του Θεόδωρου Μ. Παπαγεωργίου,
τέως Νομικού Συμβούλου του Δήμου Ρόδου – Άρχοντα Δικαιοφύλακα της Μ.τ.Χ.Ε
Στην είσοδο του ΄Αουσβιτς υπάρχει η εξής επιγραφή: «Λαοί που δεν θυμούνται (και προσθέτουμε ή παραχαράσσουν) την Ιστορία τους είναι υποχρεωμένοι να την ξαναζήσουν». Με αφορμή τον θόρυβο που αδικαιολόγητα, κατά τη γνώμη μου, δημιουργήθηκε σχετικά με ρύθμιση για τον Αιγιαλό που εξομοιώνει τη Δωδεκάνησο με τα ισχύοντα σε όλη τη λοιπή χώρα, χωρίς να γίνεται κατανοητό ότι σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική νομοθεσία που πρόκειται να εφαρμοστεί, το εύρος του κοινόχρηστου αιγιαλού συνεχίζει να ξεκινά από την ακτογραμμή και να καταλήγει στις «μεγαλύτερες συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων» (αρ. 1 Ν. 2971/2001), όπως ακριβώς η φυσική διαμόρφωση έχει (άμμος-βότσαλα, βράχοι κ.λ.π. ως και το «φυσικό όριο της βλάστησης» αρ. 9 Ν. 2971/2001), ώστε δεν είναι δυνατόν να θεωρείται πανάκεια ο Κτηματολογικός Κανονισμός Δωδεκανήσου που κατά πρόβλεψη των κατακτητών, πέρα του παραπάνω φυσικού Αιγιαλού ήθελε πλασματικά και μια επιπλέον επέκταση 12 μ., θα πρέπει περαιτέρω να υπενθυμίσω ότι:
Με συμμετοχή στις νομοπαρασκευαστικές διαδικασίες των Δικηγορικών Συλλόγων Ρόδου και Κω και χωρίς τη παραμικρή αντίδραση, όλες οι ουσιαστικές διατάξεις του Κτημ. Κανονισμού Δωδεκανήσου, δηλαδή και αυτές περί αιγιαλού, έχουν ήδη μαζί του από 2ετίας καταργηθεί και συγκεκριμένα από 23-5-2025 παύουν να ισχύουν (άρθρα 47 παρ.1 και 10 παρ 1. Ν. 4934/2022, ΦΕΚ Α 100/23-05-2022). Καθώς επίσης σχετικά με όψιμα εγκώμια για τον καταργούμενο Κτηματολογικό Κανονισμό, να υπενθυμίσω ότι ισχύουν τα παρακάτω αντικειμενικά στοιχεία που καταδεικνύουν ότι ανεξάρτητα από την κτηματογραφική για την εποχή του τελειότητα (πλέον όμως εξαιρετικά παρωχημένη και αυτή), επί της σκοπιμότητας θέσπισής του, οι Ιταλοί κατακτητές απέβλεψαν σε ένα (1) πράγμα, που δυστυχώς αν και το πιο κρίσιμο, υποτιμήθηκε και κανένας στο απώτερο παρελθόν δεν θέλησε να το αναδείξει, είτε σε πολιτικό-διοικητικό επίπεδο είτε σε δικαστικό:
-Να βρεθούν πλασματικά οι κατακτητές ιδιοκτήτες τεράστιων εκτάσεων στη Ρόδο και στη Κω, σε μέγεθος που μέχρι σήμερα δεν υπάρχει σε καμιά άλλη περιοχή της χώρας, καθώς μόνο στη Ρόδο, το 1/3 τουλάχιστον της έκτασης του νησιού το κατέγραψαν πάνω τους, φτάνοντας σήμερα, ούτε λίγο ούτε πολύ, να συνιστά σε έκταση τα 2/3 της ανά την επικράτεια δημόσιας ακίνητης περιουσίας. Όπως επίσης
αποτελεί δυστυχώς αντικειμενικό γεγονός ότι το Ελληνικό Δημόσιο λυσσαλέα αντιμάχεται τους κατοίκους των εκτός Ρόδου και Κω, μικρότερων νησιών της Δωδεκανήσου, κρατώντας τους ομήρους σε αμέτρητες δίκες και εξαντλώντας τους μέχρι το ΄Αρειο Πάγο, προβάλλοντας ότι τα πατρογονικά ακίνητα δεν δικαιούνται να τα καταγράψουν στο όνομα τους στο Εθνικό Κτηματολόγιο, διότι όπως υποστηρίζει βάσει Κτηματολ. Κανονισμού Δωδεκανήσου όλα είναι «δημόσιες γαίες αρζί μιρί», ακόμη χαρακτηριστικά και τα μοναστήρια-ναύδρια της Σύμης!!
