Τη μικρή εικόνα τη δίνουν οι συντεταγμένες της κρίσης που ξετυλίγεται από την Τρίτη, αφότου εκδόθηκε τουρκική ναυτική οδηγία για τη διεξαγωγή ερευνών του “Ορούτς Ρέις” σε περιοχή νοτίως του Καστελόριζου, εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, μέχρι τις 2 Αυγούστου. Καλώς εχόντων, οι διαστάσεις της κρίσης αυτής δείχνουν να μένουν περιορισμένες, καθώς η αρχική στρατιωτική δραστηριότητα, που συνοδεύτηκε και από τουρκικές υπερπτήσεις πάνω από το σύμπλεγμα του Καστελόριζου, έδωσε τη θέση της σε διακριτικές πλην εντατικές προσπάθειες του διεθνούς παράγοντα, ιδίως της Γερμανίας, για εκτόνωση. Οπωσδήποτε η ενισχυμένη επιφυλακή των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων δικαιολογείται, τουλάχιστον μέχρι τη λήξη της ισχύος της συγκεκριμένης ναυτικής οδηγίας. Ο ελληνικός αλλά και ο τουρκικός στόλος παραμένουν ανεπτυγμένοι σε όλη την περιοχή από τη Χίο μέχρι το Καστελόριζο, ενώ μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές εκκρεμούσε το ερώτημα αν το “Ορούτς Ρέις” θα αποπλεύσει, αν θα έχει συνοδεία πολεμικών πλοίων και αν θα σε εισέλθει σε ελληνική υφαλοκρηπίδα. Συνεπώς, είναι εξαιρετικά πρόωρο να θεωρηθεί λήξαν το συγκεκριμένο επεισόδιο. Όμως το κύριο ζήτημα είναι ότι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει ελληνική ασφάλεια δεν περιορίζονται σε αυτό.
Η μεγάλη εικόνα, αυτή που ξετυλίγεται ευρύτερα στον χώρο και τον χρόνο, είναι περισσότερο διαφωτιστική. Και συμπυκνώνεται στην “αυτοκρατορική” αντίληψη του εαυτού της που εμπεδώνει η Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν, με ανάπτυξη του στρατιωτικού της αποτυπώματος από τη βόρεια Συρία και το βόρειο Ιράκ μέχρι τη Λιβύη, το Κατάρ και τη Σομαλία, αλλά και με την προβολή ρητά αναθεωρητικών θέσεων για τα “σύνορα της καρδιάς” του Ταγίπ Ερντογάν, που στην πρώτη τους διατύπωση αντιμετωπίστηκαν από πολλούς συγκαταβατικά, ως ρητορικές εξάρσεις εσωτερικής χρήσης, παραβλέποντας τη μεθοδικότητα με την οποία οικοδομείται σταδιακά η πραγματικότητα της “νέας Τουρκίας”.
Η ημέρα της μεγάλης “φιέστας”
Από αυτή την άποψη, περισσότερα και από τις διπλωματικές ή στρατιωτικές κινήσεις έχουν να μας πουν κινήσεις στο πεδίο του συμβολικού, όπως αυτή ακριβώς που χθες μονοπώλησε το διεθνές ενδιαφέρον: ήτοι η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί.
Το ότι η κίνηση αυτή πλαισιώθηκε από μια “φιέστα” με προσκεκλημένους και ξένους ηγέτες, αλλά και από την ανάρτηση στον λογαριασμό του Ταγίπ Ερντογάν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ειδικού βιντεοκλίπ για την περίσταση σε εννέα γλώσσες μουσουλμανικών λαών, δείχνει, παρά το κιτς του πράγματος, ότι βρισκόμαστε ήδη πέρα από την περιοχή της “εσωτερικής κατανάλωσης”.
