Μία σύνταξη το χρόνο δαπανούν οι συνταξιούχοι για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Τα νέα στοιχεία για την ιδιωτική φαρμακευτική δαπάνη επιβεβαιώνουν ότι τα φάρμακα είναι πραγματικό… φαρμάκι για τους Έλληνες και ιδιαίτερα τους συνταξιούχους, οι οποίοι δίνουν τουλάχιστον 500 ευρώ το χρόνο για τα φάρμακά τους. Επιπλέον πρέεπι να προστεθούν τα χρήματα που ξοδεύουν για εξετάσεις και ιατρικές υπηρεσίες.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που αφορούν στο 2018 και προκύπτουν από την ΗΔΙΚΑ, τον Κρατικό Προϋπολογισμό και τις φαρμακευτικές εταιρίες, η συμμετοχή των ασφαλισμένων στην εξω-νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη διαμορφώθηκε σε 625 εκατομμύρια ευρώ, ήτοι στο 17,5% της συνολικής φαρμακευτικής δαπάνης.
Όπως γράφει ο «Ελεύθερος Τύπος», πρόκειται όμως για τη θεσμοθετημένη συμμετοχή, δηλαδή για τη συμμετοχή που καλείται να καταβάλει ο πολίτης για συνταγογραφούμενα φάρμακα.
Εάν υπολογιστούν και τα μη συνταγογραφούμενα φάρμακα, και όσα δεν συνταγογραφούνται, το συνολικό ποσό για αγορά σκευασμάτων από τους πολίτες ανέρχεται σε 1,64 δισ. ευρώ για το 2018.
Η καθαρή δημόσια φαρμακευτική δαπάνη είχε καθοριστεί για το 2018 στα 1,945 δισ. ευρώ, ενώ οι φαρμακευτικές εταιρίες λόγω υπέρβασης του προαναφερόμενου ποσού καλούνται να καταβάλλουν clawback (υποχρεωτικές επιστροφές) και rebate (εκπτώσεις) συνολικού ύψους 1,4 δισ. ευρώ.
Σημειώνεται ότι το 2017 η φαρμακοβιομηχανία συμμετείχε με 1,03 δισ. ευρώ στη φαρμακευτική δαπάνη και με 866 εκατ. ευρώ οι ασφαλισμένοι (το 50% της συνολικής εξω-νοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης), όπως προκύπτει από μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ).
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνουν φαρμακοποιοί στον Ελεύθερο Τύπο, οι πολίτες και ιδίως οι συνταξιούχοι που λαμβάνουν σταθερά κάποια φάρμακα δίνουν κατά μέσο όρο 30-50 ευρώ μηνιαίως στο φαρμακείο ως συμμετοχή για τα φάρμακά τους. Αυτό το ποσό αντιστοιχεί σε έναν μέσο όρο πέντε έως δώδεκα σκευασμάτων που θεωρείται, κατά τους φαρμακοποιούς, ένας μέσος συνταξιούχος. Εάν κάποιος λαμβάνει περισσότερα φάρμακα, τότε το κόστος ανεβαίνει σημαντικά. Μια τέτοια περίπτωση είναι του κ. Διονύση Σβορώνου, γενικού γραμματέα της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συνταξιούχων ΟΑΕΕ, ο οποίος δίνει 70 ευρώ το μήνα για συμμετοχή στα φάρμακά του. «Εχω υποβληθεί σε ένα μπαϊπάς. Χρειαζόμουν 48 ευρώ το μήνα για φάρμακα. Εδώ και έξι μήνες δίνω 70 γιατί έχουν ακριβύνει. Ακόμη τρία ευρώ σε συνταγές καθώς είναι δέκα φάρμακα. Είναι πολλά τα χρήματα. Οι συνταξιούχοι έχουμε γονατίσει. Εάν σκεφτείτε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τις εξετάσεις σε δημόσια νοσοκομεία ή στα πρώην ΙΚΑ, λόγω ελλείψεων ή χαλασμένων μηχανημάτων, τα 50άρικα και τα κατοστάρικα φεύγουν έτσι στον ιδιωτικό τομέα», αναφέρει στον «Ε.Τ.» και προσθέτει: «Κάθε δυο μήνες συνεδριάζει το Διοικητικό Συμβούλιο της Ομοσπονδίας. Και οι συνάδελφοι μεταφέρουν τη δραματική εικόνα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης από όλη την Ελλάδα με τη μόνιμη έκφραση: “Μετά τις περικοπές στις συντάξεις, δεν μπορούμε να πληρώσουμε πια τα φάρμακά μας”».
Ο υπουργός Υγείας, Ανδρέας Ξανθός, σε δηλώσεις του το μήνα Δεκέμβριο ανέφερε ότι συνολικά η ιδιωτική δαπάνη, συμπεριλαμβανομένων των Μη Συνταγογραφούμενων Φαρμάκων (ΜΗΣΥΦΑ) ανέρχεται σε 1,8 δισ. ευρώ το έτος. Οι ειδικοί στο χώρο του φαρμάκου, βέβαια, και ιδιαίτερα οι εκπρόσωποι των φαρμακευτικών εταιριών νιώθουν την ανάγκη να διαχωρίζουν τι σημαίνει επιβάρυνση των ασθενών. Ετσι, σύμφωνα με τα οικονομικά μοντέλα, η συμμετοχή των ασφαλισμένων στην εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη χωρίζεται α) στη θεσμοθετημένη συμμετοχή (0%, 10% και 25% ανάλογα με τη θεραπευτική κατηγορία) και β) στην επιβάρυνση από τη διαφορά λιανικής τιμής και τιμής αποζημίωσης από τον ασφαλιστικό φορέα. Για το 2018, η θεσμοθετημένη συμμετοχή των ασφαλισμένων ανήλθε σε 364 εκατομμύρια ευρώ, ενώ η επιβάρυνση από τη διαφορά λιανικής τιμής και τιμής αποζημίωσης ανήλθε σε 261 εκατ. ευρώ.