Για το σκοπό λοιπόν αυτό, εξερχόμενος μετά σχεδόν 40 χρόνια από τις νομικές υπηρεσίες μου στον Δήμο Ρόδου, και καθώς ήμουν αυτός που επέλεξα να αναδείξω και να ασχοληθώ επισταμένως με το θέμα με την ιδιότητα του Νομικού Συμβούλου, θεωρώ υποχρέωση μου να δημοσιοποιήσω συνοπτικά τα παρακάτω κρίσιμα πιστεύω ιστορικά στοιχεία-πληροφορίες, από κατά καιρούς μελέτες, εισηγήσεις, δημοσιεύσεις μου στο τύπο και στη «Δωδεκ. Νομολογία», σχετικά με την αποκαλούμενη δημόσια περιουσία του τόπου μας και τη πρωτογενή σχέση της με τον Κτηματολογικό Κανονισμό Δωδεκανήσου.
Α. Οθωμανική περίοδος
Σύμφωνα με τον οθωμανικό αστικό κώδικα, τα μη αστικά-αγροτικά ακίνητα (γαίες) στις περιοχές που υποτάχθηκαν με τα όπλα (δορυάλωτες), ανήκαν αποκλειστικά στο Οθωμανικό Κράτος, το οποίο κατ’ εξαίρεση είχε αναγνωρίσει μόνο σε μουσουλμάνους υπηκόους δικαιώματα πλήρους κυριότητας. Έτσι στα νησιά της Ρόδου και Κω, που ήταν τα μόνα από τα νησιά των Νοτίων Σποράδων (Δωδεκανήσου) που υποτάχθηκαν «δορυάλωτα», το οθωμανικό κράτος απέσπασε από τους Ορθόδοξους Ρωμιούς όλη την ακίνητη αγροτική περιουσία και την ονόμασε «δημόσιες γαίες». Στη συνέχεια, τον 19ο αιώνα, δημιουργήθηκε μια υποκατηγορία δημόσιων γαιών, με το όνομα «εραζί-εμιριέ», στα οποία παραχωρούσε μόνο δικαίωμα εξουσίασης-καλλιέργειας («τεσσαρούφ») και στους μη μουσουλμάνους σκλαβωμένους υπηκόους του.
Β. Ιταλική Περίοδος
Κατά την πρώτη περίοδο της ιταλικής στρατιωτικής κατοχής της Δωδεκανήσου (1912-1924) διατηρήθηκε το οθωμανικό καθεστώς, καθώς τα νησιά συνέχισαν να θεωρούνται εδάφη οθωμανικά με κατακράτηση αυτών από την Ιταλία «ως ενέχυρον» ή «νόμισμα επ’ ανταλλαγή». Κατά τη δεύτερη, όμως, περίοδο της πλήρους ιταλικής κυριαρχίας (1924-1943) καθιδρύθηκε και λειτούργησε μέσω του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου και του αρ. 132/1929 Διατάγματος, ο θεσμός των Κτηματολογίων στη Ρόδο, στην Κω, αλλά και στο Λακκί της Λέρου, το οποίο οι Ιταλοί μετονόμασαν σε «PORTOLAGO», ιδρύοντας εκεί ιταλική στρατιωτική πόλη.
