Στην πιο κρίσιµη καμπή για την εξέλιξη της πανδημίας κατά τη φετινή χειμερινή περίοδο και ενώ όλοι προδικάζουν την έλευση ενός νέου κύματος, η Ελλάδα κινείται με πολλές διαφορετικές ταχύτητες σε ό,τι αφορά τη διασπορά του ιού αλλά και το επίπεδο προστασίας του πληθυσμού έναντι αυτού μέσω του εμβολιασμού. Για άλλο ένα φθινόπωρο, η COVID-19 έχει βρει πρόσφορο έδαφος στη Βόρεια και Κεντρική Ελλάδα και κυρίως σε περιοχές όπου η εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού είναι χαμηλή.
Εκτός από τον εμβολιασμό, που είναι πλέον ο βασικός παράγοντας για την εξέλιξη της επιδημίας, ρόλο διαδραματίζουν η κινητικότητα του πληθυσμού και η σύνθεσή του, με τις περιοχές με πολλούς νέους και πιο έντονη κοινωνική ζωή να βρίσκονται στην «κόκκινη ζώνη» της COVID-19. Στο πλαίσιο αυτό, οι ειδικοί γιατροί επισημαίνουν σε κάθε τόνο ότι χρειάζεται ακόμη προσοχή και ότι η πανδημία δεν έχει τελειώσει. Τονίζουν δε την ανάγκη για τήρηση των μέτρων και κυρίως τη χρήση μάσκας από όλους ακόμη και σε εξωτερικούς χώρους, ιδίως σε περιστάσεις όπου επικρατεί συγχρωτισμός, όπως είναι οι παρελάσεις.
Στο ανάγλυφο της Ελλάδας καταγράφονται σοβαρές ανομοιογένειες σε ό,τι αφορά τα ποσοστά εμβολιασμού. Είναι ενδεικτικό ότι οι κάτοικοι της Ευρυτανίας έχουν εμβολιαστεί σε ποσοστό 38%, όταν σχεδόν το αντίστοιχο ποσοστό για τους κατοίκους της Μυκόνου είναι 78,5%. Ακόμη και εντός της Περιφέρειας Αττικής παρατηρούνται μεγάλες διαφορές μεταξύ περιοχών, με το ποσοστό των εμβολιασμένων έναντι της COVID-19 να κυμαίνεται από 72% στον Βόρειο Τομέα Αθηνών έως 45,4% στη Δυτική Αττική.
Πού εντοπίζονται τα χαμηλά ποσοστά
Με το 62,4% του γενικού πληθυσμού να έχει κάνει τουλάχιστον μία δόση του εμβολίου και παρατηρώντας τα τελευταία διαθέσιμα δεδομένα του επιδημιολογικού χάρτη της χώρας (covid-19.gov.gr), το μωσαϊκό θα μπορούσε να χωριστεί σε τέσσερις κατηγορίες:
• Περιοχές όπου λιγότερο από το 50% του πληθυσμού έχει εμβολιαστεί. Σε αυτές περιλαμβάνονται εννέα εκ των 74 περιφερειακών ενοτήτων της χώρας: πέντε είναι στη Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία-Θράκη (Π.Ε. Δράμας, Κιλκίς, Πέλλας, Πιερίας και Σερρών), δύο στη Στερεά Ελλάδα (Ευρυτανίας, Φωκίδας), μία στην Πελοπόννησο (Ηλεία) και μία στην Αττική.
• Περιοχές όπου τα ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης είναι μεταξύ 50%-55%. Στη ζώνη αυτή βρίσκονται 24 περιφερειακές ενότητες, στις οποίες συγκαταλέγονται κατά κύριο λόγο οι υπόλοιπες περιοχές της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Στερεάς Ελλάδας, καθώς και οι περισσότεροι νομοί της Πελοποννήσου και της Δυτικής Ελλάδας.
• Περιοχές µε ποσοστό εμβολιαστικής κάλυψης μεταξύ 55% και 62,5% (μέσος όρος γενικού πληθυσμού). Σε αυτή την κατηγορία είναι επίσης 24 περιφερειακές ενότητες, μεταξύ των οποίων όλες της Κρήτης, δύο της Αττικής, η πλειονότητα των νησιών του Ιονίου, οι Σποράδες και άλλα νησιά του Αιγαίου.
• Περιοχές µε ποσοστό εμβολιαστικής κάλυψης πάνω από τον μέσο όρο. Σε αυτές περιλαμβάνονται 17 περιφερειακές ενότητες, εκ των οποίων οι 12 στη νησιωτική χώρα, τέσσερις στην Αττική (Βόρειος, Νοτιος και Κεντρικός Τομέας Αθηνών και Πειραιάς) και η Πρέβεζα.
