Την περασμένη Πέμπτη, οι ελπίδες όσων προσδοκούν έναν έντιμο συμβιβασμό μεταξύ της Αθήνας και των πιστωτών της στράφηκαν στη συνάντηση, στο περιθώριο της έκτακτης συνόδου κορυφής για το μεταναστευτικό, του Αλέξη Τσίπρα με την Αγκελα Μέρκελ. Στον δέκατο χρόνο της στην κεφαλή της γερμανικής κυβέρνησης, η χαμηλών τόνων Ανατολικογερμανίδα φυσικός, μέσω της υπομονής και της επιμονής της, της δεξιοτεχνίας της στους τακτικούς ελιγμούς, των λεπτομερών γνώσεών της επί των κομβικών ευρωπαϊκών θεμάτων και του ειδικού βάρους της χώρας της οποίας ηγείται, έχει αναδειχθεί ως η αδιαφιλονίκητη πρωταγωνίστρια του ευρωπαϊκού πολιτικού στερεώματος.
Κατά έναν παράδοξο τρόπο, η κ. Μέρκελ το οφείλει αυτό σε σημαντικό βαθμό στην Ελλάδα. Οπως είχε η ίδια αναφέρει σε ομιλία της το 2012 (αναφέρεται στη βιογραφία «Angela Merkel: A Chancellorship Forged in Crisis» των Alan Crawford και Tony Czuczka), ως νεαρή, περνούσε τα καλοκαίρια της ταξιδεύοντας από άκρη σε άκρη της περιοχής εντός της οποίας επιτρεπόταν να ταξιδεύει. Τα ταξίδια αυτά, προς τα νότια μέσα από τις χώρες του Σοσιαλιστικού Μπλοκ, κατέληγαν συνήθως στα βουνά Πιρίν της Βουλγαρίας. Από εκεί, λίγα χιλιόμετρα μακριά, έβλεπε την Ελλάδα – και ευχόταν να μπορέσει κάποια μέρα να την επισκεφθεί. Ισως να γνώριζε από τότε ότι θα ερχόταν στη χώρα ως υψηλή προσκεκλημένη. Είναι λιγότερο πιθανό να είχε φανταστεί ότι θα την αντιμετώπιζαν περίπου ως… κατακτητή.
Πριν από την ελληνική κρίση, η καγκελάριος δεν είχε στρατηγικό όραμα για την Ευρώπη. Με το ξέσπασμά της, αναγκάστηκε να οικοδομήσει τη βασική γερμανική συνταγή – λιτότητα και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ως μέθοδο προσαρμογής της Ευρώπης στην παγκοσμιοποίηση, μηχανισμοί στήριξης υπερχρεωμένων χωρών με αυστηρή αιρεσιμότητα, μη αμοιβαιοποίηση υποχρεώσεων, εμπλοκή του ΔΝΤ. Για πολλούς, πρόκειται για μία αδιέξοδη και άδικη οικονομική πολιτική, που επιβάλλει το συντριπτικό μερίδιο της προσαρμογής στις χώρες του Νότου. Aλλά κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι είναι η κυρίαρχη προσέγγιση, η δράση που καθορίζει όλες τις αντιδράσεις.
Η «Κ», μιλώντας με κορυφαίους αξιωματούχους στην Ελλάδα και τη Γερμανία, επιχειρεί να ανιχνεύσει την εξέλιξη των διμερών σχέσεων σε κορυφαίο επίπεδο στην εποχή Μέρκελ, και την ανάδυση της καγκελαρίου από τη σκιά ακόμα του Χέλμουτ Κολ, στο επίκεντρο των ευρωπαϊκών εξελίξεων.
Τα ανέφελα πρώτα χρόνια
Η κ. Μέρκελ και ο Κώστας Καραμανλής είχαν επαφές πολύ πριν ξεκινήσει η θητεία της στην καγκελαρία, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, στο οποίο εκείνη συμμετείχε επισήμως ως αρχηγός του CDU από το 2000. Λόγω αλφαβητικής αλληλουχίας (Germany, Greece) κάθονταν δίπλα και συνομιλούσαν συχνά – στη γερμανική γλώσσα, την οποία ο τότε πρόεδρος της Ν.Δ. μιλούσε άνετα.
