πιστεύετε πως γίνεται, όσο απαιτούν οι συνθήκες, κατανοητή;
Τι να σας πω; Θέλω να πιστεύω πως όλοι διαθέτουν κοινή λογική. Το μεγάλο πλεονέκτημα του ελληνικού ξενοδοχείου είναι η ελληνική αγκαλιά, ο Έλληνας εργαζόμενος, η συνολική φιλοξενία της κάθε τοπικής κοινωνίας. Κι αυτή τη σχέση εμείς την τιμούμε και προσπαθούμε να διασυνδέουμε όσο μπορούμε περισσότερο, τη δική μας λειτουργία με την καθημερινότητα της τοπικής οικονομίας. Γνωρίζετε άλλωστε πως έχουμε πάρει και μεγάλες πρωτοβουλίες, σε αυτή την κατεύθυνση, όπως το «Ελληνικό Πρωινό» του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου της Ελλάδος, ακριβώς για να συσχετίσουμε άμεσα τον τουρισμό και με άλλους τομείς της οικονομίας -εν προκειμένω με την πρωτογενή παραγωγή- , ώστε να έχουν όσο το δυνατόν περισσότεροι μέρισμα, στην επιτυχία του τουρισμού.
Προφανώς έχουμε περιθώρια να κάνουμε κι άλλα πολλά, προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά ένα είναι το σίγουρο. Μαρασμός και απαξίωση του τουρισμού, μεταφράζεται σε μαρασμό και απαξίωση για την οικονομία και την κοινωνία της Ρόδου μας.
• Και κάτι τελευταίο κύριε Πρόεδρε, για να κλείσουμε τη συζήτησή μας. Τι γίνεται με τον εσωτερικό τουρισμό;
Δυστυχώς, ο εσωτερικός τουρισμός υπήρξε ο «μεγάλος ασθενής» της κρίσης. Ο Έλληνας αναγκάστηκε να αναβάλλει, το ένα καλοκαίρι πίσω από το άλλο, τις διακοπές του. Έτσι όμως, εν τω μεταξύ η ζωή περνάει. Αυτό νομίζετε δεν είναι ένα μεγάλο ψυχολογικό κόστος για τον Έλληνα; Δεν έχει σχέση πιστεύετε, με όλη αυτή την κατήφεια και την εθνική κατάθλιψη;
Η δημιουργικότητα και η παραγωγικότητα προϋποθέτουν την ανάπαυλα, την ξεκούραση, την εκπλήρωση ενός ονείρου. Γι αυτό και πιστεύω ακράδαντα πως ο εσωτερικός τουρισμός πρέπει να στηριχθεί με κίνητρα και πολιτικές, διότι όπως λέει και το Ευαγγέλιο «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος…».
Θέλει και η ψυχή την τροφή της, να τραφεί με εντυπώσεις, με παραστάσεις, με εμπειρίες. Όσο πιο γρήγορα συνειδητοποιηθεί αυτή η αναγκαιότητα από την πολιτεία, τόσο πιο μεγάλη θα είναι η προσφορά της στην ελληνική κοινωνία, κι εμείς οι ξενοδόχοι είμαστε πρόθυμοι να βοηθήσουμε, όπως και όσο μπορούμε, για να επιστρέψει το χαμόγελο στα χείλη των συμπατριωτών μας.