Τη λογική της περικοπής δαπανών αντί της υπέρμετρης αύξησης φόρων και εισφορών επανέφεραν χθες στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων οι δανειστές με την αντιπρότασή τους, η οποία επί της ουσίας ακυρώνει το σχέδιο της ελληνικής κυβέρνησης που παρουσιάστηκε τη Δευτέρα και επαναφέρει σε μεγάλο βαθμό στο προσκήνιο την αρχική πρόταση Γιουνκέρ για την επίτευξη συμφωνίας.
Η νέα πρόταση των θεσμών έρχεται σε αντιδιαστολή με την ελληνική, κυρίως ως προς τη φορολόγηση των επιχειρήσεων αλλά και τον ΦΠΑ, καθώς και στις δράσεις για την εξεύρεση του 1% του ΑΕΠ υπέρ του ασφαλιστικού συστήματος. Παράλληλα, οι δανειστές απορρίπτουν και ορισμένα από τα ισοδύναμα μέτρα που πρότεινε η κυβέρνηση, ενώ επιμένουν στην περαιτέρω περικοπή αμυντικών δαπανών.
Ειδικότερα:
1. ΦΠΑ: Το νέο σχέδιο των πιστωτών εναρμονίζεται ως προς τον αριθμό των συντελεστών του ΦΠΑ (τρεις: 6%-13%-23%), ωστόσο μετατάσσει μεγάλο μέρος των τροφίμων και την εστίαση στον υψηλό συντελεστή 23%. Με αυτόν τον τρόπο εκτιμάται ότι θα εισπραχθούν επιπλέον ετήσια έσοδα 1,8 δισ. ευρώ, έναντι 1,36 δισ. ευρώ που προέβλεπε η ελληνική πρόταση.
Αίσθηση προκαλεί το γεγονός ότι η αντιπρόταση των δανειστών προβλέπει πως στο 13% θα υπαχθούν τα «μη μεταποιημένα τρόφιμα» και όλα τα άλλα τρόφιμα στο 23%. Ως «μη μεταποιημένα» θεωρούνται –βάσει του κοινοτικού κανονισμού 852/2004– τα τρόφιμα τα οποία δεν έχουν υποστεί μεταποίηση. Με την πρόταση αυτή το γάλα, το ψωμί, το λάδι κ.λπ. θα επιβαρυνθούν με ΦΠΑ 23%, καθώς είναι μεταποιημένα τρόφιμα.
Υπενθυμίζεται ότι η ελληνική πρόταση προέβλεπε ότι τα «βασικά τρόφιμα» θα υπάγονταν στον συντελεστή 13%.
Λαμβάνοντας υπόψη την αντιπρόταση των δανειστών:
• στο 6% θα ενταχθούν φάρμακα, βιβλία και θέατρα
• στο 13%, τα μη μεταποιημένα – επεξεργασμένα τρόφιμα, η ενέργεια, το νερό και η διαμονή σε ξενοδοχεία
• στο 23%, όλα τα άλλα προϊόντα και υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένης και της εστίασης.
Και οι δύο πλευρές συμφωνούν στην κατάργηση του ειδικού καθεστώτος ΦΠΑ στα νησιά.
2. Επιχειρήσεις: Οι δανειστές αντιδρούν στην υπερφορολόγηση των επιχειρήσεων και διέγραψαν από την ελληνική λίστα ως ισοδύναμο μέτρο την έκτακτη εισφορά 12%, την αύξηση των εργοδοτικών εισφορών, ενώ μείωσαν στο 28% (αντί ελληνικής πρότασης για 29%) την αύξηση του συντελεστή φορολόγησης των κερδών τους (σήμερα είναι στο 26%). Αντιθέτως, πρόσθεσαν την αύξηση της προκαταβολής φόρου στο 100%.
Αυτή τη στιγμή, η προκαταβολή φόρου ανέρχεται στο 55% για τις προσωπικές εταιρείες (Ο.Ε., Ε.Ε.), στο 80% για τα νομικά πρόσωπα και στο 100% για τις τράπεζες.
3. Εισφορά αλληλεγγύης: Δεν φαίνεται να υπάρχουν σημαντικές διαφορές, με τους θεσμούς να ζητούν απλώς την αύξησή της. Υπενθυμίζεται ότι η κυβέρνηση πρότεινε την αύξηση των συντελεστών της εισφοράς αλληλεγγύης για εισοδήματα 30.000 ευρώ και άνω ως εξής:
• 12.001- 20.000 ευρώ: 0,7%
• 20.001- 30.000 ευρώ: 1,4%
• 30.001- 50.000 ευρώ: από 1,4% σε 2%
• 50.001- 100.000 ευρώ: από 2,1% σε 4%
• 100.001- 500.000 ευρώ: από 2,8% σε 6%
• 500.001 ευρώ και πάνω: από 2,8% σε 8%
4. Φορολόγηση αγροτών: Στην ελληνική πρόταση γίνεται μία απλή αναφορά για επανασχεδιασμό του τρόπου φορολόγησης των αγροτών, ενώ στην αντιπρόταση των εταίρων περιλαμβάνεται η κατάργηση των ειδικών καθεστώτων και συγκεκριμένα των επιστροφών στο πετρέλαιο, αλλά και η αύξηση των συντελεστών φορολόγησης των κερδών τους. Σήμερα, οι αγρότες φορολογούνται με συντελεστή 13% στο εισόδημά τους. Επίσης, οι δανειστές ζητούν τον επανασχεδιασμό του κώδικα φορολογίας εισοδήματος για αγρότες και ελεύθερους επαγγελματίες.
5. Επίδομα θέρμανσης: Οι δανειστές επιμένουν στην κατάργησή του.
6. ΕΝΦΙΑ: Οι θεσμοί ζητούν οι όποιες αλλαγές στις αντικειμενικές αξίες να μην επηρεάσουν την εισπραξιμότητα του μέτρου που αποδίδει 2,65 δισ. ευρώ.
7. Φόρος Πολυτελείας – τηλεοπτικές διαφημίσεις και άδειες συχνοτήτων: Οι προτάσεις των δύο πλευρών συμπίπτουν.
8. Φόρος στον ηλεκτρονικό τζόγο (e- gaming) και άδειες 4G και 5G: Οι δανειστές απορρίπτουν ως ισοδύναμα μέτρα τις δύο αυτές παρεμβάσεις.
9. Αμυντικές δαπάνες: Ενώ η κυβέρνηση προτείνει την περικοπή τους κατά 200 εκατ. ευρώ το 2016, οι δανειστές ζητούν η μείωση να είναι διπλάσια, δηλαδή 400 εκατ. ευρώ.
Καθημερινή