Mε την υπ’ αρίθμ. 556/2020 απόφαση του 2ου Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Ρόδου κρίθηκε αναρμόδιο το δικαστήριο για να αποφανθεί επί της δεύτερης προσφυγής, που άσκησε η εταιρεία ειδικού σκοπού «Ηχος και Φως ΑΕ» κατά του Δήμου Ρόδου για την ακύρωση εγγραφών οφειλών της στους χρηματικούς καταλόγους.
Πιο συγκεκριμένα το Διοικητικό Πρωτοδικείο έκανε δεκτή την ένσταση του Δήμου Ρόδου περί αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου, καθώς η διαφορά δεν είναι φορολογική αλλά από διοικητική σύμβαση και αρμόδιο επί διοικητικών συμβάσεων είναι μόνο το Διοικητικό Εφετείο.
Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Ρόδου παρέπεμψε γι’ αυτό την όλη υπόθεση στο Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς.
Τη συγκεκριμένη υπόθεση δίκασε άλλη Δικαστής που διαφοροποιήθηκε από την κρίση προηγούμενης απόφασης επίσης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ρόδου (Π 631/2020) επί της πρώτης προσφυγής που άσκησε η εταιρεία ειδικού σκοπού για τη χορήγηση φορολογικής ενημερότητας και που είχε κρίνει τα αντίθετα, απορρίπτοντας την ίδια ακριβώς ένσταση του Δήμου Ρόδου.
Το δικαστήριο έκρινε μεταξύ άλλων, ότι στο πλαίσιο της σύμβασης μεταξύ του Δήμου Ρόδου και της εταιρείας η δεύτερη ανέλαβε την υποχρέωση πέραν της καταβολής ετήσιου μισθώματος 85.000 ευρώ, αναπροσαρμοζόμενο ετησίως, για την παραχώρηση της χρήσης και της εκμετάλλευσης του δημοτικού ανθόκηπου, ανέλαβε, σύμφωνα με την υπογραφείσα σύμβαση, την υποχρέωση να καταβάλλει οικονομικό αντάλλαγμα το οποίο θα αποτελείται από το ποσοστό 2% επί του κύκλου εργασιών εκάστου προηγούμενου έτους λειτουργίας, συμφωνήθηκε δε ότι ο ελάχιστος εγγυημένος κύκλος εργασιών ανέρχεται στο ποσό του 1.000.000 ευρώ και το ελάχιστο εγγυημένο οικονομικό αντάλλαγμα στο ποσό των 20.000 ευρώ.
Συμφωνήθηκε, επίσης, ότι σε περίπτωση μη έγκαιρης καταβολής του μισθώματος και του οικονομικού ανταλλάγματος τα ποσά θα βεβαιώνονται ταμειακά και θα επιβαρύνονται με προσαύξηση 2,5% για κάθε μήνα καθυστέρησης, ενώ σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής κάθε οφειλής από μισθώματα, πρόστιμα κλπ, θα καταπίπτει υπέρ του Δήμου το ισόποσο ποσό από την εγγυητική επιστολή καλής εκπλήρωσης των όρων της σύμβασης.
Ενόψει των ανωτέρω, η προσφεύγουσα εταιρεία ενεγράφη στον 6123/2020 χρηματικό κατάλογο του καθ’ ου Δήμου Ρόδου για οφειλές ποσών 20.000 ευρώ και 20.000 ευρώ, που αφορούν οικονομικό αντάλλαγμα για την ως άνω σύμβαση για τα έτη 2018 και 2019 αντιστοίχως (2% επί του ελάχιστου εγγυημένου κύκλου εργασιών ποσού 1.000.000 ευρώ), καθώς και στον 6124/2020 χρηματικό κατάλογο του καθ’ ου Δήμου για οφειλές ποσών 7.500 ευρώ και 1.500 ευρώ που αφορούν προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής οικονομικού ανταλλάγματος για τα έτη 2018 αντιστοίχως.
