Έφεση κατά της με αριθμ. 1468/2014 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς (ΣΤ΄ τμήμα) με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση που υπέβαλε για την ακύρωση του αποτελέσματος για την ανάδειξη προέδρου και συμβούλων και ειδικότερα του πρακτικού της εφορευτικής επιτροπής για την ανακήρυξη των επιτυχόντων συμβούλων στον Δικηγορικό Σύλλογο Ρόδου άσκησε ο δικηγόρος κ. Φώτης Κωστόπουλος, υποψήφιος πρόεδρος.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, στις αρχαιρεσίες για την ανάδειξη προέδρου και συμβούλων στον Δ.Σ Ρόδου εψήφισαν 377 μέλη, σύμφωνα δε με το πρακτικό της εφορευτικής επιτροπής, εξ αυτών τα έγκυρα ανήλθαν σε 358, τα άκυρα σε 5 και τα λευκά σε 14.
Ο ίδιος έλαβε 169 ψήφους και ο έτερος υποψήφιος κ. Κων/νος Σαρρής και ανακηρυχθείς πρόεδρος 189 ψήφους, ήτοι έλαβε το 47,2% και ο εκλεγείς συνυποψήφιός του το 52,8% των εγκύρων ψήφων.
Πλην όμως με την ανακήρυξη των εκλεγέντων συμβούλων ο ίδιος δεν ανακηρύχθηκε μέλος του διοικητικού συμβουλίου κατόπιν, όπως υποστηρίζει, εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων του νέου Κώδικα περί δικηγόρων και ειδικότερα του άρθρου 117 παρ. 3, το οποίο ερμηνεύθηκε εξ’ αντιδιαστολής ότι ο ηττημένος από τον πρώτο γύρο υποψήφιος πρόεδρος δεν εκλέγεται σύμβουλος ανεξάρτητα μάλιστα από το ποσοστό το οποίο έλαβε στην εκλογική αναμέτρηση.
Ο κ. Κωστόπουλος, αφού εξασφάλισε απόφαση του ΣτΕ με την οποία διαπιστώνεται ότι η απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου που εκδόθηκε δεν είναι ανέκκλητη (το ανέκκλητο φέρεται να αφορά μόνο εκλογές σε ΟΤΑ) διαμαρτύρεται, επισημαίνοντας μάλιστα ότι η εκκαλουμένη απόφαση απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία, μειοψηφούντος ενός μέλους του δικάσαντος εφετείου, της εφέτου κ. Αλεξάνδρας Γεωργιλά, η οποία είχε την γνώμη ότι η ένστασή του έπρεπε να γίνει δεκτή.
Τονίζει μεταξύ άλλων ότι σε περίπτωση επαναληπτικής ψηφοφορίας (δεύτερου γύρου) ο ίδιος νόμος προβλέπει ότι εκλέγονται και οι δύο υποψήφιοι πρόεδροι στο διοικητικό συμβούλιο αν και το ίδιο δεν ισχύει αν οι υποψήφιοι είναι δύο και στον πρώτο γύρο των εκλογών.
Το ίδιο σκεπτικό ανέπτυξε εξάλλου και η Εφέτης που μειοψήφησε.
Στην περίπτωση αυτή, όπως τονίζει, νόμιμο και δίκαιο είναι, ερμηνευτικά, να εφαρμοσθούν αναλογικά άλλες διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων, ενώ εφαρμογή έχουν και οι συνταγματικές διατάξεις περί αναλογικότητας, αντιπροσωπευτικότητας και ισότητας.
Τονίζει ότι η μη ανακήρυξή του, ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου προσκρούει και έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση με τις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας (άρθρο 25), αντιπροσωπευτικότητας (άρθρο 52) και ισότητας (άρθρο 4) αλλά και με τις διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α για την προάσπιση των δικαιωμάτων του άρθρου και των θεμελιωδών ελευθεριών και η οποία με βάση το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος έχει υπερνομοθετική ισχύ.
Συγκεκριμένα και στις δύο περιπτώσεις οι υποψήφιοι πρόεδροι κατέρχονται μεμονωμένα και ξεχωριστά από τους υποψήφιους συμβούλους είτε αυτοί κατέρχονται με ενιαίο ψηφοδέλτιο, είτε με παρατάξεις.
Δηλαδή οι υποψήφιοι πρόεδροι κατέρχονται και ψηφίζονται σε αμφότερες τις περιπτώσεις σε ξεχωριστό ψηφοδέλτιο από αυτό των υποψηφίων συμβούλων και η ψηφοφορία διεξάγεται σε ξεχωριστές κάλπες.
Ως εκ τούτου ως προς την εκλογή των προέδρων δεν πρόκειται για ανόμοιες περιπτώσεις, όπως εσφαλμένα κρίθηκε από το δικαστήριο, αλλά πρόκειται για ακριβώς όμοιες περιπτώσεις και γι’ αυτό συνιστά πρόδηλη άνιση μεταχείριση η πρόβλεψη ότι στην περίπτωση της εκλογής με συνδυασμούς οι υποψήφιοι πρόεδροι που συγκέντρωσαν το 6% των ψήφων εκλέγονται στο Δ.Σ., ενώ παρόμοια ρύθμιση δεν προβλέπεται στο άρθρο 117 του Κ.Δ.
Προβάλλει παραπέρα ότι και ο αποτυχών υποψήφιος πρόεδρος που μετείχε σε εκλογές Δικηγορικού Συλλόγου, όπου υπήρχαν μόνον δύο υποψήφιοι πρόεδροι και η εκλογή έλαβε χώρα από την πρώτη ψηφοφορία, να καταλάβει θέση συμβούλου, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 117 παρ. 3 του ως άνω Κώδικα περί δικηγόρων και μάλιστα ανεξαρτήτως του ποσοστού των έγκυρων ψηφοδελτίων που έλαβε, αφού δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο ούτε για τον αποτυχόντα κατά τις επαναληπτικές εκλογές πρόεδρο.