Πρεμιέρα κάνουν τα πρόστιμα ύψους 300 ευρώ που προέβλεπε ο πρόσφατα ψηφισθείς νόμος για τις περιπτώσεις παραβίασης του απαγορευτικού κυκλοφορίας σε δάση, δασικές εκτάσεις και προστατευόμενες περιοχές εφόσον σε αυτές έχει επιβληθεί απαγόρευση κυκλοφορίας για λόγους αποτροπής πυρκαγιάς σε ημέρες αυξημένου κινδύνου.
Παράλληλα, εκδόθηκε και η απόφαση, η οποία αποσαφηνίζει τον τρόπο εφαρμογής του αντιπυρός στην κατάσβεση πυρκαγιάς, η χρήση του οποίου θεσμοθετήθηκε προσφάτως, τους αρμόδιους να το εφαρμόσουν και τις προϋποθέσεις που θα πρέπει να πληρούνται. Οι σχετικές Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις δημοσιεύτηκαν την Παρασκευή στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης.
Όσον αφορά στην απαγόρευση κυκλοφορίας υπενθυμίζεται ότι με άρθρο του νόμου 4926 θεσμοθετήθηκε η απαγόρευση κυκλοφορίας σε περιοχές NATURA, δασικά οικοσυστήματα, πάρκα και άλση με στόχο την αποτροπή κινδύνου εκδήλωσης δασικής πυρκαγιάς, κατά τις ημέρες και στις περιοχές που ο δείκτης επικινδυνότητας, σύμφωνα με τον Ημερήσιο Χάρτη Πρόβλεψης Κινδύνου Πυρκαγιάς της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας, είναι κατηγορίας 3 (υψηλή), κατηγορίας 4 (πολύ υψηλή) και κατηγορίας 5 (κατάσταση συναγερμού).
Σε τέτοιες περιοχές τις ημέρες υψηλού κινδύνου θα υπάρχει – εφόσον κριθεί απαραίτητο – η δυνατότητα έκδοσης απόφασης απαγόρευσης διέλευσης, παραμονής και κυκλοφορίας προσώπων και οχημάτων. Η σχετική απόφαση θα εκδίδεται από τον Περιφερειάρχη ή τον αρμόδιο Αντιπεριφερειάρχη ύστερα από σχετική εισήγηση του αρμόδιου Διοικητή Πυροσβεστικών Υπηρεσιών και του Προϊσταμένου της αρμόδιας Δασικής Υπηρεσίας.
Η απαγόρευση κυκλοφορίας μπορεί να αφορά είτε το σύνολο των «ευαίσθητων» περιοχών της διοικητικής ενότητας ή ορισμένες εξ αυτών ανάλογα με «το μικροκλίμα της περιοχής, τη μορφολογία του εδάφους, το είδος και την έκταση της επαπειλούμενης χλωρίδας και πανίδας». Στην απόφαση θα ορίζεται η χρονική διάρκεια ισχύος του μέτρου και θα προσδιορίζονται με ορθοφωτογραφία τα όρια της «απαγορευμένης» περιοχής.
Από την απαγόρευση κυκλοφορίας και παραμονής στις συγκεκριμένες περιοχές θα εξαιρούνται όσοι κατοικούν ή εργάζονται σε αυτές «αποκλειστικά για τη μετακίνησή τους από και προς την κατοικία ή την εργασία τους», καθώς επίσης και όσοι μετακινούνται εντός του οδικού δικτύου. Ωστόσο, και στην περίπτωση αυτή η κατάσταση μπορεί να αυστηροποιείται καθώς δίνεται η δυνατότητα επιβολής του μέτρου της απαγόρευσης κυκλοφορίας και σε τμήματα του δικτύου αυτού από τα αρμόδια όργανα.
Το πρόστιμο
Οι παραβάτες που θα εντοπιστούν σε «απαγορευμένες» περιοχές σε περίπτωση που έχει ληφθεί αντίστοιχη απόφαση, θα έρχονται αντιμέτωποι με τσουχτερό πρόστιμο ύψους 300 ευρώ, το οποίο θα επιβάλλεται από την αστυνομία, την Πυροσβεστική, τη Δασική Υπηρεσία ή τη δημοτική αστυνομία.