Ο περιορισμός της διεθνούς συζήτησης κυρίως σε ζητήματα προσβασιμότητας ή διατήρησης των ψηφιδωτών της Αγίας Σοφίας δεν φωτίζει τα συμφραζόμενα. Αντιθέτως, ο συμβολισμός της επαναλειτουργίας της Αγίας Σοφίας ως τεμένους ανήμερα της επετείου της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάνης είναι αποκαλυπτικός. Όπως, άλλωστε, και οι πανηγυρισμοί του ίδιου του Ερντογάν για τη “νέα κατάκτηση” που επιτυγχάνεται με τη συγκεκριμένη κίνηση.
Η “νέα Τουρκία” προβάλλει ως αντικαταστάτης της Τουρκικής Δημοκρατίας (που θεμελίωσε ο Κεμάλ Ατατούρκ και αναγνωρίστηκε διεθνώς στη Λωζάνη) μέσω μιας τριπλής ανατροπής: πολιτειακής, αξιακής και διεθνοπολιτικής.
Η δυτικής εμπνεύσεως διάκριση των εξουσιών και η όποια κοινοβουλευτική παράδοση κατέκτησε μετά πολλών βασάνων η γειτονική χώρα δίνουν τη θέση τους σε ένα καθεστώς υπό “ενιαία αρχή”, περιοδικά αναβαπτιζόμενη σε μια δημοψηφισματικού τύπου επίκληση της λαϊκής πλειοψηφίας, εν μέσω καταστολής των αντιπάλων, εκκαθαρίσεων του κρατικού μηχανισμού, οικονομικής διαπλοκής και φίμωσης των μέσων ενημέρωσης. Η κοσμικότητα του κράτους ερμηνεύεται ως υπόκλιση σε αλλότρια ήθη και άρνηση των ευαισθησιών και της φυσιογνωμίας της “αυθεντικής” Τουρκίας. Η δε συγκρότηση ενός σύγχρονου τουρκικού εθνικού κράτους, εντός των ορίων που αναγνώρισε η Λωζάνη, αποκομμένου από τις παραδόσεις του Χαλιφάτου και προσδεδεμένου στον δυτικό συνασπισμό, επανερμηνεύεται ως “συρρίκνωση” και “υποταγή” σε όσους φθονούν τις πραγματικές δυνατότητες της Τουρκίας. Ο Κεμάλ Ατατούρκ δεν αξιολογείται πλέον με το μέτρο της Συνθήκης των Σεβρών, ως κάποιος που απέτρεψε τον πλήρη διαμελισμό της χώρας, αλλά με το μέτρο του “Εθνικού Όρκου” του 1920, ως κάποιος που απέτυχε να εξασφαλίσει τα τουρκικά δίκαια.
Με την αλλαγή καθεστώτος της Αγίας Σοφίας, ο Ερντογάν επαναλαμβάνει σε εικονικό επίπεδο αυτό που με πραγματικές πολεμικές πράξεις πέτυχε, αποδίδοντάς το στην ισλαμική λατρεία, ο Μωάμεθ ο Πορθητής. Όμως η ανάδυση της “νέας Τουρκίας” προορίζεται να προκαλέσει εντάσεις όχι μόνο με τη (χριστιανική) Δύση, αλλά και με την (ισλαμική) Ανατολή – αφού το εγχείρημα Ερντογάν δεν εξαντλείται στο να επαναβεβαιώσει την ισλαμική φυσιογνωμία της χώρας του, αλλά αποβλέπει, σύμφωνα και με την οθωμανική παράδοση, στη διεκδίκηση ηγετικής θέσης σε έναν ισλαμικό κόσμο θεωρητικώς ευρύ και συμπεριληπτικό, αλλά στην πραγματικότητα νοούμενο ως ιεραρχημένο. Οι παραδοσιακές αραβικές δυνάμεις αντιλαμβάνονται πλήρως την πρόκληση. Εξού και ο Μεγάλος Μουφτής της Αιγύπτου (ήτοι της χώρας της κορυφαίας σουνιτικής θεολογικής σχολής του Αλ Αζχάρ) χαρακτήρισε την αλλαγή καθεστώτος της Αγίας Σοφίας ως παραβίαση της εντολής του Προφήτη Μωάμεθ για σεβασμό των εκκλησιών.
