Ρεπορτάζ

Η θελκτική οδός της μετανάστευσης και όλες οι γνώσεις για ένα καινούργιο ξεκίνημα στη γερμανική κοινωνία

Γράφει
ο Νεκτάριος Καλογήρου

Θελκτικός είναι ξανά ο δρόμος της  μετανάστευσης για τους Ελληνες που πια έχουν αρχίσει να χάνουν την εμπιστοσύνη τους στο κράτος και να αντιλαμβάνονται πως δεν υπάρχουν πολιτικοί ικανοί να οδηγήσουν τη χώρα σε μια ολιγότερο οδυνηρή «ανάπτυξη». Οι βαλίτσες γεμίζουν σιγά – σιγά με λιγοστά υπάρχοντα και ο υπόλοιπος χώρος καλύπτεται από τις ελπίδες για μια σχετικά εύκολη, νέα αρχή στον τόπο που είναι ανεχτικός σε ευρωπαίους μετανάστες· τη Γερμανία. Εκείνοι που φεύγουν  είναι ιδιώτες, άνεργοι, νεαροί πτυχιούχοι και παλιοί επαγγελματίες που στάθηκαν στη δουλειά τους με αξιοπρέπεια και δεν έτρεξαν σαν λιγούρια στο τραπέζι του «μαζί τα φάγαμε». Η «δημοκρατική» στο σημερινό της αφιέρωμα στέκεται στις συνθήκες που θα βρουν οι νέοι μετανάστες στη χώρα της Μέρκελ, στις πρώτες δυσκολίες, στις ευκαιρίες, αλλά και στις λάθος επιλογές. Σύμβουλος στην προσπάθεια αυτή είναι ένας επιφανής, Ελληνας επιστήμονας, που έλκει την καταγωγή του από τις Φάνες της νήσου Ρόδου, διδάκτορας στον κλάδο της Βιοχημείας, με μεταδιδακτορικούς τίτλους στη Μοριακή Βιολογία, επί χρόνια ερευνητής στην πανεπιστημιακή κλινική Μάινς και στέλεχος στη βιομηχανία ανάπτυξης διαγνωστικών τεστ καρκίνου, οστεοπόρωσης και άλλων σοβαρών προβλημάτων υγείας. Ο κ. Απόστολος Κυριατσούλης, μετά από τέσσερις δεκαετίες σπουδών και μεγάλης σταδιοδρομίας στη Γερμανία, μοιράζεται τις γνώσεις του με τους αναγνώστες μας.
«Το μεταναστευτικό ρεύμα προς τη Γερμανία έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία πέντε χρόνια και σε αριθμούς έχει ξεπεράσει ακόμα και εκείνους στις αρχές της δεκαετίας του ‘70», εξήγησε στη «δημοκρατική» ο κ. Κυριατσούλης και περιέγραψε ότι «στα έτη 1970 – ’71 σε όλες τις γερμανικές πόλεις υπήρχαν περίπου 350.000 Ελληνες μετανάστες. Ο αριθμός αυτός μειώθηκε σε 270.000 στη δεκαετία του 1990 και εκτινάχθηκε πάνω από τις 400.000 τα τελευταία έξι χρόνια».  Ο ίδιος ξεκαθάρισε ότι τα μεγέθη αυτά αποτελούν εκτιμήσεις των ελληνικών παροικιακών συλλόγων, που παρακολουθούν από κοντά τα μέλη των ελληνικών κοινοτήτων και προσπαθούν να βοηθήσουν σε κάθε τους πρόβλημα.
Η αύξηση του αριθμού των μεταναστών αποτελούν μόνο τη μία διάσταση του φαινομένου, καθώς η πιο σημαντική του διάσταση βρίσκεται στη διαπίστωση ότι η ζήτηση επαγγελματικών διεξόδων προς τη χώρα αυτή αυξάνεται μέρα με τη μέρα. Αντιθέτως, η προοπτική για επιστροφή στις «ρίζες» φαντάζει ως απίθανη. «Σε όλα αυτά τα χρόνια είδαμε πολλές φορές Ελληνες να λένε ότι εγκαταλείπουν οριστικά τη Γερμανία για να επιστρέψουν στα πάτρια εδάφη. Πολύ σύντομα, αρκετοί από τους παλιννοστούντες, επέστρεψαν ξανά στη Γερμανία, καθώς δεν μπόρεσαν να εναρμονιστούν με το ελληνικό σύστημα».
