Αποκαλυπτική εκ βαθέως συνέντευξη για τους σταθμούς της ζωής, την Μαρίκα, τα παιδιά του, παραχώρησε στην athensvoice, ο Επίτιμος πρόεδρος της ΝΔ. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης 98 ετών σήμερα, μιλάει πρώτη φορά για τη ζωή του πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας, έτσι όπως την έζησε εκείνος. Όμως δεν θα μπορούσε να μην σχολιάσει και την πολιτική επικαιρότητα, τον Αλέξη Τσίπρα και τα μνημόνια.
Αναφερθείς στην κυβέρνηση και τον Αλέξη Τσίπρα τόνισε:
«Θα είναι η χειρότερη μνημονιακή κυβέρνηση που γνώρισε ο τόπος και δεν θα μας βγάλει από κανένα τέλμα. Διά τον απλούστατο λόγο ότι δεν πιστεύει στην πολιτική την οποίαν ασκεί υπό πίεση. Όταν ένα κόμμα, ένας πρωθυπουργός, ένας πολιτικός αρχηγός, βγαίνει και λέει στο λαό ότι αποφασίζω αυτό αλλά είναι λάθος και το κάνω μόνο και μόνο γιατί οι κακοί ξένοι με εκβιάζουν, δεν είναι δυνατόν να εφαρμόσει την πολιτική αυτή. Η πολιτική του μνημονίου ήταν σε μεγάλο της μέρος σωστή, είχε πολλά λάθη αλλά είχε και σωστά, όμως δεν εφαρμόστηκε τίποτα. Την ώρα που ιδιωτικοποιούν το λιμάνι π.χ., υπογράφει ο Τσίπρας ως πρωθυπουργός, οι αρμόδιοι υπουργοί διαφωνούν και το λένε δημόσια. Τραγέλαφος και αθλιότητα».
Εξομολογήθηκε πως είναι ευσυγκίνητος αλλά το κρύβει. Αναφέρθηκε στους φίλους τους εκτός πολιτικής, μίλησε όπως ήταν φυσικό για τα χρόνια στο Παρίσι αλλά και την οικογένειά του. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έκανε, επίσης, εκτενέστατη αναφορά στη σύζυγό του Μαρίκα Μητσοτάκη. Σύμφωνα με τον Επίτιμο η Μαρίκα Μητσοτάκης είχε:
«Ένστικτο». «Πολλάκις τo εμπιστεύτηκα και πολλές φορές που δεν το ακολούθησα, το μετανόησα», είπε χαρακτηριστικά.
Αναφερθείς στην Ντόρα Μπακογιάννη τόνισε πως:
Η Ντόρα ασχολήθηκε με την πολιτική όταν δολοφόνησαν τον άνδρα της και πέτυχε στην πολιτική, ήταν πολύ ουσιαστική η συμβολή της στην παράταξη. Ο Κυριάκος το ήθελε μέσα του και το απεφάσισε αφού προηγουμένως εργάστηκε δέκα χρόνια στον ιδιωτικό τομέα. Ούτε τον παρότρυνα, ούτε τον απέτρεψα.