Αν και όμως ο Κτηματολογικός Κανονισμός Δωδεκανήσου καθιδρύθηκε με κτηματογραφικά τεχνικά πρότυπα από το γερμανικό (κτηματολογικό) δίκαιο, και πάλι επί της διάκρισης των ιδιοκτησιών διατηρήθηκε το οθωμανικό δίκαιο ώστε τα κρατικά κεκτημένα όχι μόνο να παραμείνουν αλλά και να επεκταθούν αποτρέποντας την καταγραφή στους γηγενείς, με δαιδαλώδεις για την εποχή γραφειοκρατικές και βαριά δαπανηρές διαδικασίες. Ενδεικτικά σύμφωνα με τις διατάξεις 17 επομ. του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου: α)Τα «δημόσια» κτήματα αποτυπώθηκαν «αυτεπάγγελτα» υπέρ του Δημοσίου από την πρώτη κτηματική απογραφή.β) Δεν ανεστάλη, ούτε παρατάθηκε η κτηματολογική αποτύπωση όταν «απουσιάζαν» οι κύριοι των ακινήτων.γ) Ορίσθηκε αποκλειστική προθεσμία 30 ημερών για να υποβάλλουν οι κάτοικοι αιτήσεις. δ) Ορίσθηκε ότι επί μη υποβολής αιτήσεων, τεκμαίρεται η κυριότητα υπέρ του ιταλικού Δημοσίου καταρχάς προσωρινά και μετά το πέρας τριετίας οριστικά. ε) Για τις δημόσιες γαίες, ακόμη και της υποκατηγορίας «αρζί-μιρί» ορίσθηκε ότι επί προβαλλομένων δικαιωμάτων προ του 1912 και νομή να υπήρχε από το 1912 και μετά, αυτή θεωρείται επιλήψιμη. στ) Μετά την πάροδο 6 μηνών από την σύνταξη των (προσωρινών) καταλόγων των καταγραφών, γίνονταν οριστικοί υπέρ του Δημοσίου για τα κτήματα «που κανένας δεν ζητούσε εξακρίβωση». ζ) Μετά παρέλευση 3 ετών από τότε που οι κατάλογοι έγιναν οριστικοί τ’ ακίνητα που «δεν διεκδικήθηκαν» περιέρχονταν στην κυριότητα του Κράτους αυτεπάγγελτα και οι «τρίτοι» θεωρείται ότι χάνουν τα δικαιώματά τους.η)Απαγορεύθηκε η προβολή δικαιωμάτων χρησικτησίας σε όλα τα παραπάνω καταγραμμένα «δημόσια» περιουσιακά κτήματα. θ)Μετά την τήρηση της τριετούς προθεσμίας, η βασική και οριστική καταχώρηση αποτελεί πλήρη απόδειξη και αμάχητο νόμιμο τεκμήριο που δεν επιδέχεται καμία αμφισβήτηση και μεταρρύθμιση. Περαιτέρω πρέπει ιδιαιτέρως να επισημανθεί, ότι ακόμη και αν υπήρχαν παλαιοί τίτλοι «αρζί μιρί», οι εκτάσεις καταγράφονταν ως δημόσιες αν κρινόταν ότι υπήρχαν σ’ αυτές δασικές βλαστήσεις…
Προηγουμένως, οι Ιταλοί με το αρ. 19/1924 δασικό διάταγμα (decreto fore-stale), επέβαλαν από τη μια πλευρά να ισχύει υποχρεωτικά το σύστημα της τριετούς αγρανάπαυσης και από την άλλη αν φύτρωναν θάμνοι και πεύκα το ακίνητο χαρακτηριζόταν δασικό. Έτσι στη Ρόδο «αναδασώθηκαν» 100.000 στρέμματα καλλιεργήσιμης γης, που αντικειμενικά βέβαια σήμερα, δεν συζητείται πλέον ότι συνιστούν πολύτιμο περιβαλλοντικό πλούτο του οικοσυστήματος, που οφείλουν Κράτος και πολίτες να προστατεύουν ως χρέος στις επερχόμενες γενέες.