Ήδη δε με την κρινόμενη προσφυγή η προσφεύγουσα στρέφεται κατά των ανωτέρω εγγραφών της στους χρηματικούς καταλόγους του καθ’ ου Δήμου και ζητά την ακύρωσή τους.
Ειδικότερα, προβάλλει ότι η καταβολή οικονομικού ανταλλάγματος 2% επί του κύκλου εργασιών προϋποθέτει τη λειτουργία του χώρου. Πλην όμως, κατά τους ισχυρισμούς της, ο όρος αυτός δεν πληρούται, εν προκειμένω, καθώς η προθεσμία ολοκλήρωσης των εργασιών της σύμβασης είχε παραταθεί δεδομένου ότι, κατά τα προβαλλόμενα, δεν είχε καταστεί εφικτή η έναρξη λειτουργίας του χώρου με υπαιτιότητα του καθ’ ου. Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι, αν και το αρχικό χρονοδιάγραμμα εκτέλεσης των εργασιών προέβλεπε ως χρονικό σημείο περαίωσης τον Δεκέμβριο του έτους 2018, με τις 1171/2018, 328/2019 και 690/2019 αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου του καθ’ ου Δήμου εγκρίθηκε η παράταση της προθεσμίας περαίωσης των συμβατικών εργασιών έως τις 30.4.2019 και 31.8.2019 αντιστοίχως, κατόπιν αποδοχής σχετικών αιτημάτων της προσφεύγουσας. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι, ακολούθως, υπέβαλε το από 24.4.2020 αίτημα παράτασης της προθεσμίας ολοκλήρωσης των εργασιών κατά δώδεκα μήνες, εξαιτίας καθυστερήσεων που εμπόδιζαν την ολοκλήρωσή τους και δεν οφείλονταν στην ίδια. Προβάλλει δε ότι η τελευταία αυτή αίτηση απορρίφθηκε με την 239/2020 απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής του καθ’ ου με την αιτιολογία, μεταξύ άλλων, κατά τους ισχυρισμούς της, ότι οι χορηγηθείσες προθεσμίες παράτασης ήταν παράνομες και δεν επέφεραν κανένα αποτέλεσμα. Επιπλέον, διατείνεται ότι, σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι το εν λόγω οικονομικό αντάλλαγμα αφορά στο εκάστοτε προηγούμενο έτος λειτουργίας, και ότι στη σύμβαση είχε προβλεφθεί ως αρχικό χρονικό σημείο περαίωσης των εργασιών ο Δεκέμβριος του έτους 2018, δεν δύναται να υπολογιστεί οικονομικό αντάλλαγμα για το έτος 2018, καθώς κατά τη διάρκειά του δεν προβλεπόταν η λειτουργία του χώρου. Περαιτέρω, η προσφεύγουσα άσκησε και την ΑΝ20/26.6.2020 συναφή αίτηση αναστολής, με την οποία ζητά την αναστολή εκτέλεσης των ως άνω εγγραφών της στους χρηματικούς καταλόγους του καθ’ ου Δήμου.
Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι η ένδικη διαφορά ανέκυψε από την εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης, η οποία, είναι διοικητική, δεδομένου ότι ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη της είναι Ο.ΤΑ, δηλαδή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και εξυπηρετεί σκοπό δημοσίου συμφέροντος, για την εξυπηρέτηση του οποίου το συμβαλλόμενο ν.π.δ.δ. βρίσκεται, βάσει των προαναφερθεισών ρητρών, σε υπερέχουσα θέση έναντι της αντισυμβαλλόμενης προσφεύγουσας εταιρείας, αφού επιτρέπουν τη μονομερή επέμβαση του Δήμου στο συμβατικό δεσμό με την επιβολή κυρώσεων.
Επομένως, η εκδίκαση της εν λόγω διαφοράς υπάγεται στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Εφετείου.