Παραθέτουμε αποσπάσματα της συνέντευξης:
Σχετικά με την πολιτική επικαιρότητα και την κυβέρνηση Τσίπρα:
Θα είναι η χειρότερη μνημονιακή κυβέρνηση που γνώρισε ο τόπος και δεν θα μας βγάλει από κανένα τέλμα. Διά τον απλούστατο λόγο ότι δεν πιστεύει στην πολιτική την οποίαν ασκεί υπό πίεση. Όταν ένα κόμμα, ένας πρωθυπουργός, ένας πολιτικός αρχηγός, βγαίνει και λέει στο λαό ότι αποφασίζω αυτό αλλά είναι λάθος και το κάνω μόνο και μόνο γιατί οι κακοί ξένοι με εκβιάζουν, δεν είναι δυνατόν να εφαρμόσει την πολιτική αυτή. Η πολιτική του μνημονίου ήταν σε μεγάλο της μέρος σωστή, είχε πολλά λάθη αλλά είχε και σωστά, όμως δεν εφαρμόστηκε τίποτα. Την ώρα που ιδιωτικοποιούν το λιμάνι π.χ., υπογράφει ο Τσίπρας ως πρωθυπουργός, οι αρμόδιοι υπουργοί διαφωνούν και το λένε δημόσια. Τραγέλαφος και αθλιότητα. Το αποτέλεσμα είναι πως ο κόσμος τρελαίνεται, δεν ξέρει τι να πιστέψει. Ενώ αν αντιθέτως από την αρχή έλεγαν οι ελληνικές κυβερνήσεις την αλήθεια, τα πράγματα θα ήταν αλλιώς. Και η αλήθεια είναι πάρα πολύ απλή, η αλήθεια είναι ότι η Ελλάς πρέπει να ζει με το εισόδημα που έχει. Δεν υπάρχει κανείς ο οποίος θα μας χαρίσει λεφτά, ούτε μπορούμε να δανειζόμαστε για να ζούμε καλύτερα. Η δεύτερη μεγάλη αλήθεια είναι ότι οι Έλληνες πρέπει να γίνουν ανταγωνιστικοί στην Ευρώπη και στον κόσμο ολόκληρο, διότι αλλιώς, όταν δεν έχουμε εισόδημα, το βιοτικό επίπεδο θα πέφτει και κανείς δεν πρόκειται να μας βοηθήσει. Γι’ αυτό ακριβώς πρέπει πρώτα να πετύχουμε δημοσιονομική ισορροπία και δεύτερον να κάνουμε τις διαρθρωτικές αλλαγές οι οποίες θα μας επιτρέψουν να ξεφύγουμε. Θα παραμερίσουμε διάφορες διαδικασίες, δημόσια διοίκηση, γραφειοκρατίες και προνόμια τα οποία παίρνουν διάφορες ειδικές ομάδες και θα μπορέσουμε να γίνουμε ανταγωνιστικοί. Αυτό βέβαια απαιτεί θυσίες. Ενώ θα έπρεπε να πούμε στον ελληνικό λαό ότι αυτές τις κάνουμε για το καλό μας, τώρα λέμε ότι τις θυσίες μάς τις επιβάλλουν οι κακοί ξένοι και δημιουργείται ένα αδιέξοδο.
Θα ήταν αλλιώτικα τα πράγματα, πιστεύετε, αν ο Σαμαράς δεν τασσόταν στην αρχή στο αντιμνημονιακό μέτωπο;
Η Ελλάς θα μπορούσε να ακολουθήσει την πορεία της Κύπρου. Τι είπαν οι Κύπριοι; Είπαν ότι εμείς το μνημόνιο το κάναμε δικό μας, το υιοθετήσαμε και το εφαρμόσαμε και φυσικά κάναμε και μικρές μεταβολές, ευκολότερα πλέον, διότι δημιουργείς εμπιστοσύνη. Σήμερα, εσωτερικά μεν δημιουργεί αδιέξοδο αυτή η κυβέρνηση με αυτά που λέει, εξωτερικά δε είναι παντελώς αναξιόπιστος. Η αξιοπιστία και στη ζωή και στην πολιτική και προπαντός στις διεθνείς σχέσεις είναι ο πιο σημαντικός παράγων.
Τι λάθη κάναμε ως χώρα και μπλοκάραμε μέσα στα μνημόνια;
Κανένα κόμμα δεν ετόλμησε να μιλήσει φανερά, μετά τη δική μου κυβέρνηση η οποία έπεσε, διότι ίσως πρόωρα εφήρμοσε τη σωστή πολιτική. Όλα τα κόμματα που κυβέρνησαν έγιναν μνημονιακά, λέγοντας ότι το κάνουμε αυτό όχι γιατί είναι το σωστό, όχι διότι το θέλουμε, αλλά επειδή μας το επιβάλλουν.
Σας έχουμε δει δημόσια δακρυσμένο δύο φορές: στη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη και στην κηδεία της συζύγου σας. Έχετε δακρύσει άλλη φορά;
Βέβαια. Εγώ ήμουν ευσυγκίνητος και είμαι, πολύ ευσυγκίνητος, αλλά το κρύβω, δεν δείχνω τα συναισθήματά μου, τα κρατώ μέσα μου. Πολλές φορές αισθάνθηκα συγκίνηση. Σε περιπτώσεις προσωπικές, ανθρώπινης δυστυχίας και πόνου, σε περίπτωση απώλειας ανθρώπων δικών μου και φίλων.