Στην Πράξη Επιβολής Προστίμου καταχωρίζονται, υποχρεωτικά, τα προσδιοριστικά της ταυτότητας του παραβάτη στοιχεία (Α.Φ.Μ., Δ.Ο.Υ., Αριθμός Δελτίου Ταυτότητας ή Διαβατηρίου), ο χρόνος, ο τόπος τέλεσης, η περιγραφή της διαπιστωθείσας παράβασης και το ποσό του επιβαλλόμενου προστίμου. Στην περίπτωση άρνησης παροχής ατομικών στοιχείων/εγγράφων ή σε περίπτωση παρεμπόδισης του σχετικού ελέγχου, θα ζητείται η συνδρομή της Ελληνικής Αστυνομίας παρουσία της οποίας θα πραγματοποιείται ο σχετικός έλεγχος.
Σε περίπτωση άρνησης παραλαβής του αντιγράφου από τον παραβάτη, αυτό θα αναφέρεται στο φύλλο της Πράξης Επιβολής Προστίμου και θα ακολουθεί η επίδοση ή η θυροκόλλησή του.
Οι παραβάτες θα έχουν στη διάθεσή τους προθεσμία πέντε εργάσιμων ημερών για να υποβάλουν ένσταση πριν οριστικοποιηθεί το πρόστιμο. Η απόφαση επί της ένστασης θα εκδίδεται επίσης εντός πέντε ημερών από την υποβολή της.
Το πρόστιμο θα πρέπει να πληρωθεί σε 15 εργάσιμες ημέρες μέσω ηλεκτρονικού παράβολου (e-παράβολο) που εκδίδεται είτε απευθείας από την ιστοσελίδα https://www.gsis.gr/e-paravolo (Φορέας Ελληνικό Δημόσιο ή αρμόδιος φορέας επιβολής προστίμου), είτε από τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών (Κ.Ε.Π.), είτε από τις Τράπεζες, είτε από τις κατά τόπους Δ.Ο.Υ.
Εάν το πρόστιμο δεν πληρωθεί σε διάστημα ενός μήνα, θα μεταβιβάζεται στη ΔΟΥ του παραβάτη προς είσπραξη.
Στη φαρέτρα των πυροσβεστών αντιπύρ και κατάκαυση
Τη δυνατότητα χρήσης του αντιπυρός και της κατάκαυσης θα έχουν στο εξής οι δυνάμεις της Πυροσβεστικής. Όπως ορίζεται στη σχετική απόφαση, τη χρήση της φωτιάς για την κατάσβεση φωτιάς αναλαμβάνουν ειδικά εκπαιδευμένοι υπάλληλοι του Πυροσβεστικού Σώματος στις περιπτώσεις υπαίθριας εν εξελίξει πυρκαγιάς, η οποία λαμβάνει διαστάσεις ή ενέχει κίνδυνο περαιτέρω εξάπλωσης, εξαιτίας της οποίας υφίσταται κοινός κίνδυνος για πρόσωπα, πράγματα ή το φυσικό περιβάλλον.
Το αντιπύρ και η κατάκαυση μπορούν να εφαρμόζονται όταν πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθοι όροι:
Η πυρκαγιά δεν μπορεί να ελεγχθεί με άλλα μέσα και συντρέχει επείγουσα ανάγκη αποτροπής κοινού κινδύνου για πρόσωπα, πράγματα ή το φυσικό περιβάλλον.
Κρίνεται επιχειρησιακά αναγκαία η εφαρμογή της μεθόδου από τον Επικεφαλής του Συμβάντος στον τόπο της πυρκαγιάς.
Διενεργείται από ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό του Πυροσβεστικού Σώματος με τη συνδρομή κατά περίπτωση επαρκών δυνάμεων υποστήριξης.