Παράλληλα, εφαρμόστηκε και η πολιτική των «απαλλοτριώσεων» με την οποία αντί «πινακίου φακής» μεγάλες εκτάσεις περιήλθαν είτε στην «Ιταλική
Κυβέρνηση των Νήσων Αιγαίου», είτε σε ιταλικά νομικά και φυσικά πρόσωπα, στ’ όνομα «της δημιουργίας έργων υποδομών και αναπτυξιακών δραστηριοτήτων», της γνωστής «πολιτικής της λίθου». Έτσι πέτυχαν να γίνει και η εγκατάσταση ιταλών εποίκων σε ιδρυθέντες οικισμούς όπως ήταν στη Ρόδο του Σαν Μάρκο, Πεβεράνιο, Κομποτσιάρο, Σαν Μπενεντέτο. Απαλλοτριώσεις μάλιστα που οδήγησαν στη μεγάλη δημογραφική μείωση του πληθυσμού λόγω μετανάστευσης. Χαρακτηριστικά, έκθεση του Ελληνικού Προξενείου στη Ρόδο στα μέσα της 10ετίας του 1930, αναφέρει ότι 100.000 Δωδεκανήσιοι είχαν εγκαταλείψει τις εστίες τους και ότι μόνο το πρώτο 8μηνο του1930 είχαν φύγει για την Ελλάδα 2.455 Δωδεκανήσιοι.
Επίσης το Ελληνικό Προξενείο με εκθέσεις του μετέφερε στο κέντρο τους «πίνακες γεωργικής αναπτύξεως της Δωδεκανήσου», αποδεικνύοντας «το μέγεθος της καταστροφής και της λεηλασίας». Χαρακτηριστικά το 1946 ο Δικηγόρος Ιωάννης Τσαβαρής, ως συνήγορος του Ελληνικού Δημοσίου απέναντι σε ιταλικούς αντίθετους ισχυρισμούς, σύμφωνα με τα αρχεία του Ελληνικού κράτους πρόβαλε τα εξής: «Οι χωρικοί της Ρόδου διέθετον, όμως, και γαίας προς καλλιέργειαν και βοσκήν και ποίμνια αιγοπροβάτων, ίνα δε καμφθώσι καθ’ ο σκληροτράχηλοι θα έδει όπως περιέλθωσιν εις απόγνωσιν οικονομικήν, ίνα μεταβληθώσι εις λείαν των κρατούντων. Τούτο επέτυχαν ο Λάγκο διά δύο αθώων κατ’ επίφασιν Διαταγμάτων, του περί Δασών και συστάσεως του Κτηματολογίου, άτινα και συνετέλεσαν ή μάλλον κατέστησαν οι μοναδικοί συντελεσταί της καταστροφής των δύο νήσων και κυρίως της Ρόδου…».
