Υπόθεση από κοινού υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας που το εμπιστεύθηκαν στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας με κατηγορούμενους δύο αργυροχρυσοχόους μέλη γνωστής οικογένειας του νησιού, που καταμηνύθηκαν από πρώην συνεταίρο, συγγενή τους, θα απασχολήσει, μετά από αναβολές την προγραμματισμένη για την 17η Μαρτίου 2022 συνεδρίαση του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων.
Το ιστορικό της υπόθεσης φέρεται να έχει ως εξής:
Δυνάμει ιδιωτικού συμφωνητικού, που υπεγράφη το έτος 1987, νομίμως δημοσιευμένου στα βιβλία προσωπικών εταιρειών του Πρωτοδικείου Ρόδου, η πρώτη κατηγορουμένη και ο δεύτερος κατηγορούμενος, συνέστησαν από κοινού με τον εγκαλούντα συγγενή τους, ομόρρυθμη εταιρία με έδρα στη Μεσαιωνική Πόλη, σε ισόγειο κατάστημα -συνιδιοκτησίας του εγκαλούντος, του δευτέρου κατηγορουμένου και του πατέρα της πρώτης κατηγορουμένης, οι οποίοι είναι αδέρφια με σκοπό την εμπορία ειδών αργυροχρυσοχοΐας και με αρχικό κεφάλαιο 2.100.000 δραχμές στο οποίο συμμετείχαν οι τρεις ιδρυτές κατά ποσοστό 1/3 έκαστος εξ αυτών.
Η ανωτέρω ομόρρυθμη εταιρία υπέβαλε δήλωση έναρξης εργασιών στη Δ.Ο.Υ. Ρόδου το 1988, λειτούργησε έως τον Ιούλιο του 2008, οπότε και λύθηκε με εξώδικη καταγγελία του εγκαλούντος, επιδοθείσα στους δύο πρώτους κατηγορούμενους και ομορρύθμους εταίρους της.
Έκτοτε, η ανωτέρω εταιρία τέθηκε υπό εκκαθάριση, με συνεκκαθαριστές, εκ του νόμου και τους τρεις πρώην ομορρύθμους εταίρους, καθόσον δεν είχε συμφωνηθεί κάτι άλλο στο ανωτέρω συμφωνητικό.
Κατά τους ισχυρισμούς των εγκαλούντων, στο πλαίσιο της διενεργηθείσας εκκαθάρισης, οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι, καίτοι η ανωτέρω εταιρία είχε λυθεί και τελούσε υπό εκκαθάριση, παρέμειναν στην κατοχή του ακινήτου στο οποίο στεγαζόταν η επιχείρηση, περαιτέρω δε αν και είχαν παραλάβει κατά κατοχή και χρήση την κινητή περιουσία της λυθείσας εταιρίας αποκλειστικά προς το σκοπό εκπλήρωσης των αναγκών της εταιρείας κατά το στάδιο της εκκαθάρισης, εκείνοι, ενεργώντας από κοινού δεν προχώρησαν στη διενέργεια της εκκαθάρισης αλλά αντιθέτως, ιδιοποιήθηκαν παράνομα κινητά αντικείμενα της εταιρείας που αποτελούσαν την κινητή περιουσία της και τα οποία είχαν περιέλθει στην κατοχή τους με την ιδιότητά τους ως διαχειριστών ξένης περιουσίας.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του μηνυτή, κατά το χρονικό διάστημα ιδιοποιήθηκαν κοσμήματα αξίας 1.350.000 ευρώ.
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου που επιλήφθηκε της δικαστικής έρευνας για την υπόθεση τους παρέπεμψε σε δίκη για το ό,τι, κατά το χρονικό διάστημα από 28-6-2008 έως 22-10-2008, ενώ αμφότεροι ετύγχαναν ομόρρυθμοι μέτοχοι της εταιρείας και ενώ αυτή είχε λυθεί και τεθεί υπό εκκαθάριση μετά την από 28-6-2008 καταγγελία του εγκαλούντος και επίσης ομόρρυθμου εταίρου αυτής, η οποία και είχε επιδοθεί στους κατηγορούμενους στις 16-7-2008, εκείνοι με την ιδιότητά τους και συνεκκαθαριστών της εταιρίας, παραμένοντας ταυτοχρόνως στην κατοχή του ακινήτου επί του οποίου στεγαζόταν η ανωτέρω εταιρεία, και μολονότι είχαν παραλάβει κατά κατοχή για τις ανάγκες της εκκαθάρισης και μόνον την κινητή περιουσία της εταιρείας, έχοντας ως εκ τούτου την ιδιότητα των διαχειριστών ξένης περιουσίας, ενεργώντας από κοινού ιδιοποιήθηκαν παρανόμως τα ξένα ως προς εκείνους περιουσιακά αντικείμενα της εταιρίας.
Φέρονται ειδικότερα να ιδιοποιήθηκαν 250 περιδέραια, 300 δαχτυλίδια, 280 βραχιόλια, 450 σταυρούς, 600 μενταγιόν και 20 ζεύγη σκουλαρίκια, συνολικής αξίας περίπου 1.350.000 ευρώ.
Επιπλέον, την 25-7-2008 αμφότεροι φέρονται να εξέδωσαν επ’ ονόματι της εταιρείας, αν και αυτή τελούσε υπό εκαθθάριση, τέσσερα τιμολόγια συνολικού ποσού 471,20 ευρώ, με φερόμενη πωλήτρια την υπό εκαθθάριση εταιρεία και φερόμενο αγοραστή τον δεύτερο κατηγορούμενο.
Η πραγματική αξία των κινητών πραγμάτων που συγκροτούν τον εξοπλισμό της επιχείρησης φέρεται να ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 150.000 ευρώ.