Αυξημένες έως 45% σε σύγκριση με το 2019 είναι οι δαπάνες για την προμήθεια τροφίμων και ποτών στα ξενοδοχεία. Πρόκειται για μια κατηγορία δαπάνης, η οποία μαζί με την μισθοδοσία και την ενέργεια είναι από τις σημαντικότερες στα κοστολόγια των ξενοδοχείων.
Σύμφωνα με τον Απόστολο Κολεγιάννη, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ένωσης Ξενοδόχων Ρόδου, συνιδιοκτήτη ξενοδοχείου και επικεφαλής εταιρείας τροφίμων που τροφοδοτεί ξενοδοχεία, το κόστος προμήθειας τροφίμων ανέρχεται πλέον στο 19% των εσόδων των ξενοδοχείων (σύμφωνα με μελέτη του ΙΤΕΠ) ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις όπως τα νησιά ανέρχεται μεταξύ 20-25% από 15%-20% το 2019.
Τουριστικές εισπράξεις: Κάτω τα έσοδα, πάνω οι αφίξεις και τον Αύγουστο – Οι 7 λόγοι
Το κόστος τροφίμων και τα έσοδα ανά δωμάτιο
Την ίδια περίοδο, τα έσοδα ανά διαθέσιμο δωμάτιο αυξήθηκαν μόλις κατά 27%, με αποτέλεσμα, το EBITDA και τα περιθώρια κέρδους των ξενοδοχείων να έχουν μειωθεί αισθητά, σε συνδυασμό με το αυξημένο εργατικό κόστος και ενέργειας, σημειώνει ο κ. Κολεγιάννης.
Ο κ. Κολεγιάννης συνεχίζει λέγοντας πως μπορεί οι αρχικές τιμές του 2024 να κινούνταν σε επίπεδα χαμηλότερα από πέρυσι -με κάποιες εξαιρέσεις όπως το ελαιόλαδο- ωστόσο παρέμειναν αυξημένες πάνω από 45% από τις αντίστοιχες τιμές προ πανδημίας για τα κυριότερα είδη στα ξενοδοχεία.
Μετά το πρώτο τετράμηνο του 2024 και αφού το στοκ των κατεψυγμένων μειώθηκε σημαντικά οι τιμές άρχισαν σταδιακά να ανεβαίνουν.
Η Διώρυγα του Σουέζ και το μπλόκο στην εφοδιαστική αλυσίδα
Τις τιμές επηρέασαν αρνητικά και τα προβλήματα στη διέλευση των πλοίων από τη διώρυγα του Σουέζ, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τόσο την αύξηση των ναύλων, όσο και την καθυστέρηση των παραδόσεων των προϊόντων για τουλάχιστον 15 ημέρες με τις επακόλουθες ελλείψεις. Ακόμα και τώρα που τα ναύλα αποκλιμακώθηκαν παραμένουν σημαντικά υψηλότερα από τα αντίστοιχα περσινά.
Παράλληλα, η ξηρασία και οι πλημμύρες σε χώρες όπως το Βέλγιο έχει οδηγήσει σε πρωτοφανή επίπεδα τις τιμές των λαχανικών αλλά και περιορισμούς στις διαθέσιμες ποσότητες. Οι πολιτικές της Ε.Ε. όσον αφορά τις εισαγωγές σε κρέατα από χώρες όπως η Ουκρανία και η Βραζιλία έχει οδηγήσει σε κατακόρυφη άνοδο στις τιμές των πουλερικών.
«Φωτιά» τα μεταφορικά έξοδα στα νησιά
Την ίδια στιγμή, τις εμπορικές και ξενοδοχειακές επιχειρήσεις στα νησιά επηρεάζουν περαιτέρω τα μεταφορικά έξοδα. Είναι ενδεικτικό ότι το κόστος μεταφοράς ενός container από τον Πειραιά ως τη Ρόδο είναι περίπου το 75% της αξίας του κόστους μεταφοράς από το Ρότερνταμ ως το Πειραιά.
Επιπλέον, η αύξηση της τουριστικής κίνησης στα νησιά του Αιγαίου περιορίζει τις διαθέσιμες θέσεις για φορτηγά/νταλίκες στα πλοία.
Τα παραπάνω καθιστούν de facto τις τιμές στα νησιά για τα βασικά είδη διατροφής (ρύζι, όσπρια, μακαρόνια, γάλα , ζάχαρη κτλ.) έως ή και πάνω από 10% σε σχέση με την ηπειρωτική Ελλάδα. Και αυτό ασφαλώς δεν επηρεάζει μόνο τα κοστολόγια των επιχειρήσεων αλλά και το κόστος διαβίωσης των πολιτών.
