Η Αγία Σοφία είναι το πρώτο κτίσμα που αντικρίζει κανείς καθώς εισέρχεται από την Προποντίδα στην Κωνσταντινούπολη. Ο ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας αποτελεί μια υπερβατική εμπειρία για τον κάθε επισκέπτη είτε είναι ένθεος είτε άθρησκος ή άθεος. Το μέγεθος του οικοδομήματος, η περίτεχνη αρχιτεκτονική του, ο ψηφιδωτός και εικονογραφικός διάκοσμος, το μεγαλείο και η ιστορικότητα που εκπέμπει δημιουργούν αισθήματα δέους. Ποιος δεν εκστασιάζεται από αυτό το θαύμα της ανθρώπινης διανόησης και μηχανικής. Ακόμη και ο Ιουστινιανός αντικρίζοντας το μεγαλειώδες αυτό έργο, την υπεροχή της Αγίας Σοφίας έναντι του ξακουστού ναού του Σολομώντα αναφωνεί: «Δόξα τω Θεώ το καταξιωσάντι με τελέσαι τοιούτον έργον. Νενίκηκά σε Σολομών».
Της Νεκταρίας Μπίλλη
Για την ιστορία, από το 537 έως το 1453 λειτούργησε ως βυζαντινός καθεδρικός ναός της Πόλης. Το βράδυ της αποφράδας ημέρας ο Μωάμεθ ο Πορθητής εισήλθε πανηγυρικά στον ναό και προσευχήθηκε στον Αλλάχ «αναβάς επί της Αγίας Τραπέζης» όπως αναφέρουν οι χρονικογράφοι της εποχής, και έκτοτε μετετράπη σε ισλαμικό τέμενος.
Το 1934 ο Πρόεδρος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Τουρκίας Κεμάλ Αττατούρκ μετέτρεψε και λειτούργησε τον ναό σαν μουσείο Βυζαντινής Τέχνης, με εκατομμύρια επισκεπτών να συρρέουν από ολόκληρο τον κόσμο για να θαυμάσουν το μεγαλείο και να νιώσουν το μοναδικό αίσθημα δέους που προκαλεί το μεγαλειώδες μνημείο στους επισκέπτες του.
Λόγω της εξαιρετικής παγκόσμιας αξίας του το 1985 ο ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας εντάχθηκε στον κατάλογο μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, με την Τουρκική Δημοκρατία να έχει υπογράψει τη Διεθνή Σύμβαση για την Παγκόσμια Κληρονομιά , η οποία προβλέπει αυστηρότατες κυρώσεις για οποιαδήποτε μετατροπή τέτοιου μνημείου. 86 χρόνια μετά ο Τούρκος Πρόεδρος ανακοινώνει τη δεύτερη ιστορικά μετατροπή του επιβλητικού ναού σε ισλαμικό τέμενος αδιαφορώντας και γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων του κάθε Σύμβαση και τους κανόνες που αυτήν διέπουν.
Βεβηλώνει το μνημείο θεωρώντας το κτήμα του καθώς είναι μέσα στα όρια της τωρινής επικράτειας, ο αδαής, αγνοώντας ότι η πολιτιστική κληρονομιά είναι κτήμα της παγκόσμιας ιστορίας.
Η οικειοποίηση μνημείων και η επενέργεια πάνω τους είναι χαρακτηριστικά άλλων εποχών και ηγεσιών που η ιστορία αναφέρεται και έχει εντυπώσει σε μελανές σελίδες και κανείς δεν είναι υπερήφανος για τα επιτεύγματα τους.
Η ημέρα που γράφεται το παρόν άρθρο, Παρασκευή 24 Ιουλίου 2020, είναι ημέρα οργής και θλίψης για τον ορθόδοξο κόσμο, είναι ημέρα ανησυχίας και προβληματισμού για την παγκόσμια κοινότητα.
Είναι η ημέρα που μετά από 86 χρόνια ο Ταγίπ Ερντογάν μετατρέπει την Αγία Σοφιά σε τζαμί και πραγματοποιεί την πρώτη προσευχή, τραυματίζοντας την καρδιά του Χριστιανισμού.
Ο δρόμος που έχει πάρει είναι αγύριστος και οι μεθοδεύσεις και οι χειρισμοί του δεν αλλοιώνουν μόνο τη φυσιογνωμία του υπερβλητικού ναού αλλά ολόκληρης της Τουρκίας.
Η απόφαση αυτή να οικειοποιηθεί το λαμπρότερο σύμβολο της Ορθοδοξίας μετατρέποντας το σε λατρευτικό χώρο της κυριαρχούσας θρησκείας της Τουρκίας είναι ένα τεράστιο πισωγύρισμα για τη χώρα, και ενέργεια που θα τον εντάξει στη Μαύρη Βίβλο των ηγετών που διέπραξαν εγκλήματα εναντίον του Πολιτισμού και της Ανθρωπότητας. Γι αυτό άλλωστε και η απόφαση του δεν τυγχάνει ευρείας αποδοχής όπως περίμενε. Ένα μεγάλο μέρος των πολιτών και του πνευματικού κόσμου της χώρας του είναι αντίθετο στην απόφαση αυτή.
Σύμφωνα με δημοσκοπική έρευνα το 46% των ερωτηθέντων είναι υπέρ και το 44% είναι κατά. Υπάρχει και ένα 10% που δεν απαντά για ευνόητους λόγους.
Η έντονη σημειολογία και οι συμβολισμοί που χειρίζεται είναι δηλωτικά των προθέσεών του. Η 24η Ιουλίου συμπίπτει με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης γεγονός που υποδεικνύει τις εμμονικές πεποιθήσεις του περί αλλαγής αυτής.
Ακόμη και η ώρα του διαγγέλματος ήταν αυτή που σύμφωνα με τις πηγές έπεσε η πόλη.
Αντιλαμβάνεται κανείς τις προθέσεις αποπροσανατολισμού από τα ουσιώδη προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα του σε όλα τα επίπεδα, στοχεύοντας στην τόνωση της εθνικής ομοψυχίας αλλά και στην τόνωση της δημοφιλίας του η οποία βρίσκεται στα τάρταρα.
Η κυβέρνηση διεθνοποίησε το θέμα και πολύ καλά έπραξε. Το μείζον αυτό πρόβλημα δεν πρέπει να τεθεί σε διμερές επίπεδο.
Η αμείωτη προκλητικότητα του Τούρκου Προέδρου συνεχίζεται επιχειρώντας να θέσει σε ομηρία την Αθήνα με το Oruc Reis. Φαίνεται όμως ότι η επεκτατική πολιτική που εφαρμόζει και η τάση του να ηγεμονεύσει στην Ανατολική Μεσόγειο αφύπνισαν τις Περιφερειακές Μεγάλες δυνάμεις. Μετά το Στειτ Ντιπάρτμεντ και το Βερολίνο ακολούθησε η ηχηρή φωνή της Γαλλίας θέτοντας το μη περαιτέρω.
Η Ελλάδα επιθυμεί να λύσει καλόπιστα και ειρηνικά τις διαφορές της στο πλαίσιο πάντα του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της θάλασσας. Για να γίνει αυτό όμως χρειάζονται δυο μέρη. Εν προκειμένω ούτε καλοπιστία υπάρχει ούτε το άλλο μέρος. Οψόμεθα.