Η περίοδος της κοινής τους διακυβέρνησης (2005-9) δεν σημαδεύτηκε από κάποιο επεισόδιο διμερούς έντασης. Στις αρχές της, η ελληνική οικονομία έδειχνε -απατηλά, όπως αποδείχθηκε- να έχει μεγαλύτερο δυναμισμό από τη γερμανική. Το 2005, όταν η κ. Μέρκελ ανέλαβε την εξουσία (τον Νοέμβριο), το ελληνικό ΑΕΠ αναπτύχθηκε σαφώς ταχύτερα από το γερμανικό, το γερμανικό δημοσιονομικό έλλειμμα παραβίασε τον κοινοτικό κανόνα του 3% του ΑΕΠ για τρίτη συνεχόμενη χρόνια και η ανεργία στη χώρα ξεπέρασε το 12,1% – το υψηλότερο επίπεδο μεταπολεμικά.
Σύμφωνα με πηγές της κυβέρνησης Καραμανλή, η ελληνογερμανική συνεργασία ήταν ιδιαίτερα στενή στη διαδικασία προώθησης της Συνθήκης της Λισσαβώνας (μετά το ναυάγιο του Ευρωσυντάγματος), ενώ το Βερολίνο στήριξε την Αθήνα στην -επιτυχημένη- εκστρατεία της για μεγιστοποίηση των πόρων που θα λάμβανε η Ελλάδα στο πλαίσιο του Γ΄ ΚΠΣ. Οπως αναφέρει στενός συνεργάτης του κ. Καραμανλή από την περίοδο εκείνη, ο τότε πρωθυπουργός, σε όλες του τις συναντήσεις με ξένους ηγέτες, «έθετε παγίως τα βασικά θέματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής εκείνης της εποχής»: τη μεγάλη διεύρυνση προς Ανατολάς της Ε.Ε. το 2004 (την οποία η Αθήνα έβλεπε με επιφυλακτικότητα), τα ελληνοτουρκικά, το Κυπριακό και το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ.
Στο τελευταίο αυτό θέμα υπήρχε διάσταση απόψεων. Η καγκελάριος, όπως και σχεδόν όλοι οι υπόλοιποι δυτικοευρωπαίοι ηγέτες, έδινε προτεραιότητα στην περαιτέρω διεύρυνση της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ και δεν κατανοούσε τις ελληνικές θέσεις. «Δεν ήταν αντιληπτό γιατί μία χώρα σαν την ΠΓΔΜ θα μπορούσε να αποτελέσει απειλή για την εθνική ασφάλεια της Ελλάδας» σημειώνει καλά πληροφορημένη γερμανική πηγή. Η κ. Μέρκελ περίμενε ότι θα αμβλυνθούν οι αντιστάσεις του κ. Καραμανλή στο θέμα αυτό, και υπήρξαν ενδείξεις ενόχλησης από το Βερολίνο όταν αυτό δεν συνέβη.
Σημείο τριβής στις διμερείς σχέσεις ήταν και το ζήτημα των εξοπλισμών – και ειδικότερα η αγορά αεροσκαφών «τέταρτης γενιάς» από την Αθήνα. Οι πιέσεις του Βερολίνου για να προτιμηθούν τα γερμανικά Eurofighter υφίσταντο ήδη από την εποχή του καγκελάριου Σρέντερ, ο οποίος μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», έκανε νύξη στο ζήτημα αυτό ακόμα και στη συγχαρητήρια επιστολή του προς τον κ. Καραμανλή όταν εξελέγη στην πρωθυπουργία. Στην αλληλογραφία που ακολούθησε μεταξύ των δύο ανδρών, ο κ. Καραμανλής εκδήλωνε με κάθε ευκαιρία το ενδιαφέρον της Αθήνας για το Eurofighter, χωρίς να προβαίνει όμως σε σαφείς δεσμεύσεις (αντίστοιχες πιέσεις, άλλωστε, δεχόταν και από το Παρίσι για τα Rafale).
