Η εναρμόνιση της λειτουργίας των ελληνικών ΑΕΙ με τα διεθνή πρότυπα και η ύπαρξη ακαδημαϊκών κινήτρων ώστε οι φοιτητές να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους χωρίς σημαντικές καθυστερήσεις, αποτελούν δύο από τους βασικούς λόγους για τους οποίους η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας αποφάσισε τη διαγραφή των «αιώνιων» φοιτητών. Δεν είναι, βέβαια, η πρώτη απόπειρα ρύθμισης του θέματος. Η προηγούμενη, που ξεκίνησε το 2011 επί υπουργίας Αννας Διαμαντοπούλου, ανεκόπη από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, το 2015. Ειδικότερα, έως και το ακαδημαϊκό έτος 2014-15, συνολικά 178.458 φοιτητές σε πανεπιστήμια και ΤΕΙ λογίζονταν ως «αιώνιοι», αφού είχαν υπερβεί τη δωδεκαετία σπουδών. Από αυτούς οι 152.819 δεν είχαν δώσει σημεία ζωής την προηγηθείσα διετία, ενώ άλλοι 25.639 είχαν εγγραφεί για να εξετασθούν στα μαθήματα που «χρωστούσαν» και να πάρουν πτυχίο. Με τον τρόπο αυτό ουσιαστικά τα ΑΕΙ είχαν μετατραπεί σε εξεταστικό κέντρο. Ενδεικτικό είναι ότι φοιτητής ελληνικού πανεπιστημίου δήλωσε 63 μαθήματα για να εξεταστεί κατά τη διάρκεια μιας εξεταστικής περιόδου!
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, το 2015, προχώρησε στην ακύρωση όλων των διατάξεων του νόμου 4009/2011 που αφορούν την οργάνωση των σπουδών των φοιτητών σε σχέση με τον ανώτατο χρόνο σπουδών. Επίσης, ακυρώθηκαν αναδρομικά όλες οι διαγραφές «αιωνίων» φοιτητών. Σήμερα, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία (Σεπτέμβριος 2020) της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, 235.406 φοιτητές έχουν ξεπεράσει τα προβλεπόμενα έτη σπουδών της σχολής τους, περισσότεροι από τους φοιτητές εντός του ελάχιστου χρόνου, που είναι 190.652.
Για το θέμα γράφουν:
Καίριες παρεμβάσεις για να αλλάξει το τοπίο
ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ*
Οι παρεμβάσεις για την εισαγωγή στην ανώτατη εκπαίδευση, που εγκρίθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο, αποσκοπούν να ρυθμίσουν χρόνιες παθογένειες, συμβάλλοντας στη βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης και της σύνδεσής της με την αγορά εργασίας.
Η θεσμοθέτηση ελάχιστης βάσης εισαγωγής (ΕΒΕ) διασφαλίζει ότι οι εισαγόμενοι φοιτητές έχουν τις ακαδημαϊκές προϋποθέσεις για να φοιτήσουν επιτυχώς και να ολοκληρώσουν τις πανεπιστημιακές τους σπουδές. Οι απαιτήσεις αυτές, ιδιαίτερα μετά την άκριτη και αλόγιστη ενσωμάτωση των ΤΕΙ στα πανεπιστήμια από την προηγούμενη κυβέρνηση, διαφέρουν σημαντικά μεταξύ σχολών και τμημάτων. Είναι γι’ αυτό απαραίτητο, η ΕΒΕ να καθοριστεί ανάλογα με τον προσανατολισμό των προγραμμάτων σπουδών. Αυτό απαιτεί την ενίσχυση του ρόλου των πανεπιστημίων στην επιλογή των φοιτητών τους και τη συνεργασία τους με το υπουργείο στον καθορισμό της ΕΒΕ. Είναι επίσης απαραίτητο η ΕΒΕ να μην εξαρτάται από τη δυσκολία των θεμάτων κάθε χρόνο. Θα ήταν άδικο η επιτυχία ή η αποτυχία καθενός να εξαρτάται από τη χρονιά που έδωσε εξετάσεις.
Η καθιέρωση δύο φάσεων εισαγωγής στην ανώτατη εκπαίδευση -με περιορισμό των προτιμήσεων στην πρώτη φάση- όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, θα συμβάλει ώστε περισσότεροι φοιτητές να εισαχθούν σε σχολή που θέλουν πραγματικά να σπουδάσουν. Ο μηχανισμός «ρουλέτας» προτιμήσεων και τελικής εισαγωγής που ισχύει σήμερα, έπρεπε να περιοριστεί. Άλλωστε, παρότι μπορούν να δηλώσουν μέχρι και 265 σχολές, το 67% των υποψηφίων δηλώνει μέχρι 25 προτιμήσεις, ενώ το 95% των εισαχθέντων εισάγονται στις 25 πρώτες προτιμήσεις τους στο μηχανογραφικό δελτίο. Η αναγκαία προσαρμογή έχει σε σημαντικό βαθμό συντελεστεί. Μπορεί όμως να βελτιωθεί ακόμη περισσότερο. Οι επιλογές των υποψηφίων φοιτητών θα γίνουν περισσότερο συνειδητές και προσεκτικές, ενώ περισσότεροι θα μπορέσουν να σπουδάσουν στον τόπο τους, εφόσον το επιθυμούν, περιορίζοντας το κόστος των σπουδών. Έτσι θα αυξηθούν όσοι ολοκληρώνουν επιτυχώς και έγκαιρα τις σπουδές τους, ενώ θα βελτιωθεί η εκπαιδευτική διαδικασία σε κάθε σχολή. Επιπλέον, η νέα διαδικασία θα ενισχύσει τα κίνητρα των πανεπιστημίων, ώστε να εμπλουτίσουν τις πληροφορίες που διαθέτουν στους υποψηφίους για τις σπουδές που προσφέρουν, τα ερευνητικά και εκπαιδευτικά επιτεύγματά τους και τις προοπτικές απασχόλησης των αποφοίτων τους. Η βελτίωση των ποσοστών ολοκλήρωσης των σπουδών θα συμβάλλει ακόμη, στη βελτίωση της θέσης των ελληνικών πανεπιστημίων στα διεθνή συστήματα κατάταξης και θα ενισχύσει το διεθνές ακαδημαϊκό τους κύρος.