Ποιοι βρίσκουν δουλειά στη Γερμανία
Βασική προϋπόθεση εργασίας είναι η γνώση της γερμανικής γλώσσας. Χωρίς αυτό το εφόδιο είναι αδύνατον να ξεκινήσει οποιαδήποτε μορφής εργασία, αντιθέτως η κατοχή του  μπορεί να ανοίξει πολλές πόρτες. Μέσα από τη συνομιλία με τον κ. Απόστολο Κυριατσούλη έγινε ξεκάθαρο ότι σήμερα η Γερμανία αποτελεί μια χώρα επαγγελματικών ευκαιριών. Για εκείνους που είναι αποφασισμένοι να δουλέψουν και να είναι συγκρατημένοι στις δαπάνες τους υπάρχει προοπτική για μια αξιοπρεπή ζωή.
«Υπάρχει μεγάλη ζήτηση σε ελαιοχρωματιστές και τεχνίτες γυψοσανίδας. Αυτοί, εφόσον ξέρουν τη γλώσσα, μπορούν αμέσως να πιάσουν δουλειά. Σε εξαιρετικά υψηλή ζήτηση βρίσκονται οι κηπουροί, αρκεί να είναι καλοί στη δουλειά τους. Αυτοί, σιγά – σιγά μπορούν να γίνουν γνωστοί και να δημιουργήσουν ακόμα και δικές τους εταιρείες. Μεγάλη ανάγκη υπάρχει επίσης για υπηρεσίες φύλαξης ηλικιωμένων στα σπίτια. Οι νοσηλευτές είναι οι πιο κατάλληλοι για τη δουλειά αυτή, όμως μπορεί να την ασκήσει οποιοδήποτε άτομο, αρκεί να εμπνέει και να αποδεικνύει με τις πράξεις του ότι είναι πρόσωπο εμπιστοσύνης».
Σε ό,τι αφορά τους επιστήμονες, εκεί τα δεδομένα ποικίλουν. Οι γιατροί είναι εκείνοι που βρίσκουν πιο εύκολα δουλειά. Μπορούν εύκολα να μπουν σε μια κλινική, ή σε κάποιο ιδιωτικό ιατρείο. «Υπάρχει δουλειά για τους γιατρούς και συνήθως οι Ελληνες  επιλέγουν να κάνουν και τη βάρδια Παρασκευή – Κυριακή, που αμείβεται καλύτερα», λέει ο κ. Κυριατσούλης και αναφερόμενος στους αποφοίτους πολυτεχνικών σχολών υποστήριξε ότι «οι μηχανικοί και οι αρχιτέκτονες συνήθως βρίσκουν δουλειά σε μελετητικά γραφεία, αλλά σε αυτά θα πρέπει να ξεχάσουν το ωράριο εργασίας. Εάν μια δουλειά πρέπει να βγει μέσα σε 48 ώρες, θα πρέπει να δουλέψεις για να βγει, έστω κι αν χρειαστεί να μην κοιμηθείς». Βέβαια, η αμοιβή στο τέλος και η εξέλιξη στο χώρο εργασίας είναι ανάλογη της προθυμίας και των προσόντων. Για όλους, ωστόσο, η εκκίνηση της επαγγελματικής σταδιοδρομίας γίνεται από χαμηλά.
Στην ανεργία βρίσκονται οι φυσικοί, οι χημικοί και οι βιολόγοι. Οι επιστήμονες αυτών των κλάδων είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρουν απασχόληση. Κάπως καλύτερα τα δεδομένα είναι για εκείνους που ασχολούνται με την πληροφορική, καθώς στον κλάδο αυτό διαδραματίζει σημαντικό ρόλο η γνώση της αγγλικής γλώσσας.
Τέλος, εκείνους που μεταναστεύουν με τη σκέψη να εργαστούν ως σερβιτόροι, βοηθοί κουζίνας και σε άλλα τέτοια συναφή επαγγέλματα, τους περιμένει σκληρή δουλειά. «Αυτοί οι μετανάστες δουλεύουν τις περισσότερες ώρες και είναι οι πιο χαμηλά αμειβόμενοι, διότι τους εκμεταλλεύονται οι ίδιοι οι Ελληνες».

Η ζωή στη χώρα
της Μέρκελ
Ο κ. Απόστολος Κυριατσούλης είναι μόνιμος κάτοικος στην περιοχή Βάινχαϊμ, που βρίσκεται 55 χιλιόμετρα νότια του Μονάχου. «Στην όλη περιοχή υπάρχουν περίπου 35.000 με 45.000 Ελληνες, με πολλούς τοπικούς συλλόγους και την Εκκλησία να διαδραματίζει σημαντικό, ενωτικό ρόλο». Ο ίδιος μας εξηγεί ότι «τα 2/3 των Ελλήνων ζουν καλά και οι υπόλοιποι απλώς ζουν αξιοπρεπώς».