Τα ίδια άλλωστε συνομολογούνται ευθέως το 1929 και από τον Ιταλό Δικαστή Savarese στην Εισηγητική Έκθεση επί του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου, με την οποία απευθυνόμενος στον επί των «Isole Ιtaliane dell’ Egeo» Ιταλό Κυβερνήτη Mario Lago, δηλώνει μεταξύ άλλων: «…η ενεστώσα νομική φύσις των ακινήτων των νήσων του Αιγαίου καθορίζεται δι’ ακριβούς αναφοράς προς την προγενεστέραν Οθωμανικήν Κτηματολογικήν νομοθεσίαν, ..δεν θα ήταν δυνατόν να καταργηθή ριζικώς το νυν, χωρίς να προκαλέση μίαν διαταρακτικήν σύγχυσιν..την οποία η κρατική Αρχή δεν έχει κανένα συμφέρον να προκαλέση..αι διατάξεις περί την παραχώρησιν και την έκπτωσιν των γαιών “εραζί – εμιριέ”, εμπνέονται και απορρέουν εκ του Οθωμανικού δικαίου, αλλά είναι εμπεποτισμέναι και ενηρμονισμέναι δια καταλλήλων επεξεργασιών υπό του νέου Νομοθέτου εις τα νέας Κτηματολογικάς Διατάξεις, εις τρόπον ώστε, μη ανατρεπόμενου του κρατούντος συστήματος ….. εις τας δύο μεγαλυτέρας νήσους, είναι δυνατόν εις το Κράτος, μέσω τούτων, να εξασφαλίση τον αδιαφιλονίκητον έλεγχον της οιονεί ολότητος του καλλιεργημένου εδάφους δια να ωθήση τους ράθυμους πληθυσμούς εις μίαν έτι μάλλον ορθολογιστικήν και εντατικήν καλλιέργειαν αυτού…Εξοχότατε. Αύται εισίν εν κυριοις κεφαλοίς αι κύριαι διατάξεις
των νέων Κτηματολογικών Κανόνων…. Εις αυτάς πτερουγίζει η γενναιόδωρος εκείνη δικαιοσύνη, την οποία το πνεύμα της Ρώμης αφήκεν εν κληρονομία εις την τρίτην Ιταλία, ως ωσαύτως και η αυστηρά εκείνη σκληρότης εν τω προστατεύεν τα δικαιώματα του κράτους. Ήτις είναι εκ των πλέον εξεχόντων χαρακτηριστικών του Φασισμού, αναμορφωτού της ημετέρας Πατρίδος. Εις αυτάς αναπηδά ζωηρά η αρχή ότι η εργασία…είναι ο πλέον υψηλός τίτλος όστις δικαιολογεί και ισχυροποιεί την κυριότητα των γαιών αίτινες -όταν προέρχονται εκ της περιουσίας του Κράτους- εκφεύγουν αδυσωπήτως εκ των οκνηρών και νωθρών……».
Γ. Περίοδος από της ενσωμάτωσης
Με τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων (10-2-1947) με την οποία παραχωρήθηκε η Δωδεκάνησος στην Ελλάδα, ορίσθηκε επίσης «η περιέλευσις εις το Ελληνικό Κράτος, χωρίς πληρωμή, της ιταλικής κρατικής περιουσίας εις την Δωδεκάνησον». Έτσι, καθώς με το μεταβατικό άρθρο 8 παρ. 2 του Ν. 510/1947 θεσπίσθηκε ότι «αι περί κτηματολογίου ισχύουσαι ήδη εν Δωδεκανήσω διατάξεις διατηρούνται εν ισχύϊ», το Ελληνικό Κράτος βάσει ενός μηδέποτε μεταφρασμένου επίσημα στην ελληνική και μη δημοσιευθέντος «Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου», βρέθηκε ως διάδοχο να έχει «μεταβατικά» την «κυριότητα» όλης της παραπάνω περιουσίας.
Από την άλλη όμως πλευρά, το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζοντας την ιδιαιτερότητα και το νομικά έωλο περιέλευσης της «δημόσιας» αυτής περιουσίας, προέβη στις εξής εξισορροπιστικές ενέργειες: α) Αρχικά η διαχείρισή της παρέμεινε στην εξουσία του Γενικού Διοικητή Δωδεκανήσου (άρθρο 2 Ν.Δ. 218/1947). β) Στη συνέχεια με το Ν. 2100/1952, περιήλθε στον εδρεύοντα στη Ρόδο «Οργανισμό Ακίνητης Περιουσίας του Δημοσίου στη Δωδεκάνησο» (Ο.Α.Π.Δ.Δ.) με όλα τα έσοδα να διατίθενται στη Δωδεκάνησο προς εκτέλεση έργων κοινής ωφέλειας και τουριστικής χρησιμότητας και για την ανέγερση λαϊκών κατοικιών. γ) Με το άρθρο 9 του ίδιου Ν. 2100/1952 τα καταγεγραμμένα στα Κτηματολόγια Ρόδου και Κω-Λέρου αγροτικά ακίνητα «αρζί-μιρί», αποδόθηκαν σε αυτούς που είχαν καταγεγραμμένο στο Κτηματολόγιο δικαίωμα εξουσίασης-καλλιέργειας.