Η καθιέρωση ορίου φοίτησης (Ν+Ν/2) για τους νέους φοιτητές, θα συμβάλλει ώστε να ενισχυθούν τα κίνητρα για ολοκλήρωση των σπουδών τους. Το ζήτημα δεν είναι πρωτίστως το οικονομικό κόστος, χωρίς κι αυτό να είναι αμελητέο. Είναι η σπατάλη νέων ανθρώπων όταν δεν ολοκληρώνουν τις σπουδές τους. Μένουν χωρίς πραγματικά εφόδια για να προχωρήσουν στη ζωή τους. Με τα προσόντα του Λυκείου, είναι αυτοί που δυσκολεύονται περισσότερο να βρουν δουλειά και οι πιο ευάλωτοι να τη χάσουν και να βρεθούν άνεργοι. Και είναι πολλοί (σχεδόν 30% του συνόλου των φοιτητών) για να μην απασχολούν τα πανεπιστήμια, την πολιτεία και την ευρύτερη κοινωνία.
Οφείλουμε όμως σύντομα να δούμε, ακόμα, ποιος τρόπος είναι καλύτερος να αντιμετωπίσουμε όσους ήδη έχουν υπερβεί την προβλεπόμενη διάρκεια των σπουδών τους, χωρίς εμφανή προοπτική ή ενδιαφέρον για την ολοκλήρωσή τους. Υπό προϋποθέσεις, μια «δεύτερη» ευκαιρία, εφόσον το επιθυμούν, θα μπορούσε να τους προσφέρει μια νέα προοπτική στην εκπαίδευση, την απασχόληση και τη ζωή τους.
* Ο κ. Αποστόλης Δημητρόπουλος είναι γενικός γραμματέας Ανώτατης Εκπαίδευσης.
Αναγκαία η παροχή άλλων διεξόδων
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΤΑΡΑΣ*
Κανείς δεν είναι ευτυχής με την ύπαρξη των «αιώνιων φοιτητών» και κυρίως με την ουσιαστική πλευρά του θέματος, που είναι ο μεγάλος μέσος χρόνος αποφοίτησης σε πάρα πολλά πανεπιστημιακά τμήματα. Το ζήτημα είναι εάν η προτεινόμενη από το υπουργείο λύση επιδρά έγκαιρα και ουσιαστικά στις ρίζες του προβλήματος ή απλώς λειτουργεί διαπιστωτικά, με κίνδυνο να οδηγήσει σε αδιέξοδα ή να μην εφαρμοστεί όπως στο παρελθόν. Βεβαίως, ο κίνδυνος της διαγραφής ίσως λειτουργήσει ως καμπανάκι για τους φοιτητές, είναι όμως ένα καμπανάκι που έρχεται πολύ αργά και κυρίως χωρίς να δίνει άλλες διεξόδους.
Εκείνο που πρέπει να μας απασχολεί είναι η νοοτροπία ότι η προσπάθεια λήγει με την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο και ότι οι φοιτητές δικαιούνται για ένα-δυο χρόνια να κάνουν διακοπές ή να ασχοληθούν με άλλα. Οσοι ακολουθούν αυτή τη λογική βρίσκονται, πολύ αργά, αντιμέτωποι με βασικές και δυσαναπλήρωτες ελλείψεις, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να τα καταφέρουν.
Μια πολιτική μείωσης της λιμνάζουσας φοίτησης πρέπει να στηρίζεται κυρίως σε δύο άξονες: α) Τη μετατροπή των σημερινών ενδεικτικών προγραμμάτων σπουδών σε υποχρεωτικά, όσον αφορά την αλληλουχία των μαθημάτων, π.χ., με την επαναφορά του έτους αντί του εξαμήνου, τουλάχιστον για το πρώτο έτος, ή ενός υποχρεωτικού συστήματος προαπαιτουμένων και β) την παροχή διεξόδων αλλαγής αντικειμένου για όσους δεν τα καταφέρνουν ή αλλάζουν γνώμη οποιαδήποτε στιγμή, όπως γίνεται παντού.
* Ο κ. Δημήτρης Ματαράς είναι κοσμήτωρ Πολυτεχνικής Σχολής Παν. Πατρών.
Πηγή: kathimerini.gr