Στα τέλη του 1960 ο πληθυσμός της χώρας ανερχόταν σε 8.300.399 και στα τέλη του 2014 σε 10.858.018, σημειώθηκε δηλαδή αύξησή του κατά 2.557.619. Η αύξηση αυτή προήλθε κατά 72% (1.843.000) από τη φυσική αύξηση (γεννήσεις μείον θάνατοι) και κατά 28% (714.500) από την καθαρή εισροή πληθυσμού (εισροή από μείον εκροή προς άλλα κράτη).
Ο ρόλος, όμως, των δύο αυτών παραγόντων ήταν διαφορετικός (θετικός ή αρνητικός) σε 5 περιόδους της 55ετίας. Τα σχετικά στοιχεία είναι από τη βάση δεδομένων της Στατιστικής Υπηρεσίας της Ε.Ε. (της Eurostat) και της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) και δίνονται στον πίνακα.
Στο πρώτο μέρος του πίνακα δίνεται ο μέσος ετήσιος όρος των γεννήσεων, των θανάτων και της φυσικής μεταβολής (αύξησης ή μείωσης) του πληθυσμού την καθεμιά από τις 5 περιόδους, προκειμένου να είναι δυνατές οι συγκρίσεις, δεδομένου ότι οι περίοδοι αυτές είναι άνισες σε αριθμό ετών.
Στο δεύτερο μέρος δίνεται για την καθεμιά περίοδο η συνολική φυσική μεταβολή (στην 1η στήλη), το σύνολο των μεταναστευτικών ρευμάτων (στη 2η στήλη) και συνολική μεταβολή του πληθυσμού (3η στήλη που είναι το άθροισμα της 1ης και της 2ης).
ΠΙΝΑΚΑΣ
Μέσος ετήσιος όρος των γεννήσεων, των θανάτων και της φυσικής μεταβολής του πληθυσμού και το σύνολο της φυσικής μεταβολής, των μεταναστευτικών ρευμάτων και της μεταβολής του πληθυσμού σε πέντε περιόδους των ετών 1960 – 2014
Από το πρώτο μέρος του πίνακα φαίνεται ότι η συνεχής μείωση των γεννήσεων από τη μια περίοδο στην άλλη ανακόπηκε την 7ετία 2004-2010 χάρη στις γεννήσεις από αλλοδαπές για να επανέλθει τα έτη 2011-2014. Οι θάνατοι, λόγω γήρανσης του πληθυσμού, αυξάνονταν συνεχώς.
Αποτέλεσμα των εξελίξεων αυτών ήταν να σημειωθεί κάθετη μείωση της φυσικής αύξησης του πληθυσμού τη δεύτερη σε σύγκριση με την πρώτη περίοδο (ιδιαίτερα τη δεκαετία του ’80), φυσική μείωσή του την τρίτη, μικρή αύξησή του την τέταρτη και μεγάλη φυσική μείωσή του την τελευταία περίοδο.
Από το δεύτερο μέρος του πίνακα φαίνεται ότι η αύξηση του πληθυσμού την περίοδο:
1960-1974 οφείλεται αποκλειστικά στη μεγάλη φυσική αύξηση του πληθυσμού. Η αύξηση, όμως, αυτή αποδυναμώθηκε από τη μαζική μετανάστευση Ελλήνων εργατών κυρίως προς τη Δυτική Γερμανία.
1975-1997 οφείλεται τόσο στη φυσική αύξηση του πληθυσμού (πολύ, όμως, μειωμένη) όσο και (πολύ περισσότερο) στη μαζική εισροή πληθυσμού (επαναπατρισμός Ελλήνων μεταναστών τα πρώτα χρόνια και στη συνέχεια μεγάλη εισροή αλλοδαπών – κυρίως από την Αλβανία).
1998-2003 οφείλεται αποκλειστικά στην καθαρή εισροή μεταναστών (κυρίως αλλοδαπών), δεδομένου ότι, αντί για φυσική αύξηση, σημειώθηκε μικρή φυσική μείωση του πληθυσμού.
2004-2010 οφείλεται στη φυσική αύξηση του πληθυσμού (λόγω αύξησης των γεννήσεων για τον λόγο που προαναφέρθηκε) και πολύ περισσότερο στην καθαρή εισροή μεταναστών (βασικά αλλοδαπών)
Σε αντίθεση με τις τέσσερις προηγούμενες περιόδους, την τετραετία 2011-2014 είχαμε τόσο φυσική μείωση του πληθυσμού (λόγω σημαντικής υπεροχής των αυξημένων θανάτων έναντι των μειωμένων γεννήσεων) όσο και καθαρή εκροή πληθυσμού (κυρίως προσοντούχων Ελλήνων).
Τόσο η φυσική μείωση όσο η καθαρή εκροή πληθυσμού την περίοδο αυτή οφείλονται στην εκτόξευση της ανεργίας στα ύψη και τη δραστική περικοπή μισθών και συντάξεων εξαιτίας της εφαρμογής των μέτρων των Μνημονίων.
Εξαιτίας των δύο αυτών αρνητικών παραγόντων, για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σημειώθηκε μείωση του συνολικού μόνιμου πληθυσμού (Ελλήνων και αλλοδαπών) της χώρας.
Πρόκειται για ένα βαρύ πλήγμα στον πληθυσμό και μάλιστα βαρύτερο από εκείνο της μαζικής μετανάστευσης τη δεκαετία του ’60, δεδομένου ότι ενώ τη δεκαετία εκείνη σημειώθηκε μεγάλη φυσική αύξηση του πληθυσμού, την τετραετία 2011-14 σημειώθηκε φυσική μείωσή του και ενώ η μέση ετήσια εκροή πληθυσμού τη δεκαετία του ’60 ήταν 39.800, η αντίστοιχη εκροή την τετραετία 2011-14 ήταν 51.300. Το πλήγμα αυτό θα έχει πολύ δυσμενείς μακροχρόνιες επιπτώσεις.
* πρώην αντιπροέδρος της Βουλής, υπουργός και καθηγητής της ΑΣΟΕΕ