Την ίδια τακτική ακολούθησε ο τότε πρωθυπουργός και με την κ. Μέρκελ. Η καγκελάριος έθετε το ζήτημα των αεροσκαφών, με «διακριτικό τρόπο», σε κάθε συνάντησή της με τον κ. Καραμανλή, αναφερόμενη με γενικούς όρους στα πολύ σύγχρονα συστήματα του Eurofighter. «Οταν οι καγκελάριοι επισκέπτονται ξένες πρωτεύουσες, τα ζητήματα γερμανικών εταιρειών στις χώρες αυτές είναι πάντα στην ατζέντα» εξηγεί στενός συνεργάτης της κ. Μέρκελ.
Η αναβλητικότητα του κ. Καραμανλή ίσως συνέβαλε στο να ατονήσει η σχέση κατά τη δεύτερη θητεία του. Το δείπνο που της παρέθεσε στη Ραφήνα τον Ιούλιο του 2007, σε έναν στενό κύκλο 7-8 ατόμων, ήταν η πιο κοντινή τους στιγμή. «Είχαν βγει στη μικρή βεράντα με θέα τη θάλασσα. Υπήρχε μεγαλύτερη οικειότητα – αντάλλαξαν και ανέκδοτα» θυμάται ένας εκ των παρισταμένων. Ηταν η νηνεμία πριν από την καταιγίδα.
Νέα δεδομένα
Το δημοσιονομικό πρόβλημα της Ελλάδας δεν ανέκυψε ποτέ στις διμερείς επαφές Μέρκελ-Καραμανλή. Ακόμα και μετά την αποκάλυψη των πραγματικών διαστάσεων του ελλείμματος τον Οκτώβριο του 2009 από τον Γιώργο Παπακωνσταντίνου, η δημόσια αντίδραση της καγκελαρίου ήταν ιδιαίτερα προσεκτική – τους πρώτους μήνες δήλωνε ότι τα προβλήματα της Ελλάδας πρέπει να τα αντιμετωπίσει η ελληνική κυβέρνηση.
«Ηταν μία διαφορετική εποχή» θυμάται στενός συνεργάτης της καγκελαρίου. «Εκείνες τις μέρες δεν ξέραμε πότε είναι οι συναντήσεις του Eurogroup, δεν δίναμε ιδιαίτερη προσοχή στην οικονομική πολιτική που ακολουθούσε το κάθε κράτος-μέλος στο εσωτερικό του».
Η πρώτη φορά που αποκαλύπτονται δημοσίως οι ανησυχίες της καγκελαρίου για την Ελλάδα είναι σε μία κλειστή εκδήλωση στην καγκελαρία τον Ιανουάριο του 2010 (βλ. την προαναφερθείσα βιογραφία). Οι παριστάμενοι εκπρόσωποι του Τύπου είχαν ενημερωθεί ότι απαγορευόταν οποιαδήποτε αναφορά στο περιεχόμενο της ομιλίας της. Ωστόσο, το ίδιο το γραφείο Τύπου της καγκελαρίας ανήρτησε τα λεγόμενά της στην επίσημη ιστοσελίδα την επόμενη μέρα. Η κ. Μέρκελ είχε πει ότι ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός της Ελλάδας θα μπορούσε να ασκήσει «πολύ μεγάλες πιέσεις» στο σύνολο της Ευρωζώνης και ότι έρχονταν δύσκολα χρόνια για το ευρώ.
Λίγες μέρες αργότερα, στο Νταβός, η διεθνής ανησυχία για την Ελλάδα μετατρέπεται σε πανικό. Ο κ. Παπανδρέου και η κ. Μέρκελ έχουν μία πρώτη ουσιώδη συνoμιλία στο πλαίσιο της επταμερούς συνάντησης κατά τη διάρκεια του έκτακτου, άτυπου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις Βρυξέλλες στις 10 Φεβρουαρίου, με θέμα την Ελλάδα. Εχει προηγηθεί, στις 2 Φεβρουαρίου, αμέσως μετά το Νταβός, η ανακοίνωση παγώματος μισθών στο Δημόσιο και αύξησης φόρων – χωρίς να αμβλυνθεί η πίεση από τις αγορές. Στη σύσκεψη εκείνη, η καγκελάριος συστήνει στον Ελληνα πρωθυπουργό, βγαίνοντας από την αίθουσα, να ανακοινώσει νέα μέτρα – ενδεικτικό της έλλειψης σχεδίου για την αντιμετώπιση της κρίσης.