Πολλοί  είναι εκείνοι που δουλεύουν σε εργοστάσια, άλλοι έχουν συμβάσεις ως επιστήμονες, αρκετοί είναι εκείνοι που έχουν μικροεπιχειρήσεις, εστιατόρια, μπακάλικα και όλοι μαζί δουλεύουν για το καλύτερο. Βασική προϋπόθεση για την εξασφάλιση της επιβίωσης στη Γερμανία είναι η ειλικρινής διάθεση για δουλειά και η αυτοσυγκράτηση στις δαπάνες.
Η σχέση των Ελλήνων
με τους Γερμανούς
Ανέκαθεν οι Ελληνες αποτελούσαν την αγαπημένη φυλή των Γερμανών. Σύμφωνα με τις περιγραφές του Ελληνα, επιστήμονα, από το χωριό Φάνες «μέχρι το έτος 2009 ήμασταν οι καλύτεροι όλων. Είχαμε πολιτισμό, κουλτούρα, άνθρωποι που δεν δημιουργούν φασαρίες και κυρίως καλοί δουλευτές. Μετά το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης όλα άλλαξαν. Οι Γερμανοί έγιναν εχθρικοί και αρκετοί έφτασαν σε σημείο να πιστεύουν ότι οι Ελληνες ζουν με τα λεφτά τους. Ολο αυτό ήταν εξαιρετικά δύσκολο να το  ζεις και να το διαχειριστείς. Τώρα, σιγά σιγά τα πράγματα αλλάζουν».
Εξίσου ενδιαφέροντα είναι και τα γεγονότα  που άλλαξαν τη συμπεριφορά της γερμανικής κοινής γνώμης. Φαίνεται, όπως περιέγραψε στη «δημοκρατική» ο κ. Κυριατσούλης, «στην αρχή της κρίσης, οι ελληνικές εφημερίδες έγραφαν διάφορα για τις σπατάλες του ελληνικού δημοσίου και οι γερμανικές εφημερίδες απλώς αναδημοσίευαν τα άρθρα  αυτά. Η αναδημοσίευση γινόταν χωρίς άλλα σχόλια, μέχρι που κάποια στιγμή δημοσιεύτηκε ότι οι ελληνικές συντάξεις είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη. Τότε για πρώτη φορά οι γερμανικές εφημερίδες αναδημοσίευσαν τα ρεπορτάζ με σχολιασμό και ο σχολιασμός αυτός άρχισε να καλλιεργεί αντιδράσεις. Τότε ήταν που αντιστράφηκαν οι όροι και οι γερμανικές εφημερίδες έγραφαν ρεπορτάζ, σχολίαζαν την ελληνική πραγματικότητα και οι ελληνικές εφημερίδες αναδημοσίευαν τον γερμανικό Τύπο». Επί χρόνια μερίδα του Τύπου αναδημοσίευε τα όσα εγράφοντο στην Bild και στην Züddeutsche Zeitung, χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα βαρείς χαρακτηρισμούς όπως «ναζιστές», γεγονός που εξόργισε ακόμα και τους πιο ψύχραιμους Γερμανούς.
Ολο αυτό οδήγησε στο περιθώριο όλους τους Ελληνες της Γερμανίας. Ολοι βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, ακόμα και οι πιο επιφανείς, οι πιο κατηρτισμένοι και οι πιο γνωστοί. «Χρειάστηκε να δουλέψουμε πολύ σκληρά για να ανατρέψουμε αυτό το αρνητικό κλίμα, που εξακολουθεί μεν να υπάρχει, όμως δεν έχει σχέση με εκείνο που βιώσαμε πριν από μερικά χρόνια».
Βέβαια, επειδή τώρα πια ο γερμανικός Τύπος έχει διαπιστώσει ότι η γενικότερη οικονομική κρίση στο Νότο, δίνει τροφή στα ταμεία του ευρωπαϊκού βορρά (και κυρίως της Γερμανίας), οι σχέσεις ξανά αλλάζουν.