Η διασπορά της νόσου
Ο κανόνας είναι οι περιοχές με χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη να παρουσιάζουν και τη μεγαλύτερη διασπορά της νόσου. Είναι ενδεικτικό ότι στις δέκα περιφερειακές ενότητες με τα περισσότερα κρούσματα ανά 100.000 κατοίκους το συγκεκριμένο διάστημα, τα ποσοστά εμβολιασμού κυμαίνονται από 44,4% Κιλκίς έως 54% (Λάρισα). Στις πέντε πρώτες θέσεις των περιφερειακών ενοτήτων με τα περισσότερα ημερήσια κρούσματα ανά 100.000 κατοίκους το διάστημα 13 έως 19 Οκτωβρίου είναι η Δράμα (67,5), η Λάρισα (60), η Ημαθία (59,7), η Ξάνθη (50,6) και η Πιερία (50).
Το πιο έντονο επιδημικό φορτίο και η χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη της Βόρειας και Κεντρικής Ελλάδας αποτυπώνονται και στην πίεση στο ΕΣΥ. Την περασμένη Πέμπτη, το ποσοστό κάλυψης των κλινών ΜΕΘ COVID σε 3η και 4η Υγειονομική Περιφέρεια Μακεδονίας ήταν στο 93,7% και στο 77,6% αντίστοιχα και στην 5η ΥΠΕ Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας στο 94,5%. Στην 1η ΥΠΕ Αττικής το ποσοστό ήταν στο 70,6%, στη 2η ΥΠΕ Πειραιώς και Αιγαίου στο 47%, στην 6η ΥΠΕ Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας, Ηπείρου και Ιονίων Νήσων 62,8% και στην 7η ΥΠΕ Κρήτης 44,5%. Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι δεν έχουν ενεργοποιηθεί όλες οι δυνάμεις των νοσοκομείων για τα περιστατικά COVID-19, καθώς η πρόθεση του υπουργείου Υγείας είναι να μη μετατραπεί ξανά το ΕΣΥ «μονοθεματικό».
Η χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη είναι ο βασικός παράγοντας που ευνοεί τη διασπορά του ιού, ωστόσο δεν είναι ο μόνος. «Βλέπουμε και περιοχές με πολύ χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού που ωστόσο δεν έχουμε έξαρση της επιδημίας», επισημαίνει στην «Κ» ο καθηγητής Υγιεινής και Επιδημιολογίας στο Ιατρικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Χρήστος Χατζηχριστοδούλου, αναφέροντας το παράδειγμα της Ευρυτανίας, η οποία αν και ουραγός του εμβολιαστικού προγράμματος, δεν έχει πληγεί ιδιαίτερα σε αυτήν τη φάση από την COVID-19. «Είναι μια περιοχή αραιοκατοικημένη, χωρίς πολλούς νέους και στην οποία δεν υπάρχει μεγάλη κινητικότητα. Αντίθετα, στη Λάρισα παρατηρείται μεγάλη κινητικότητα του πληθυσμού, έχει πολλούς φοιτητές και πολλές καφετέριες όπου συχνάζουν οι νέοι.
Αλλο παράδειγμα είναι η Δυτική Αττική, η οποία έχει επίσης χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη και η οποία αν και είναι μια αστική περιοχή, δεν έχει φοιτητές και ο πληθυσμός είναι κυρίως εργαζόμενοι. Επιπλέον, η Δυτική Αττική έχει πληγεί πολύ από προηγούμενα πανδημικά κύματα και ενδεχομένως υπάρχει κάποιο ποσοστό φυσικής ανοσίας που ισοσκελίζει τη χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη».
«Απαραίτητη η μάσκα»
«Πρόκειται για μια δυναμική κατάσταση. Ναι μεν σε αυτήν τη φάση, στη νότια Ελλάδα η κατάσταση είναι καλύτερη, ωστόσο χρειάζεται συνεχής παρακολούθηση. Ειδικά στα αστικά κέντρα που εξ ορισμού είναι περιοχές συγχρωτισμού», σημειώνει στην «Κ» ο καθηγητής Παθολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών Χαράλαμπος Γώγος. Ο ίδιος εκτιμά πως φέτος η COVID-19 θα εξελιχθεί καλύτερα σε σχέση με πέρυσι, αφού ακόμα και στις περιοχές με χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη ένα ποσοστό του πληθυσμού θα προστατευθεί. «Και πλέον όλα τα δεδομένα που έχουμε δείχνουν ότι ο εμβολιασμός προστατεύει κυρίως από σοβαρή νόσηση», επισημαίνει ο καθηγητής και προσθέτει: «Το στοίχημα είναι η τήρηση των μέτρων που συνεχίζουν να υφίστανται και η συνεχής επιτήρηση της εφαρμογής τους. Ο πολιτισμός της μάσκας θα μας ακολουθεί για πολύ καιρό ακόμη. Σε κλειστούς χώρους είναι αναμφισβήτητα αναγκαία, και στους εξωτερικούς χώρους, όσο πιο πολύ τη φοράμε τόσο καλύτερα. Είναι ένα αποδοτικό μέτρο και εύκολο, αφού δεν έχει επίπτωση στην οικονομική ζωή».
Πηγή kathimerini.gr