Η συμφωνία που έκλεισε η Ελλάδα στο παρά πέντε, για να παρατείνει τη στήριξη των 172 δισ. ευρώ κατά τέσσερις μήνες, έφερε ανάσες ανακούφισης στην ευρωζώνη, αναφέρει σε άρθρο του στους Financial Times ο Peter Spiegel.
Η συμφωνία έγινε, μετά από σκληρή διαπραγμάτευση, που κράτησε μερικές εβδομάδες, κατά τη διάρκεια των οποίων η ελληνική κυβέρνηση επέμενε ότι δεν μπορεί να περιορίζεται από τις δεσμεύσεις για μεταρρυθμίσεις που έκαναν οι προκάτοχοί της, ενώ η Γερμανία και οι άλλοι πιστωτές απαιτούσαν να το κάνει, προτού συζητήσουν οιαδήποτε παράταση.
Ο συμβιβασμός μπορεί να έσωσε την Αθήνα από τον κίνδυνο μαζικής φυγής καταθέσεων–ακόμη και χρεοκοπίας–αλλά εγκυμονούν αρκετοί κίνδυνοι μέσα στους επόμενους τέσσερις μήνες.
Βραχυπρόθεσμος κίνδυνος: Η πολιτική
Αν και η τετράμηνη παράταση εγκρίθηκε από τους υπουργούς Οικονομικών και των 19 κρατών-μελών την Τρίτη, τώρα πρέπει να επικυρωθεί από αρκετά εθνικά κοινοβούλια και, κυρίως, από τη Γερμανία και (σ.σ. πιθανότατα) την Ελλάδα. Και στις δύο χώρες, οι πολιτικοί επιμένουν πως η κοινοβουλευτική επικύρωση είναι δεδομένη, αλλά θα μπορούσε να αποδειχθεί τελικά δύσκολη.
Η πιο σκληρή μάχη μπορεί να δοθεί στην Ελλάδα, όπου τα μέλη της ακροαριστεράς του κυβερνώντος ΣΥΡΙΖΑ άρχισαν να παραπονούνται, επειδή εγκαταλείφθηκαν οι υποσχέσεις περί οριστικής κατάργησης του μνημονίου. Ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας συναντήθηκε με βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ επί τέσσερις ώρες σε μία συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών όπου υπερασπίστηκε τη συμφωνία παράτασης, η οποία περιλαμβάνει μία σειρά δεσμεύσεων για μεταρρυθμίσεις από τη δική του κυβέρνηση.
Το κλίμα, όμως, ήταν τεταμένο. Πολλοί από τους 149 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ ανησυχούν ότι οι συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις έρχονται σε αντίθεση με τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης που ενέκρινε η Βουλή. Ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, ο επικεφαλής της Αριστερής Πλατφόρμας του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν ο πρώτος υπουργός που δημοσίως διαφώνησε με τη συμφωνία, λέγοντας στην εφημερίδα «Τα Νέα» ότι θα μπλοκάρει τις ιδιωτικοποιήσεις σε ΔΕΗ, ΔΕΠΑ και ΕΛΠΕ – παρά τη δέσμευση που έκανε ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Βαρουφάκης να μην σταματήσουν οι ιδιωτικοποιήσεις των οποίων η διαδικασία έχει ήδη ξεκινήσει.
Στη Γερμανία, ο κυβερνητικός συνασπισμός ελέγχει τόσο μεγάλη πλειοψηφία στην Bundestag που θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι η συμφωνία θα επικυρωθεί την Παρασκευή. Οι αποστασίες από τους Χριστιανοδημοκράτες της Άνγκελα Μέρκελ, όμως, μπορεί να αποδειχθεί σημαντικές, καθώς ήδη αρκετοί εκφράζουν δημοσίως την αντίθεσή τους, λόγω των αμφιβολιών που έχουν για τη λίστα των μεταρρυθμίσεων.
Μεσοπρόθεσμος κίνδυνος: Χρηματοδότηση
Ακόμη κι αν εγκριθεί η παράταση της σύμβασης σε Αθήνα και Βερολίνο, τα εναπομείναντα 7,2 δισ. ευρώ δεν θα δοθούν, μέχρις ότου η Ελλάδα ολοκληρώσει τις υφιστάμενες προϋποθέσεις. Κι αυτό μπορεί να πάρει μήνες.
Έτσι, τίθεται ένα επείγον πρόβλημα: Οι αναλυτές εκτιμούν ότι η ρευστότητα της Αθήνας εξαντλείται γρήγορα–τον προηγούμενο μήνα τα φορολογικά έσοδα ήταν 1 δισ. ευρώ κάτω του στόχου – και μπορεί να χρειαστεί έξωθεν στήριξη, πριν τα τέλη Μαρτίου.
Η Αθήνα έχει συζητήσει δημοσίως δύο πιθανές πηγές ρευστότητας: 1,9 δισ. ευρώ κέρδη που δημιουργήθηκαν από τα ελληνικά ομόλογα και τα οποία κρατά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή έκδοση βραχυπρόθεσμων τίτλων (εντόκων γραμματίων).
Οι αρχές της ευρωζώνης, όμως, έχουν εν πολλοίς αποκλείσει και τις δύο επιλογές. Τα 1,9 δισ. ευρώ από τα κέρδη των ομολόγων μπορούν να εκταμιευθούν μόνο στο τέλος του προγράμματος κι αυτό το έχουν θέσει ξεκάθαρα. Ως προς τα έντοκα γραμμάτια, η ΕΚΤ ανησυχεί για επέκταση του υφιστάμενου ανώτατου ορίου των 15 δισ. ευρώ στις εκδόσεις νέων τίτλων, καθώς υπάρχουν αυξανόμενες ενδείξεις ότι τα αγοράζουν μόνο οι ελληνικές τράπεζες.
Οι ελληνικές τράπεζες αυτή τη στιγμή στηρίζονται στον έκτακτο δανεισμό της κεντρικής τράπεζας, για να λειτουργήσουν. Κατά συνέπεια, η αγορά περισσότερων εντόκων γραμματίων ουσιαστικά θα σήμαινε ότι η έκτακτη χρηματοδότηση χρησιμοποιείται για την αγορά μη ρευστοποιήσιμων τίτλων, κάτι στο οποίο θα αντιδρούσε η ΕΚΤ. Θα σήμαινε, επίσης ότι η ρευστότητα της ΕΚΤ χρησιμοποιείται για τη χρηματοδότηση του ελληνικού Δημοσίου, κάτι που αντιβαίνει στη νομοθεσία της ΕΕ.
Ορισμένοι αξιωματούχοι της ΕΚΤ ανησυχούν, επίσης ότι, εάν δοθεί χρηματοδότηση στην Αθήνα μέσω εντόκων γραμματίων, ενώ οι εθνικές κυβερνήσεις έχουν απορρίψει τη βραχυπρόθεσμη στήριξη, τότε θα υπονομευθούν οι αιρετοί πολιτικοί που εξελέγησαν ακριβώς, για να λαμβάνουν αυτές τις αποφάσεις.
Για τα δεδομένα της κρατικής χρηματοδότησης, διεθνώς, οι τέσσερις μήνες που δίνει η παράταση είναι σύντομο χρονικό διάστημα. Για την ελληνική κρίση, όμως, είναι μία αιωνιότητα.
Ακόμη κι αν τα κοινοβούλια εγκρίνουν την παράταση και η Αθήνα βρει βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση, θα πρέπει να ολοκληρώσει τις μεταρρυθμίσεις με όρους που ενδέχεται να αποδειχθούν πολύ πιο δαπανηροί απ’ ό,τι υποσχέθηκε ο κ. Βαρουφάκης. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εξέφρασαν ανησυχίες για τις υποσχεθείσες μεταρρυθμίσεις. Κι αυτό σημαίνει ότι η Αθήνα μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπη με νέα προβλήματά, εάν κάποιος από τους δύο θεσμούς δεν υπογράψουν την καταβολή των 7,2 δισ. ευρώ.
Και μετά έρχεται μία ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση: Η διαπραγμάτευση για ένα τρίτο πρόγραμμα στήριξης για, όταν λήγει η παράταση, τον Ιούνιο. Η Αθήνα αντιμετωπίζει πληρωμές δόσεων 6,7 δισ. ευρώ για τον Ιούλιο και τον Αύγουστο και πρέπει να έχει μέχρι τότε μία νέα στήριξη. Με τα νεύρα που έχουν, όμως, σε Βρυξέλλες και Βερολίνο, θα είναι μάλλον ένας Γολγοθάς.
Πηγή: Euro2day