Ο Γερμανός τουρίστας
Δεν είναι λίγοι  οι έμποροι στην αγορά της Ρόδου που αντιμετωπίζουν τους Γερμανούς τουρίστες με αδιαφορία, καθώς τους θεωρούν αδύναμους ως προς το να κάνουν αγορές. Δεν ήταν όμως πάντα έτσι. Στις εποχές προ ευρώ, τους Γερμανούς, όπως και τους Αμερικανούς, τους υποδεχόντουσαν στα καταστήματα με κόκκινα χαλιά. Τι έχει αλλάξει;
Το ερώτημα τέθηκε προς τον κ. Κυριατσούλη, που μετά από 40 (και πλέον) χρόνια στη Γερμανία έχει δει όλες τις μεταβολές στην οικονομία της συγκεκριμένης χώρας.  Στην απάντησή του ο ομογενής μίλησε για το πόσο άλλαξε η χώρα μετά τη πτώση του Βερολίνου και πόσο σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού δουλεύει για έναν μισθό και με αυτόν προσπαθεί να έχει μια αξιοπρεπή ζωή. «Ο Γερμανός πάει πάντα διακοπές δυο φορές το χρόνο και επιλέγει τους προορισμούς ανάλογα με τα οικονομικά του».
«Η Ρόδος σήμερα είναι ένας εύκολος προορισμός γιατί με το all inclusive έρχονται όλοι εκείνοι που τους λένε “ελάτε φάτε”. Όμως, ο ευκατάστατος Γερμανός, εκείνος που θέλει ποιότητα δεν θα έρθει στη Ρόδο. Οι υποδομές εδώ δεν είναι στα επίπεδα που θέλει».
Και τι θέλει ο ευκατάστατος Γερμανός για να έρθει στη Ρόδο; «Θέλει καθαριότητα, που δεν τη βλέπουμε στη Ρόδο. Θέλει σεβασμό στον πολιτισμό και την ιστορία, θέλει να νιώθει ότι δεν τον κοροϊδεύουν, θέλει η υψηλή τιμή να έχει την αξία που της αναλογεί».
Ο κ. Κυριατσούλης έχει διαπιστώσει ότι με το all inclusive οι ξενοδόχοι δεν κερδίζουν, αλλά απλώς συντηρούνται και αυτό έχει επιπτώσεις στην ποιότητα όπως και σε όλα τα υπόλοιπα που αφορούν στο τουριστικό οικοδόμημα. Μάλιστα, ο ίδιος θεωρεί ότι μακροπρόθεσμα, το σύστημα αυτό θα προκαλέσει ακόμα περισσότερα προβλήματα, γι’ αυτό και είναι καλό να αρχίσει να αντικαθίσταται από μια καινούργια υπηρεσία, προτού είναι πολύ αργά.
Εξοδος από την κρίση;
«Η Γερμανία μόλις πρόσφατα βρέθηκε στο μέσο μιας σοβαρής οικονομικής κρίσης και χρειάστηκε να ληφθούν σοβαρές αποφάσεις, με σκληρά μέτρα για να ξεφύγει η χώρα από το πρόβλημα. Οι Γερμανοί υιοθέτησαν τα μέτρα γιατί αγαπούν όχι μόνο τη χώρα τους, αλλά και το κράτος», υποστήριξε ο κ. Κυριατσούλης και καλεί τους Ελληνες να ξεκινήσουν μια σοβαρή συζήτηση γύρω από το ερώτημα «τι είναι κρίση για την Ελλάδα;».
Ο ίδιος θεωρεί ότι η οικονομική κρίση στην Ελλάδα είναι βαθιά κοινωνική, καθώς δεν υπάρχει καμία μέριμνα για την νέα γενιά ώστε να ξεκινήσει τη ζωή της σε υγιείς βάσεις. «Τα παιδιά σπουδάζουν, γίνονται επιστήμονες για να βγουν μετά στην ανεργία. Ως πότε θα συνεχίζεται όλο αυτό; Στη Γερμανία έχουμε αναλάβει οι μεγαλύτεροι σε ηλικία να εκπαιδεύουμε τους πιο νέους, να τους εξηγούμε για τις επαγγελματικές ευκαιρίες, για τη ζωή, για όλα εκείνα που μπορούν να κάνουν με γνώμονα τις δυνατότητές τους. Με τον τρόπο αυτό, όταν βγαίνουν από τα σχολεία ή τα πανεπιστήμια, έχουν πάντα δουλειά και πάντα ξεκινά κάτι καινούργιο. Το ίδιο πρέπει να γίνει και στην Ελλάδα».
Η οικονομική κρίση θα έχει μεγάλο χρονικό βάθος και αυτή δεν πρόκειται να τελειώσει εάν η ίδια η κοινωνία δεν μπει στη λογική να ξεφύγει από τις χιλιοπερπατημένες, επαγγελματικές οδούς και δεν αναζητήσει καινούργιους ορίζοντες για τις γενιές που έρχονται.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου