«Ναι» λέει το Συμβούλιο της Επικρατείας στην προβλεπόμενη επιβολή από το ελληνικό Δημόσιο απαγορευτικών μέτρων (κατάσχεση τραπεζικών λογαριασμών, κινητών περιουσιακών στοιχείων κλπ.) για οφειλές ΦΠΑ.
Το Β’ Τμήμα του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου έκρινε νόμιμη συγκεκριμένη διάταξη της φορολογικής νομοθεσίας, σύμφωνα με την οποία: «Κάθε φορά που η φορολογική αρχή διαπιστώνει φορολογικές παραβάσεις, από τις οποίες προκύπτει ότι δεν έχει αποδοθεί συνολικά στο Δημόσιο ποσό πάνω από 150.000 ευρώ από ΦΠΑ, απαγορεύεται στις αρμόδιες δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες να παραλαμβάνουν δηλώσεις ή να χορηγούν βεβαιώσεις ή πιστοποιητικά που ζητούνται από τον παραβάτη για την κατάρτιση συμβολαιογραφικών πράξεων μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων. Επίσης, αναστέλλεται το απόρρητο των καταθέσεων, των λογαριασμών, των κοινών λογαριασμών, των πάσης φύσεως επενδυτικών λογαριασμών, των συμβάσεων και πράξεων επί παραγωγών χρηματοοικονομικών προϊόντων και του περιεχομένου των θυρίδων του φορολογουμένου σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα και δεσμεύεται το 50% των ποσών αυτών». Στην προκειμένη περίπτωση, το ΣτΕ επικύρωσε – με την 2297/2015 απόφασή του- απαγορευτικά μέτρα που επιβλήθηκαν σε γνωστή εταιρεία πώλησης κοσμημάτων και ωρολογίων της Θεσσαλονίκης, για μη απόδοση ΦΠΑ, κατά τη διετία 1999 – 2001, ύψους 407.579 ευρώ.
Σύμφωνα με τη σχετική δικαστική απόφαση, η κατάσχεση «δεν είναι δυσανάλογη ως μέτρο προς τον συνιστάμενο στη διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων του παραβάτη σκοπό τους, δεδομένου και του πρόσκαιρου των εν λόγω μέτρων» και είναι νόμιμη η επιβολή των απαγορευτικών αυτών μέτρων, καθώς συντρέχουν οι προϋποθέσεις επιβολής τους. Ειδικότερα, η εν λόγω εταιρεία κατά τη διετία 1999 – 2001 «εξέδωσε εικονικές αποδείξεις λιανικής πωλήσεως και εικονικά πιστωτικά τιμολόγια επιστροφής ΦΠΑ που καταχωρίσθηκαν στα τηρούμενα βιβλία της (Γ’ κατηγορίας του ΚΒΣ) και στους λογαριασμούς των εισροών και, ακολούθως, συμψηφίσθηκαν με τον φόρο των εκροών, τα τιμολόγια δε αυτά δεν αναγνωρίσθηκαν από τον έλεγχο». Ετούτης αποδόθηκε η παράβαση της μη απόδοσης στο Δημόσιο ΦΠΑ ύψους 407.570 ευρώ και επιβλήθηκαν στην εταιρεία και στον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλό της η συντηρητική κατάσχεση όλης της κινητής περιουσίας, τραπεζικών λογαριασμών κ.λπ. Κατόπιν προσφυγών των μελών της εταιρείας, η υπόθεση έφτασε τελικά στο ΣτΕ. Από την εταιρεία υποστηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι τα επίμαχα απαγορευτικά μέτρα που επιβλήθηκαν (δέσμευση του 50% των χρηματικών διαθεσίμων κλπ.) λειτουργούν συνθλιπτικά για τη ρευστότητα και τη φήμη της εταιρείας, ότι είναι αντισυνταγματική η συλλήβδην κατάσχεση της κινητής περιουσίας κ.λπ. Επίσης, αναφέρθηκε ότι από ποινικής σκοπιάς έχει απαλλαγεί για τις αποδιδόμενες σε βάρος της ενέργειες. Οπως έκρινε, όμως, το ΣτΕ, οι σύμβουλοι Επικρατείας δεν έχουν αρμοδιότητα να διερευνήσουν ζητήματα σχετικά με την τέλεση ή μη των παραβάσεων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και τυχόν αθώωση του φερομένου ως παραβάτη από τα ποινικά δικαστήρια, αλλά εξετάζουν μόνον εάν, για τις παραβάσεις που αναφέρονται στην «ειδική έκθεση ελέγχου», συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την επιβολή των σχετικών περιορισμών.