Του Γιώργου Φιντικάκη
Την ώρα που η κυβέρνηση πανηγυρίζει για την έξοδο στις αγορές με επιτόκιο 4,625% για την ανακύκλωση του ομολόγου Σαμαρά, ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος σπεύδει να αναφερθεί στη «δεύτερη και τρίτη έκδοση ομολόγου» τους επόμενους μήνες. Είναι όμως δικαιολογημένη η ευφορία που επικρατεί στο κυβερνητικό επιτελείο; Αν κρίνουμε από την αντίδραση του Χρηματιστηρίου της Αθήνας, μάλλον η αγορά δεν ικανοποιήθηκε το ίδιο με το Μαξίμου.
Η έκδοση του πενταετούς ομολόγου ολοκληρώθηκε με το επιτόκιο να διαμορφώνεται στο 4,625% και τις προσφορές να φτάνουν στα 6,5 δισ. ευρώ. Κυβερνητικές πηγές εκφράζουν την ικανοποίησή τους γιατί το επιτόκιο είναι χαμηλότερο από του ομολόγου που εκδόθηκε το 2014. Είναι όμως έτσι;
Οικονομικοί αναλυτές εξηγούν στο liberal.gr, ότι το επιτόκιο δεν προσφέρεται για πανηγυρισμούς. Αναγνωρίζουν, ωστόσο, ότι παρά το υψηλότερο κόστος δανεισμού, συγκρινόμενο με την προηγούμενη έκδοση επί θητείας Σαμαρά το 2014, η έξοδος ήταν απαραίτητη να γίνει, προκειμένου η Ελλάδα να αρχίσει να αποκαθιστά μια σχέση εμπιστοσύνης με τις αγορές.
Το liberal.gr απευθύνθηκε σε δύο γνωστούς οικονομολόγους, τον καθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην πρόεδρο του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, Πάνο Τσακλόγλου, και τον επικεφαλής οικονομολόγο του ΣΕΒ, Μιχάλη Μασουράκη.
Αμφότεροι συμφωνούν ότι συγκρίνοντας τη διαφορά με το αντίστοιχο γερμανικό 5ετές, δηλαδή το λεγόμενο spread ανάμεσα στο 2014 και το 2017, το επιτόκιο θα έπρεπε να διαμορφωθεί κοντά στο 4,1%-4,2%, προκειμένου το κόστος να είναι χαμηλότερο από εκείνο της εποχής Σαμαρά.
«Σαν κριτήριο επιτυχίας δεν μπορεί να θεωρηθεί το απόλυτο ύψος του επιτοκίου αλλά η διαφορά του από το γερμανικό 5ετές, το λεγόμενο spread. Και το διαφαινόμενο επιτόκιο οδηγεί σε ένα spread πολύ μεγαλύτερο από εκείνο του 2014», επισημαίνει ο κ. Τσακλόγλου.
Όπως εξηγεί ο ίδιος στις 10 Απριλίου 2014, όταν η τότε κυβέρνηση Σαμαρά είχε βγει στις αγορές με 5ετές ομόλογο και επιτόκιο 4,95%. Το μέτρο σύγκρισης ήταν όπως πάντα το αντίστοιχο επιτόκιο των γερμανικών ομολόγων. Δηλαδή το 0,58%, που σημαίνει πως το spread είχε διαμορφωθεί στο 4,37%. Σήμερα το επιτόκιο του 5ετούς γερμανικού ομολόγου βρίσκεται στο -0,176%. Συνεπώς για να μπορεί να επιχειρηματολογήσει η κυβέρνηση ότι τα κατάφερε καλύτερα από την κυβέρνηση Σαμαρά, θα πρέπει το επιτόκιο του 5ετούς να κινηθεί κάτω από το 4,194% (ήτοι 4,37% -0,176%), ώστε να έχουμε εξασφαλίσει spread όχι μεγαλύτερο του 2014.
