Περισσότερους από 13.000 αιτούντες άσυλο φιλοξενεί το Ανατολικό Αιγαίο, φέρνοντας ξανά στα όριά τους νησιά που έχουν δοκιμαστεί σκληρά από τις ροές, όπως η Λέσβος, η Σάμος και η Χίος. Οι 3.573 από αυτούς μπήκαν στη χώρα το εικοσαήμερο από 1 ως 20 Σεπτεμβρίου, δηλαδή κατά μέσο όρο σχεδόν 180 την ημέρα – αύξηση περίπου 150% σε σχέση με το ίδιο διάστημα πέρυσι. Για την απαράδεκτη αυτή κατάσταση, με τις περισσότερες δομές στα νησιά να φιλοξενούν πολλούς παραπάνω από όσους επιτρέπει η χωρητικότητά τους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, υπάρχουν ευθύνες από πολλές πλευρές.
Κατ’ αρχάς υπάρχει έλλειψη σύμπνοιας ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους δημάρχους των νησιών, οι οποίοι από την αρχή έθεταν εμπόδια, πάντα με κεντρικό άξονα την επιθυμία τους για ολιγοήμερη παραμονή των αιτούντων άσυλο στα νησιά τους. Σήμερα η διαφωνία επικεντρώνεται στη δημιουργία προαναχωρησιακών κέντρων τα οποία το υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής θεωρεί απολύτως απαραίτητα για την αποσυμφόρηση των νησιών.
Οι «εξαφανισμένοι» μετανάστες
Σύμφωνα με πληροφορίες του «Βήματος», υπάρχουν σήμερα 760 «εξαφανισμένοι» μετανάστες τους οποίους η Υπηρεσία Ασύλου δεν μπορεί να εντοπίσει προκειμένου να τους επιδώσει την απορριπτική απόφαση σε β’ βαθμό στο αίτημά τους για άσυλο και, στη συνέχεια, να δρομολογηθεί η επιστροφή τους στην Τουρκία. Οι «εξαφανισμένοι» αυτοί ενδεχομένως βρίσκονται ακόμη στα νησιά αναζητώντας τρόπο να περάσουν παράνομα στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Οι δήμαρχοι, με το βλέμμα στους τοπικούς ψηφοφόρους τους, δηλώνουν αντίθετοι προς τη δημιουργία προαναχωρησιακών κέντρων – όπως ο δήμαρχος Λέσβου Σπύρος Γαληνός ο οποίος έστειλε αυτή την εβδομάδα επιστολή προς τον υπουργό Μεταναστευτικής Πολιτικής Γιάννη Μουζάλα λέγοντας ότι «η δημιουργία νέων δομών δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση βιώσιμη λύση». Ο κ. Γαληνός καταγγέλλει ότι «δεν γίνεται καμία ενέργεια αποσυμφόρησης, είτε επανεισδοχές είτε μεταφορά στην ηπειρωτική Ελλάδα».
Η θέση όμως του υπουργείου, με δεδομένη την αύξηση των ροών, είναι ότι δεν έχει νόημα να παίρνουμε κόσμο από τα νησιά και να τους φέρνουμε στην ηπειρωτική Ελλάδα διότι όσους και αν πάρουμε, άλλοι τόσοι και παραπάνω θα έρθουν από την Τουρκία. «Αυτό που έχει νόημα είναι η κράτηση και η επιστροφή τους στην Τουρκία» λέει χαρακτηριστικά καλά πληροφορημένη πηγή. Φέρνει ενδεικτικά το παράδειγμα των Πακιστανών που έχουν ποσοστό αναγνώρισης ως πρόσφυγες 0,9%, όμως παρ’ όλα αυτά καταθέτουν αίτηση για άσυλο, προσφεύγουν κατά της απορριπτικής απόφασης σε α’ βαθμό και έχουν την ευκαιρία, αν θέλουν, να «εξαφανιστούν» προτού εξεταστεί η προσφυγή.
Σήμερα προαναχωρησιακό κέντρο λειτουργεί μόνο στην Κω: έχει χωρητικότητα 500 ατόμων αλλά κρατούνται μόνο 160. Σύμφωνα με πληροφορίες του «Βήματος», προσκόμματα δημιουργεί η αστυνομία που δεν θέλει ή δεν μπορεί να διαθέσει παραπάνω αστυνομικούς για τη φύλαξη παραπάνω ατόμων, ούτε μεταγωγικό σκάφος για να μεταφέρει στην Κω υπόπτους προς εξαφάνιση από άλλα νησιά.
Ο «εκβιασμός» του Ερντογάν
Ολα αυτά οδηγούν την κυβέρνηση στην εξέταση πιο δημιουργικών λύσεων – ένα παράδειγμα είναι η χρήση πλοίων για φιλοξενία αιτούντων άσυλο, όπως είχε γίνει πέρυσι στη Μυτιλήνη – ή λύσεων από την ΕΕ, όπως η διάθεση μεταγωγικού σκάφους από τη Frontex.