H πρώτη επίσημη διμερής συνάντηση των δύο ηγετών έγινε στις 5 Μαρτίου – την ίδια μέρα που η κυβέρνηση είχε περάσει νέο πακέτο σκληρών μέτρων από τη Βουλή. Το κλίμα για την Ελλάδα στη γερμανική κοινή γνώμη και στους κόλπους του κυβερνητικού συνασπισμού ήταν αρνητικό. Εχει ανοίξει ξανά η αντιπαράθεση στον δημόσιο διάλογο για το αν έπρεπε να είχε γίνει δεκτή η Ελλάδα στην Ευρωζώνη. Παρ’ όλα αυτά, προσδοκά να αποσπάσει μία ρητή δέσμευση οικονομικής στήριξης σε περίπτωση ανάγκης από την καγκελάριο που θα κατευνάσει τις αγορές.
Το πρόγραμμα ξεκινά με μία συνάντηση μισής ώρας στην αίθουσα συσκέψεων της καγκελαρίας, όπου οι δύο ηγέτες συζητούν τι θα ειπωθεί στη συνέντευξη Τύπου που ακολουθεί. Η κ. Μέρκελ εξηγεί στον κ. Παπανδρέου ότι δεν μπορεί να δώσει συγκεκριμένες δεσμεύσεις για οικονομική βοήθεια, λόγω των περιορισμών που θέτει το γερμανικό σύνταγμα αλλά και η διάταξη περί μη διάσωσης στη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Του λέει ότι οι αγορές θα καταλάβουν τα μέτρα που εξήγγειλε η Αθήνα και οι πιέσεις θα μειωθούν. Ο τότε πρωθυπουργός, όπως έχει αποκαλύψει η «Κ», της λέει ημιαστειευόμενος ότι, παρότι σοσιαλιστής, καταλαβαίνει τις αγορές καλύτερα από εκείνη, επείδη έζησε μεγάλο μέρος της ζωής της στην Ανατολική Γερμανία. Την προειδοποιεί ότι με την επιφυλακτικότητά της παίζει με τη φωτιά.
Η καγκελάριος όμως, εγκλωβισμένη στα πολιτικά της προβλήματα και εν όψει των εκλογών στο κρατίδιο της Β. Ρηνανίας-Βεστφαλίας, το πολυπληθέστερο της Γερμανίας, τον Μάιο, υποτιμά ακόμα τη συστημική πτυχή του προβλήματος και δεν έχει ξεκάθαρο στρατηγικό σχέδιο. Είναι ενδεικτικό ότι σε αυτή τη φάση, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είναι πιο προωθημένος, τονίζοντας την ανάγκη για τη σύσταση ενός μηχανισμού διάσωσης. Η καγκελάριος μάλιστα αναφέρεται σε αυτή τη διάσταση απόψεων στον καφέ που πίνουν μετά το δείπνο στην καγκελαρία οι δύο ηγέτες μαζί με τους υπουργούς Οικονομικών.
Τελικά, ο μηχανισμός θα δημιουργηθεί στα τέλη εκείνου του μήνα και θα ενεργοποιηθεί τον Απρίλιο. Παρά τις αντιστάσεις των Γάλλων, της ΕΚΤ και του κ. Σόιμπλε, η κ. Μέρκελ θα επιμείνει στην εμπλοκή του ΔΝΤ. Στις αρχές Μαΐου, λίγες μετά την έγκριση του ελληνικού προγράμματος από το Eurogroup, θα χάσει τις εκλογές στη Β. Ρηνανία-Βεστφαλία. Ο ρόλος της στη διαχείριση της ελληνικής -και κατ’ επέκταση της ευρωπαϊκής- κρίσης έχει φτάσει απλά στο τέλος της αρχής.
Την επόμενη βδομάδα το δεύτερο μέρος του αφιερώματος: Πώς η Μέρκελ αποφάσισε υπέρ της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, οι Κάννες και η περίοδος Παπαδήμου.
Καθημερινή