Εως και 15 χρόνια πίσω μπορεί να φθάσει ο έλεγχος από τις φορολογικές αρχές υπό προϋποθέσεις. Μπορεί το Συμβούλιο της Επικρατείας να έχει βάλει «φρένο» στις παρατάσεις των φορολογικών χρήσεων και να έχει κρίνει ότι οι υποθέσεις παραγράφονται στην πενταετία, εντούτοις υπάρχουν περιπτώσεις που ο έλεγχος επεκτείνεται στη 10ετία αλλά και στη 15ετία.
Η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) απέρριψε προσφυγή φορολογουμένης η οποία ζήτησε την ακύρωση του ελέγχου και των προστίμων που της επιβλήθηκαν επικαλούμενη την απόφαση του ΣτΕ για παραγραφή της υπόθεσής της, καθότι είχε παρέλθει το χρονικό διάστημα (πενταετία) που είχε δικαίωμα η φορολογική αρχή να την ελέγξει. Ωστόσο, ο έλεγχος διαπίστωσε ότι για τις ελεγχόμενες χρήσεις η φορολογούμενη δεν είχε υποβάλει φορολογικές δηλώσεις, με αποτέλεσμα ο έλεγχος να επεκταθεί στη 15ετία. Στην εν λόγω φορολογούμενη διαπιστώθηκε προσαύξηση περιουσίας που δεν είχε δηλωθεί ποτέ στην Ελλάδα. Μάλιστα, η ελεγχόμενη έβγαλε την περίοδο 2013 και 2014 τα ποσά αυτά στο εξωτερικό μέσω πιστωτικών ιδρυμάτων.
Η νομοθεσία λοιπόν ορίζει ότι:
• Σε περίπτωση που δεν έχει υποβληθεί δήλωση στη φορολογία εισοδήματος ισχύει 15ετής παραγραφή. Αυτό σημαίνει ότι η εφορία μπορεί να ελέγξει τις χρήσεις από το 2006 και εφεξής.
• Εφόσον από συμπληρωματικά στοιχεία που περιήλθαν σε γνώση των φορολογικών αρχών εξακριβώνεται ότι το εισόδημα του φορολογουμένου υπερβαίνει αυτό που είχε δηλωθεί, ισχύει 10ετής παραγραφή. Τα συμπληρωματικά στοιχεία μπορούν να προέρχονται, για παράδειγμα, από τράπεζες του εξωτερικού, στις οποίες η φορολογική διοίκηση δεν θα μπορούσε να έχει πρόσβαση.
• Αντίθετα, η Ολομέλεια του ΣτΕ έχει κρίνει ότι τα στοιχεία για τα υπόλοιπα και τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών στην ημεδαπή, ανεξαρτήτως αν αυτά στοιχειοθετούν την απόκτηση εισοδήματος, δεν αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία», δηλαδή δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την παράταση της πενταετούς παραγραφής σε δεκαετή. Και αυτό καθώς οι ελεγκτικές αρχές έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης στις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών.
• Επίσης, εφόσον η δήλωση φορολογίας εισοδήματος ή τα έντυπα και οι καταστάσεις που τη συνοδεύουν αποδεικνύονται ανακριβή, ισχύει επίσης η 10ετής παραγραφή.
Τα εμβάσματα
Φορολογούμενη ζήτησε ακύρωση προστίμων και τελικά βρέθηκε να οφείλει στην εφορία επιπλέον 274.689 ευρώ.
Κατά τον έλεγχο φορολογουμένης οι ελεγκτές εντόπισαν εμβάσματα ύψους 355.500 ευρώ κατά τα έτη 2012 και 2013 και παρά το γεγονός ότι είχε παρέλθει η πενταετία που παραγράφονται οι φορολογικές υποθέσεις, της επιβλήθηκαν φόροι και πρόστιμα 274.689 ευρώ.
Από τον διενεργηθέντα έλεγχο στη φορολογούμενη συντάχθηκε έκθεση ελέγχου φορολογίας εισοδήματος και εκδόθηκαν στο όνομα της προσφεύγουσας οι οριστικές πράξεις οικονομικών ετών 2013 και 2014 (διαχειριστικές χρήσεις 2012 και 2013), σύμφωνα με τις οποίες:
• Για τη χρήση 2012 εντοπίστηκαν εμβάσματα στο εξωτερικό ύψους 143.000 ευρώ.
• Για τη χρήση 2013 εντοπίστηκαν εμβάσματα ύψους 212.500 ευρώ.
Οπως τονίζεται στην έκθεση της ΔΕΔ, «επειδή η προσφεύγουσα δεν έχει υποβάλει δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος για τις διαχειριστικές χρήσεις 2012 και 2013 (οικ. έτη 2013 και 2014), το δικαίωμα του Δημοσίου να κοινοποιήσει φύλλα ελέγχου ή πράξεις καταλογισμού φόρου παραγράφεται μετά την πάροδο δεκαπέντε ετών από τη λήξη της προθεσμίας για την επίδοση της δήλωσης. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας περί “παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου προς επιβολή του φόρου, με την έκδοση και την κοινοποίηση της καταλογιστικής του φόρου πράξης” δεν ευσταθεί και απορρίπτεται ως νόμω και ουσία αβάσιμο».
Με βάση την απόφαση της ΔΕΔ και των ελεγκτών καταλογίσθηκαν σε βάρος της προσφεύγουσας:
• Για το έτος 2013: Ποσό φόρου εισοδήματος 51.770,00 ευρώ, πλέον 62.124,00 ευρώ (πρόσθετος φόρος/πρόστιμο), εισφορά αλληλεγγύης ποσού 5.720,00 ευρώ, ήτοι συνολικά 119.614,00 ευρώ.
• Για το έτος 2014: Ποσό φόρου εισοδήματος 66.625,00 ευρώ, πλέον 79.950,00 ευρώ (πρόσθετος φόρος/πρόστιμο), εισφορά αλληλεγγύης ποσού 8.500,00 ευρώ, ήτοι συνολικά 155.075,00 ευρώ.
Επί της ουσίας για ποσό αδήλωτων εισοδημάτων ύψους 355.500 ευρώ, η εφορία της καταλόγισε πρόστιμα που έφθασαν στο 77,26% ή διαφορετικά στο ποσό των 274.689 ευρώ.
Πηγή kathimerini.gr