Ανεξάρτητα, ωστόσο, από το απόλυτο ύψος του επιτοκίου, το θέμα είναι τι γίνεται από εδώ και πέρα. «Αν θελήσουμε οι σχέσεις μας με τις αγορές να έχουν συνέχεια με απώτερο σκοπό την μεγάλη έξοδο του καλοκαιριού του 2018, πρέπει να τηρήσουμε δύο πράγματα. Το βραχυπρόθεσμο είναι να μην επαναλάβουμε το φθινόπωρο όταν και θα ξεκινήσει η τρίτη αξιολόγηση, την γνωστή εικόνα καθυστερήσεων, τριβών και λεονταρισμών με τους δανειστές. Και το δεύτερο να δημιουργήσουμε ένα μακροπρόθεσμο φιλόδοξο σχέδιο, ελληνικής ιδιοκτησίας, που να πείθει και τις αγορές ότι επιστρέφουμε στην κανονικότητα».
Άλλωστε αν η Ελλάδα θέλει να αποφύγει το 4ο πρόγραμμα, θα πρέπει να έχει πλήρη χρηματοδότηση από τις αγορές και πλήρη πρόσβαση σε αυτές, πριν την ολοκλήρωση του προγράμματος, πριν δηλαδή το καλοκαίρι του 2018.
Από την πλευρά του ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΣΕΒ, Μιχάλης Μασουράκης αναγνωρίζει ότι προφανώς και το κόστος αυτής της δοκιμαστικής εξόδου στις αγορές δεν φαίνεται να είναι αυτό που θα θέλαμε.
«Είναι λάθος της κυβέρνησης που συγκρίνει την έξοδο με εκείνη του 2014, προφανώς και αν λάβει κανείς υπόψιν το spread, η τωρινή έκδοση είναι ακριβή», λέει ο κ. Μασουράκης. Και συμπληρώνει ότι οποιοδήποτε επιτόκιο άλλωστε και να πετύχουμε τώρα, θα είναι πάνω από αυτό με το οποίο μας δανείζει ο ESM.
Αυτό ωστόσο που έχει για τον ίδιο σημασία είναι αυτό καθ’ εαυτό το γεγονός της εξόδου στις αγορές. «Το κόστος αυτό του επιτοκίου ήταν απαραίτητο προκειμένου να αρχίσει σταδιακά η χώρα να επανέρχεται στην κανονικότητα και να ξεκινήσει να κτίζει μια καμπύλη εξυπηρέτησης του χρέους. Δηλαδή να επιχειρήσει να κτίσει ξανά μια σχέση με τους επενδυτές, που διερράγη απότομα πριν από τρία χρόνια», επισημαίνει ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΣΕΒ.
Και εκτιμά ως καθαρά θετική εξέλιξη την επιχειρούμενη έξοδο στις αγορές, πολλώ δε μάλλον, που ακριβώς είναι πολύ πιο αυστηροί κριτές από τους θεσμούς, δεν θα μπορεί η κυβέρνηση να παίζει τις γνωστές καθυστερήσεις στις αξιολογήσεις. «Αν τηρήσουμε τις δεσμεύσεις και ολοκληρωθεί η 3η αξιολόγηση τον Οκτώβριο δεν βλέπω γιατί να μην καταφέρουμε να βγούμε στην πορεία και με ένα 10ετές, με σχετικά λογικό επιτόκιο», συμπληρώνει ο κ. Μασουράκης.
Αμφότεροι οι οικονομολόγοι συμφωνούν ότι η προσπάθεια να επιστρέψει η χώρα στις συνθήκες του 2014 φαίνεται ότι αρχίζει σταδιακά να επιτυγχάνεται, αλλά με ένα τεράστιο κόστος.
«Διότι έχουμε χάσει πάνω από τρία χρόνια. Δηλαδή το ΑΕΠ μας θα ήταν πολύ υψηλότερο τώρα, και τα ελληνικά επιτόκια θα έπρεπε να είναι εκεί όπου βρίσκονται της Πορτογαλίας (2,9%-3%). Επιπλέον επί Βαρουφάκη η χώρα φορτώθηκε με ένα πολύ πολύ κόστος», όπως αναφέρει ο κ. Τσακλόγλου.
liberal.gr