Για την πολιτική και προσωπικές του στιγμές
Οι φίλοι σας είχαν σχέση με την πολιτική;
Καμία. Οι φίλοι μου προέρχονταν από όλες τις περιόδους της ζωής μου. Ήταν οι παιδικοί μου φίλοι πρώτα απ’ όλα από το σχολείο, το Δημοτικό, το Πρακτικό Λύκειο Χανίων, τον Ορειβατικό κ.λπ. Μετά ήταν η μεγάλη πανεπιστημιακή παρέα και η αντιστασιακή. Όταν βρισκόμασταν συζητούσαμε για τα πάντα εκτός από πολιτική. Τώρα δεν έχει μείνει πια κανείς. Είχα καλούς φίλους, αγαπούσα τους φίλους μου και με αγαπούσαν και πάντοτε δίδασκα στους νέους πολιτικούς ότι αν δεν αγαπάς τον κόσμο μην πολιτεύεσαι, πρέπει να ξεκινάς από την καλή διάθεση να βοηθήσεις. Ο Κυριάκος το έχει αυτό, είναι καλό παιδί, έχει αγάπη πολλή και νομίζω ότι τον βοηθά. Ο ανάποδος άνθρωπος και ο εκδικητικός δεν κάνει για την πολιτική και ούτε ωφελείται από αυτήν.
Κύριε Πρόεδρε, όλοι εδώ κρινόμαστε αλλά ειδικά εσείς οι πολιτικοί κρίνεστε κάποια στιγμή και από την ιστορία. Πιστεύετε ότι η ιστορία θα σας κρίνει δικαιότερα απ’ ό,τι σας κρίναμε εμείς;
Δεν το γνωρίζω. Αυτό που γνωρίζω είναι ότι έχω ήσυχη τη συνείδησή μου ότι στην πολιτική έκανα πάντα αυτό που θεωρούσα ότι ήτανε σωστό. Ξεκίνησα φιλελεύθερος και τερματίζω φιλελεύθερος. Θα με ικανοποιούσε να με θυμούνται ως έναν άνθρωπο που είχε την ειλικρίνεια και το θάρρος να αγωνιστεί γι’ αυτά που επίστεψε, που είχε την τύχη να μην αλλάξει ποτέ του, που είπε την αλήθεια στο λαό και δεν κορόιδεψε κανένα. Αυτό θα ήταν ο μεγαλύτερος έπαινος που θα μπορούσε να μου αποδοθεί. Λοιπόν!… Καλά είμαστε….
Δεν σας έχουμε δει ποτέ να οδηγείτε, δεν σας άρεσαν τα αυτοκίνητα;
Πολύ. Οδηγούσα πολύ, αλλά έπαυσα να οδηγώ λόγω των ματιών μου. Στο Παρίσι, στην εξορία μας, οδηγούσα ένα μεταχειρισμένο Ρόβερ που η Μαρίκα έλεγε ότι έμοιαζε με τανκς.
Έχω διαβάσει ότι φτάσατε στο Παρίσι τον Αύγουστο του 1968 μέσω Τουρκίας, ύστερα από ένα μακρύ και δύσκολο ταξίδι.
