Έντονες είναι ήδη οι αντιδράσεις στην τροπολογία που κατέθεσε στο πολυσυζητημένο νομοσχέδιο για το Σύμφωνο Συμβίωσης, ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης Δημήτρης Παπαγγελόπουλος σύμφωνα με την οποία διασφαλίζεται η αξιοποίηση στοιχείων που αποκτήθηκαν με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών για την διερεύνηση υποθέσεων διαφθοράς ή φοροδιαφυγής.
Μάλιστα πολιτικοί κύκλοι εκτιμούν ότι η τροπολογία αυτή φέρεται να έχει άμεση σχέση με τη χθεσινή ανακοίνωση του Αλέξη Τσίπρα για νέα λίστα (σε στικάκι) ύποπτων συναλλαγών που έχει στην κατοχή του το Μαξίμου, και έδωσε απευθείας στον Γενικό Γραμματέα της κυβέρνησης Μιχάλη Καλογήρου ο περιβόητος Ερβέ Φαλτσιανί.
Τόσο η διαδικασία ψηφίσεως όσο και το περιεχόμενο της συγκεκριμένης διάταξης εγείρουν σοβαρότατες αντιρρήσεις θεσμικού και δικαιοκρατικού περιεχομένου
Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών σε ανακοίνωσή του επισημαίνει ότι με έκπληξη πληροφορήθηκε ότι στον ψηφισθέντα την 22.12.2015 νόμο για το σύμφωνο συμβίωσης συμπεριλήφθηκε διάταξη, η οποία τροποποιεί το άρθρο 177 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ) και «επιτρέπει τη χρήση παρανόμως αποκτηθέντων αποδεικτικών μέσων σε υποθέσεις που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς (δηλαδή τα λεγόμενα «σκάνδαλα διαφθοράς»)».
Σύμφωνα με τον ΔΣΑ «τόσο η διαδικασία ψηφίσεως όσο και το περιεχόμενο της συγκεκριμένης διάταξης εγείρουν σοβαρότατες αντιρρήσεις θεσμικού και δικαιοκρατικού περιεχομένου, τις οποίες το δικηγορικού σώμα αισθάνεται την ανάγκη να εκφράσει». Η επίμαχη ρύθμιση, αναφέρει ο ΔΣΑ «διευρύνει (και μάλιστα σημαντικά) τα δικαιοκρατικά ελλείμματα, που ήδη καταγράφονται για την επίτευξη του σκοπού της καταπολέμησης της διαφθοράς».
Παράλληλα, ο ΔΣΑ εκφράζει το φόβο ότι «με την ψηφισθείσα διάταξη ανοίγει ο δρόμος για την ελεύθερη κυκλοφορία άγνωστης προελεύσεως λιστών, οι οποίες θα αξιοποιούνται αδιακρίτως σε βάρος δικαίων και αδίκων για την απόδειξη οικονομικών εγκλημάτων» και θεωρεί ότι «η καταπολέμηση της διαφθοράς οφείλει να διεξάγεται με τήρηση των συνταγματικών εγγυήσεων και σεβασμό των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και δεν πρέπει να επιδιώκεται με οποιοδήποτε τίμημα».