Ευθύνες έχει, τέλος, και ο τούρκος πρόεδρος. Πολλοί αναρωτιούνται αν η αύξηση των ροών τους τελευταίους μήνες οφείλεται στο ότι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ανοίγει σιγά-σιγά τις κάνουλες. Αν και μέχρι πρότινος υπήρχε η ελπίδα μήπως η αύξηση ήταν εποχιακή, λόγω του καλού καιρού, σήμερα η ανησυχία είναι έκδηλη.
Επιπλέον, «Το Βήμα» είναι σε θέση να γνωρίζει ότι ο κ. Ερντογάν εκβιάζει. Για παράδειγμα, στις αρχές Οκτωβρίου θα έπρεπε να τεθεί σε ισχύ η Συμφωνία Επανεισδοχής ΕΕ – Τουρκίας η οποία έχει υπογραφεί από το 2013, αλλά εκκρεμεί η υπογραφή Εφαρμοστικού Πρωτοκόλλου. Η συμφωνία αυτή διαφέρει από την περυσινή συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας για το Προσφυγικό, τόσο ως προς το ποιοι επιστρέφονται στην Τουρκία βάσει αυτής όσο και ως προς το ότι επιστροφές προβλέπονται και από τα χερσαία σύνορα. Ο Ερντογάν εκβιάζει ότι δεν θα εφαρμόσει τη συμφωνία επανεισδοχής του 2013 αν δεν προχωρήσει το θέμα της κατάργησης της βίζας Σένγκεν για τούρκους πολίτες.
Η ηπειρωτική Ελλάδα και το πρόγραμμα ένταξης
Σε νέα φάση εισέρχεται το Προσφυγικό στην ηπειρωτική Ελλάδα μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος της μετεγκατάστασης στις 26 Σεπτεμβρίου. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Οτι όσοι έχουν εγκριθεί προς μετεγκατάσταση αλλά δεν έχουν προλάβει να μετακινηθούν στη χώρα που τους δέχθηκε (περίπου 7.000 πρόσφυγες σήμερα) θα φύγουν από την Ελλάδα όποτε αυτό γίνει δυνατό, αλλά νέες μετεγκαταστάσεις δεν θα υπάρξουν. Δηλαδή από τους περίπου 35.000-40.000 αιτούντες άσυλο που φιλοξενούνται στην ηπειρωτική Ελλάδα σήμερα, οι 7.000 θα μετεγκατασταθούν σε άλλα κράτη-μέλη και οι υπόλοιποι θα μείνουν εδώ και είτε θα αναγνωριστούν ως πρόσφυγες είτε θα απορριφθούν και θα πρέπει να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
Υπάρχει πάντα και η δυνατότητα αναχώρησής τους από την Ελλάδα για επανένωση με συγγενείς τους σε άλλο κράτος-μέλος αλλά οι οικογενειακές επανενώσεις καθυστερούν τους τελευταίους μήνες.
Οσον αφορά τους παράτυπους μετανάστες που αναμένεται να επιστρέψουν στην Ελλάδα με βάση τον Κανονισμό του Δουβλίνου, η κυβέρνηση δεν φαίνεται να ανησυχεί. Η Αθήνα έχει δηλώσει προς τους εταίρους της στην ΕΕ ότι θα δεχθεί πίσω όσους μπορεί να φιλοξενήσει σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, δηλαδή λίγες δεκάδες «συμβολικά». Ολες οι πλευρές γνωρίζουν ότι η εφαρμογή του Κανονισμού του Δουβλίνου, που προβλέπει επιστροφή των παράτυπων μεταναστών στην πρώτη χώρα εισόδου τους στην ΕΕ, είχε παγώσει από ευρωπαϊκά ή εθνικά δικαστήρια επειδή η Ελλάδα αδυνατούσε να τους φιλοξενήσει αξιοπρεπώς και ότι, αν δημιουργηθεί πάλι συνωστισμός, θα παγώσουν ξανά για τον ίδιο λόγο.
Το υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής έχει αρχίσει πλέον να μεριμνά για την ένταξη των προσφύγων που θα μείνουν στην Ελλάδα η οποία, σύμφωνα με πληροφορίες του «Βήματος», κινείται σε τέσσερις άξονες.
Πρώτον, πλήρης καταγραφή των δεξιοτήτων των προσφύγων και απόδοση ΑΦΜ και ΑΜΚΑ σε όσους μένουν σε καταυλισμούς (μέχρι σήμερα δεν μπορούσαν να λάβουν ΑΦΜ γιατί οι καταυλισμοί δεν γίνονταν δεκτοί ως μόνιμη διεύθυνση κατοικίας).
Δεύτερον, πρόγραμμα εκμάθησης ελληνικών για ενηλίκους (μέχρι σήμερα διδάσκονταν μόνο τα παιδιά σχολικής ηλικίας).
Τρίτον, προσπάθεια εύρεσης εργασίας με έμφαση στον αγροτικό τομέα αλλά και συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα, όσο είναι δυνατόν χωρίς να «ανταγωνίζονται» τους έλληνες ανέργους.
Τέταρτον, απώτερος στόχος είναι την υποδοχή και την ένταξη των προσφύγων να αναλάβουν σχεδόν εξ ολοκλήρου οι δήμοι.
Το ΒΗΜΑ