Δυο χρόνια αναμονής για το μεταφορικό ισοδύναμο
Σύμφωνα με τον κ. Κολεγιάννη, ακόμη δεν έχει καταβληθεί στις επιχειρήσεις του νησιού η επιχορήγηση του Μεταφορικού Ισοδύναμου για το έτος 2022. «Όλα αυτά αιτιολογούν και το πάγιο αίτημα των επιχειρήσεων μας για την επαναφορά των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ», σημειώνει ο ίδιος.
Σύγκριση κόστους Ελλάδας με Ευρώπη
Αναλύοντας περαιτέρω την κατάσταση που βιώνουν οι τουριστικές επιχειρήσεις στα νησιά ο κ. Κολεγιάννης αναφέρει ότι στην Ελλάδα υπάρχουν μεγαλύτερες αναλογικά αυξήσεις τιμών στα είδη διατροφής, με δεδομένο ότι για πολλά από αυτά βασιζόμαστε στις εισαγωγές.
Όπως χαρακτηριστικά λέει, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ οι τιμές των ειδών διατροφής για τον Αύγουστο ήταν αυξημένες κατά 2,8% σε σχέση με πέρυσι στη χώρα μας, υψηλότερα από τον μέσο όρο 1,7% στην Ευρώπη (Eurostat) ενώ επιμέρους ανάλυση στις κατηγορίες που εξετάζει το ΔΤΚ υποδεικνύει ότι το ποσοστό για τα είδη που ενδιαφέρουν πιο άμεσα το ξενοδοχείο ίσως είναι και μεγαλύτερο.
«Πονοκέφαλος» το κόστος ενέργειας
Όσον αφορά την ενέργεια, πάλι σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ οι τιμές ηλεκτρισμού για τον Αύγουστο ήταν περίπου 10% αυξημένες από τον περσινό αντίστοιχο μήνα, όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη επικρατούν αποπληθωριστικές τάσεις.
Επιπλέον, στην Ελλάδα, το μη μισθολογικό κόστος, το οποίο περιλαμβάνει κυρίως τις ασφαλιστικές εισφορές των εργοδοτών και εργαζομένων, είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, επηρεάζοντας σημαντικά την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και την απασχόληση.
Τέλος, η μορφολογία της χώρας μας με τη νησιωτικότητα είναι τέτοια με αποτέλεσμα πολλές τουριστικές και εμπορικές επιχειρήσεις να επηρεάζονται πολύ από το εσωτερικό μεταφορικό κόστος στα νησιά, λέει ο νησιώτης επιχειρηματίας.
Έλλειμα ανταγωνιστικότητας
Σύμφωνα με τον κ. Κολεγιάννη, όλα τα παραπάνω αναδεικνύουν ότι η διατήρηση της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού τουριστικού προϊόντος είναι μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα στον κλάδο του τουρισμού.
«Παρά την αύξηση των τουριστικών αφίξεων, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια αυξανόμενη πίεση στα ξενοδοχειακά περιθώρια κέρδους, λόγω των δραματικά αυξημένων κοστολογίων», υπογραμμίζει.
Οριζόντια τέλη και φόρος διαμονής
Η κατάσταση, υποστηρίζει ο ίδιος, γίνεται ακόμα πιο δυσχερής με την επιβολή οριζόντιων τελών, όπως ο φόρος διαμονής (τέλος ανθεκτικότητας στην κλιματική αλλαγή), που αυξάνει το κόστος διαμονής στην Ελλάδα σε σχέση με άλλους δημοφιλείς προορισμούς.
Επιπλέον, οι αυξημένοι ΦΠΑ για τα ξενοδοχεία σε σύγκριση με ανταγωνιστικούς προορισμούς και η πρόσφατη αύξηση του τέλους παρεπιδημούντων από 0,5% σε 0,75% των εσόδων προσθέτουν επιπλέον βάρη, κάνοντας την ελληνική τουριστική αγορά πιο ακριβή και λιγότερο ανταγωνιστική.
Πέρα από τις αφίξεις και το ανθρώπινο κεφάλαιο
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η διατήρηση και ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας στον τουρισμό θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα και για τον λόγο αυτό η συζήτηση πρέπει να στραφεί από τις τουριστικές αφίξεις στη δημιουργία ενός μακροχρόνιου σχεδίου για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας.
«Η ανταγωνιστικότητα του τουριστικού προϊόντος δεν είναι δεδομένη και δεν βασίζεται στη δομή κόστους, αλλά στο φυσικό πλούτο και το ανθρώπινο κεφάλαιο, όπως χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα μέλη της Ένωσης Ξενοδόχων Ρόδου», αναφέρει ο κ. Κολεγιάννης.
Πηγή: ot.gr