Πριν την εφαρμογή του αντιπυρός ή της κατάκαυσης συντάσσεται από την Ομάδα Σχεδιασμού, εφόσον έχει συγκροτηθεί, ή από τον Επικεφαλής της ομάδας των Ε.ΜΟ.Δ.Ε. (δασοκομάντος) το «Σχέδιο Εφαρμογής Αντιπυρός» ή το Σχέδιο Εφαρμογής Κατάκαυσης καθώς επίσης και Δελτίο Τελικού Ελέγχου για την έναρξη του αντιπυρός/κατάκαυσης από τον επικεφαλής καύσης.
Στα Σχέδια αυτά αναφέρονται αναλυτικά οι υφιστάμενες συνθήκες που αφορούν τη συμπεριφορά της πυρκαγιάς και την εκτίμηση της ταχύτητας εξάπλωσής της, τις τοπικες μετεωρολογικές συνθήκες, την κλίση και τη βλάστηση της περιοχής (αν πρόκειται για αραιό ή ψηλό δάσος, θάμνους, κλπ). Επιπλέον αναφέρονται οι διαθέσιμες δυνάμεις για το αντιπύρ, τα εναέρια μέσα που μπορούν να συνδράμουν, αλλά και εκτίμηση της πιθανότητας επιτυχίας. Για την εφαρμογή των μεθόδων αυτών θα πρέπει οι μετεωρολογικές συνθήκες να θεωρούνται ευνοικές για διάστημα τουλάχιστον 3 ωρών.
Βεβαίως, για τις περιπτώσεις, στις οποίες το αντιπύρ και η κατάκαυση κρίνεται ότι αποτελούν την ύστατη λύση έκτακτης και επείγουσας ανάγκης, για την προστασία από άμεσο κίνδυνο ζωής πυροσβεστών ή/και πολιτών σε περιπτώσεις εγκλωβισμού, αδυναμίας διαφυγής από γρήγορα κινούμενη πυρκαγιά, οι μέθοδοι μπορούν να εφαρμόζονται χωρίς τη σύνταξη σχεδίων, όπως ορίζεται στη σχετική απόφαση.
Τι είναι το αντιπύρ και η κατάκαυση
Ως αντιπύρ (Βackfire) ορίζεται η ελεγχόμενη και ακολουθούσα συγκεκριμένη διαδικασία φωτιά που τίθεται προς την πλευρά του μετώπου, στην εσωτερική πλευρά μίας αντιπυρικής λωρίδας ή ασυνέχειας της καύσιμης ύλης (ενδεικτικά βραχώδεις σχηματισμοί, λίμνες, ποτάμια, καλλιέργειες, οικισμοί κ.λπ.), σε πορεία αντίθετη προς το μέτωπο της πυρκαγιάς.
Στόχος είναι η συνένωση του μετώπου της πυρκαγιάς με το μέτωπο του αντιπυρός, με απώτερο σκοπό την κατάσβεση ή την απομείωση της καύσιμης ύλης, προκειμένου να σταματήσει ή να μειωθεί ο ρυθμός εξάπλωσής της ή να επηρεαστεί προς το ηπιότερο η συμπεριφορά της πυρκαγιάς. Κατάκαυση (ΒurnOut)) είναι η ελεγχόμενη και ακολουθούσα συγκεκριμένη διαδικασία φωτιά, που τίθεται προς την πλευρά της περιμέτρου μίας πυρκαγιάς που είναι σε εξέλιξη, εσωτερικά μίας αντιπυρικής ζώνης, ή μίας αντιπυρικής λωρίδας που δημιουργείται από μηχανήματα έργου ή χειρωνακτικά μέσα ή μίας ζώνης με λεπτά καύσιμα που έχει διαβραχεί, ή σε ασυνέχειες της καύσιμης ύλης (ενδεικτικά βραχώδεις σχηματισμοί, λίμνες, ποτάμια, καλλιέργειες, δρόμοι, οικισμοί κ.λπ.).
Η ελεγχόμενη φωτιά καίει σε συγκεκριμένο πλάτος την καύσιμη ύλη, διαπλατύνοντας τις υπάρχουσες ζώνες διάσπασης της καύσιμης ύλης και ελαχιστοποιώντας την πιθανότητα η πυρκαγιά να υπερπηδήσει τη ζώνη με ακτινοβολία ή κηλίδες.
Πηγή ethnos.gr