Έφυγα παραμονή του Δεκαπενταύγουστου, υπό δραματικές συνθήκες και επικίνδυνες, με πολύ μεγάλο κίνδυνο – δεν τον λογάριασα εκείνη την ώρα. Διέσχισα το Αιγαίο με ένα μικρό κρις κραφτ 10 μέτρων που είχε δύο βενζινομηχανές εκ των οποίων η μία χαλασμένη και με φοβερό μελτέμι. Μαζί μου είχα κι ένα φίλο Ιταλογιουγκοσλάβο υποτίθεται για καπετάνιο, αλλά στην πορεία αποδείχτηκε πως μέχρι κι εγώ, που ήμουνα παντελώς άσχετος, ήξερα περισσότερα για τη θάλασσα. Τέλος πάντων έφθασα κακήν κακώς στο Τσεσμέ. Από εκεί έστειλα ένα τηλεγράφημα στον αδελφό μου τον Χαράλαμπο, συνθηματικό, είχαμε συμφωνήσει τι θα του πω, τρεις λέξεις, να μάθουν ότι έφθασα, ότι επέζησα. Πήρα ένα ταξί και πήγα στη Σμύρνη. Από τη Σμύρνη, τηλεφώνησα στον υπουργό των Εξωτερικών της Τουρκίας, φίλο μου, τον Τσαγλαγιανγκίλ, τον οποίον είχα προηγουμένως προϊδεάσει ότι θα κοιτάξω να φύγω μέσω Τουρκίας. Βρήκα το διευθυντή του γραφείου του, είπα ότι είμαι στην Τουρκία και ζητώ δικαίωμα διόδου και απόλυτη μυστικότητα. Οι Τούρκοι αμέσως το φρόντισαν. Δεν είχε περάσει μισή ώρα και ο αρχηγός της αστυνομίας της Σμύρνης παρουσιάστηκε και ετέθη στην υπηρεσία μου. Εντωμεταξύ όμως, δεν ξέρω πώς, ίσως και από λάθος δικό μου, κυκλοφόρησε η φήμη ότι βρίσκομαι εκεί και άρχισε η καταδίωξη των Τούρκων δημοσιογράφων, οι οποίοι είναι φοβεροί, πολύ χειρότεροι από τους Έλληνες, πέφτουν σαν τα μελίσσια. Τέλος πάντων με διάφορα κόλπα κατάφερα να τους ξεφύγω και να μπω στο αεροπλάνο για να πάω στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί να ταξιδέψω για Παρίσι. Η οικογένειά μου ήρθε ένα χρόνο μετά. Είχε τεθεί υπό κατ’ οίκον κράτηση στη Γλυφάδα και δεν έδιναν διαβατήριο στη Μαρίκα. Επικοινωνούσαμε με το τηλέφωνο και με γράμματα και όταν τελικά πήρε το πολυπόθητο διαβατήριο δεν περίμενε ούτε μέρα, πήρε το πρώτο πλοίο που βρήκε μπροστά της, ένα εβραϊκό, και κατέφθασαν στη Βενετία όπου τους παρέλαβα εγώ.
Αυτή η γυναίκα φαίνεται να υπήρξε το Α και το Ω του συναισθηματικού σας κόσμου. Πώς είναι, κύριε πρόεδρε, η ζωή χωρίς τον άνθρωπό σας;
Είναι πολύ δυσάρεστο, είναι πάρα πολύ δυσάρεστο και πάρα πολύ βαρύ. Είναι μεγάλη η απώλεια αυτή, όπως σου είπα και πρωτύτερα με συνοδεύει. Ο σύντροφος, η σύζυγος δηλαδή στην περίπτωσή μου, σου γεμίζει τη ζωή ολόκληρη, είναι δίπλα σου διαρκώς. Όταν είσαι μόνος, όπως είμαι εγώ τώρα, έχω φυσικά παιδιά, εγγόνια, φίλους, ό,τι θέλεις, αλλά ορισμένες ώρες νιώθεις και είσαι μόνος. Νιώθεις την απουσία ενός ανθρώπου που σε καταλαβαίνει, που σε αγαπά, που μοιράζεσαι μαζί του τις στενοχώριες σου και τις χαρές σου.
Λένε ότι ο έρωτας πλαταίνει όσο τίποτε άλλο. Σε εσάς πώς επέδρασε αυτή η σχέση;
Νομίζω ότι περάσαμε καλά. Ήμασταν διαφορετικοί χαρακτήρες, η Μαρίκα είχε πολλή ζωή, πληθωρική, περίσσευμα αγάπης προσέφερε. Πολλή εξυπνάδα και προπαντός απόλυτη ειλικρίνεια, δεν χάριζε σε κανέναν κάστανα.
Τι είχε η σύζυγός σας, που δεν είχατε εσείς;
Ένστικτο. Πολλάκις τo εμπιστεύτηκα και πολλές φορές που δεν το ακολούθησα, το μετανόησα.