Παράλληλα, αναφορικά με τις λοιπές ιδιωτικές δαπάνες, 265 εκατομμύρια ευρώ δαπανήθηκαν για ΜΗΣΥΦΑ, 115 εκατομμύρια για φάρμακα της αρνητικής λίστας, που συνταγογραφούνται δηλαδή αλλά δεν αποζημιώνονται, ενώ σε 635 εκατομμύρια ευρώ ανήλθαν οι δαπάνες για αποζημιούμενα φάρμακα, τα οποία όμως επέλεξε ο ασθενής να πληρώσει 100% από την τσέπη του. Ενα τέτοιο παράδειγμα αποτελούν τα κοινά αντιβιοτικά, τα οποία συνταγογραφούνται και αποζημιώνονται, αλλά προκειμένου ένας ασφαλισμένος να μην πάει σε γιατρό να του τα γράψει, επισκέπτεται το φαρμακείο και τα πληρώνει εξ ολοκλήρου, εφόσον μάλιστα συνήθως πρόκειται για φτηνά φάρμακα.
Το τεφτέρι καλά κρατεί
Τεφτέρια κρατούν πολλοί φαρμακοποιοί, καθώς το μηνιαίο εισόδημα των ελληνικών οικογενειών δεν φτάνει πολλές φορές και για την αγορά των φαρμάκων τους. Το φαινόμενο είναι περισσότερο σύνηθες στα συνοικιακά φαρμακεία, εκεί όπου οι πολίτες έχουν περισσότερο προσωπική σχέση με το φαρμακοποιό. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του κ. Γιώργου Γ. (τα στοιχεία του έχει στη διάθεσή της η εφημερίδα), φαρμακοποιού στην Αλσούπολη Νέας Ιωνίας. Οπως λέει, η πλειονότητα των πελατών του ζητούν διευκόλυνση. «Το φαρμακείο μου στηρίζεται στους συνταξιούχους, λόγω του ότι είναι φαρμακείο γειτονιάς. Εξυπηρετώ με δανεικά και περιμένω να πληρωθούν οι συνταξιούχοι για να λάβω τα χρήματά μου. Ετσι δημιουργείται νέος κύκλος στο τετράδιο που κρατώ, με αποτέλεσμα να είναι επαναλαμβανόμενο φαινόμενο κάθε μήνα. Πληρώνουν όμως, δεν είναι ότι δεν με πληρώνουν ποτέ. Απλά ζητούν διευκόλυνση», αναφέρει στον «Ε.Τ.».
Προσθέτει, δε, ότι το φαινόμενο του «τεφτεριού» εντείνεται και δεν φαίνεται η «έξοδος» από τα Μνημόνια να βελτίωσε τα οικονομικά των νοικοκυριών. Ερωτηθείς εάν μπορεί να αντεπεξέλθει στα έξοδα της επιχείρησής του δεδομένου ότι έχει παγιωθεί το «βερεσέ», αναφέρει ότι «δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά». «Με παίρνει ή όχι, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Θα χάσω τους πελάτες μου. Θα απευθυνθούν αλλού. Ζω από τους συνταξιούχους στην ουσία».
Ο κ. Γιώργος Γ. επισημαίνει, μάλιστα, ότι όλο και περισσότεροι πελάτες τού ζητούν πλέον γενόσημα, λόγω χαμηλότερου κόστους. Ενδεικτικά, η επιλογή γενόσημου ανέρχεται περίπου στα πέντε ευρώ συμμετοχή το μήνα.
Διπλό το «χαράτσι» για τους συνταξιούχους
Φαρμακερές είναι συγκεκριμένα οι συμμετοχές των συνταξιούχων για φάρμακα σε σχέση με τους Ελληνες κάτω των 65 ετών. Στοιχεία της Ερευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών για το 2017, που δημοσιοποίησε η ΕΛ.ΣΤΑΤ., δείχνουν ότι η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών για αγορά αγαθών και υπηρεσιών είναι 1.414,09 ευρώ. Από αυτά, τα 103,33 ευρώ (ή 7,3%) είναι για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Για τα νοικοκυριά με έναν ηλικιωμένο πάνω από 65 χρόνων το ποσοστό για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη είναι 13,4% της μέσης μηνιαίας δαπάνης και ανέρχεται για κάθε ηλικιωμένο στα 641,94 ευρώ.
Δηλαδή, με βάση τα παραπάνω στοιχεία κάθε συνταξιούχους ξοδεύει 86,02 ευρώ το μήνα κατά βάση για φάρμακα, επισκέψεις στους γιατρούς, εξετάσεις και νοσηλείες στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα Υγείας.
Το 2017, οι ηλικιωμένοι άνω των 65 χρόνων στην Ελλάδα ήταν 21,6% των 10,7 εκατομμυρίων κατοίκων, δηλαδή 2.311.200 άτομα.
2,386 δισ. ευρώ. Με δεδομένο ότι οι συνολικές ιδιωτικές δαπάνες Υγείας για το 2017 ήταν 5,058 δισ. ευρώ, προκύπτει ότι το 47,12% (δηλαδή τα 2,386 δισ.) καταβλήθηκε από τους ηλικιωμένους άνω των 65 χρόνων.