Ωστόσο 20 χρόνια μετά, επί δικτατορίας, ο Ο.Α.Π.Δ.Δ. σε μια νύχτα καταργήθηκε (Ν.Δ.195/3-10-1973) και η διαχείριση της περιουσίας περιήλθε στο Υπουργείο Οικονομικών μαζί με όλης της λοιπής επικράτειας. Πράγμα που και μετά την επάνοδο της Δημοκρατίας το 1974 διατηρήθηκε και μάλιστα με τον Ν. 973/1979 περιήλθε στην «Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου», με εξισορροπιστικό στοιχείο, το 75% του προϊόντος από τη διαχείρισή της να διατίθεται για την εκτέλεση κοινωφελών έργων στην Δωδεκάνησο (άρθρο 7 του Ν.973/1979). Τέλος με το άρθρο
23, παρ.2 του μνημονιακού Ν.3965/2011, επίσης σε μια νύχτα, το Ελληνικό Δημόσιο κατάργησε τελείως την απόδοση οποιωνδήποτε εσόδων προς τη Δωδεκάνησο. Έτσι σήμερα ελέω του όψιμα τυγχάνοντος εγκωμίων Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου, η αποκαλούμενη δημόσια περιουσία, βρίσκεται χωρίς να διαφαίνεται ότι ενοχλεί κανέναν, στην διάθεση κυρίως του ΤΑ.Ι.ΠΕ.Δ.-ΕΤ.Α.Δ. Α.Ε. προς εκποίηση, δηλαδή υπέρ των «δανειστών», με τρόπο που προσβάλλει βάναυσα την Ιστορία, τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Δωδεκανησίων και παραβιάζει κατάφωρα θεμελιώδεις αρχές του Κράτους Δικαίου.
Στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν, τοπικές αποσπασματικές αντιδράσεις δεν είχαν δυστυχώς μέχρι σήμερα κανένα καμμιά συνέχεια. Όπως η ιστορική απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Ροδίων το 2002, με εισήγηση μου, για την ανάγκη επανασύστασης του Ο.Δ.Α.Π.Δ και η αντίστοιχη ιστορική απόφαση του Περιφερειακού Συμβουλίου Νοτίου Αιγαίου το 2016, με επιστημονική και επί παραμέτρων δημοσίου και διεθνούς δικαίου τεκμηρίωση του Δρ Νομικής Ε.Κ.Π.Α. Μιχ. Παπαγεωργίου, ότι δεν εξομοιούται με τη λοιπή δημόσια περιουσία και επιβάλλεται λόγω ιδιαιτερότητας να περιέλθει στην Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου. Αλλά και η πιο πρόσφατη -και θέλουμε να πιστεύουμε όχι και η τελευταία- το 2017 τεκμηριωμένη ιστορική ομιλία του Βουλευτή Δωδεκανήσου κ. Δ. Γάκη στην Ολομέλεια της Βουλής, με συνδρομή μου στη συγκέντρωση στοιχείων, για την απόδοση της περιουσίας στη Τοπική Αυτοδιοίκηση προς όφελος των τοπικών κοινωνιών. Συνεπώς και εν προκειμένω, αντί άλλων που συνιστούν «έπεα πτερόεντα», «ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα» για την Κυβέρνηση, τα Κόμματα, τους Βουλευτές, την Αυτοδιοίκηση, τους Δικηγορικούς Συλλόγους, τους Φορείς και τους Ενεργούς Πολίτες του τόπου μας.