Διαρκής “φυγή προς τα εμπρός”
Πίσω στην πεζή πραγματικότητα της απτής πολιτικής, o Ταγίπ Ερντογάν εμφανίζεται να επισπεύδει σε πολλαπλά μέτωπα – υλοποιώντας την πάγια τακτική του της “φυγής προς τα εμπρός” όποτε συσσωρεύονται τα αδιέξοδα. Και αυτά είναι πολλά: η έρπουσα οικονομική κρίση, με την εξάντληση των συναλλαγματικών διαθεσίμων και τη διαρκή υποχώρηση της λίρας, ροκανίζει και την πολιτική του νομιμοποίηση, σε μια στιγμή κατά την οποία ο ίδιος και το κόμμα του καταγράφουν τα χαμηλότερα δημογραφικά τους ποσοστά στην πρόσφατη μνήμη και ο χώρος του πολιτικού Ισλάμ διεκδικείται πλέον από “αποστάτες” όπως ο Αλί Μπαμπατζάν και ο Αχμέτ Νταβούτογλου.
Η διεκδίκηση “χώρου” στο εξωτερικό πεδίο αποκτά σε αυτό το πλαίσιο τη δική της δυναμική – από την όλο και πιο ενεργό εμπλοκή στη Λιβύη (όπου εκκρεμεί το ερώτημα της κατάληψης της Σύρτης από τις φιλικές προς την Άγκυρα δυνάμεις) μέχρι την πολιτική παρεμβολή στην πρόσφατη αναζωπύρωση της σύγκρουσης Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν ή την επανάληψη των επιδρομών στο βόρειο Ιράκ εναντίον στόχων του ΡΚΚ.
Δεδομένης της αμερικανικής “απουσίας” από την περιοχή, η οποία ασφαλώς θα γίνει εντονότερη μέχρι τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου, καθώς και της ρωσικής απροθυμίας για διατάραξη των σχέσεων με την Άγκυρα σε αυτήν τη φάση, κατεξοχήν αποδέκτης των τουρκικών πιέσεων γίνεται η Ε.Ε., και δη η ηγέτιδα δύναμή της, Γερμανία, που ως γνωστόν αγωνιά για τη διαφύλαξη της ηρεμίας κατά τη διάρκεια της δικής της εξάμηνης προεδρίας. Άλλωστε, η εικόνα δυστοκίας που παρουσίασε η πενθήμερη Σύνοδος Κορυφής των “27” δεν δίνει προς τα έξω την εικόνα μιας Ε.Ε. που συνιστά υπολογίσιμη γεωπολιτική δύναμη.
Η δε προοπτική ανάπτυξης αιγυπτιακών στρατευμάτων στην ανατολική Λιβύη, στο πλευρό των αντιπάλων της Τρίπολης και της Άγκυρας, αλλά και η κινητικότητα περί την ελληνο-αιγυπτιακή οριοθέτηση θαλάσσιων δικαιοδοσιών, συνιστά έναν επιπλέον λόγο για τον οποίο η Τουρκία επισπεύδει.
Η Άγκυρα έχει την πολυτέλεια να σκέφτεται, με γνώμονα έναν ευρύτερο συσχετισμό, πολλαπλά σενάρια πάνω στα μέτωπα που έχει ανοίξει σε μια ευρεία ακτίνα της περιοχής, πιστεύοντας ότι μπορεί να επιλέξει το καταλληλότερο κάθε φορά σημείο επίδειξης ισχύος (προεξοφλώντας ότι οι εξελίξεις που θα δρομολογηθούν θα είναι οριοθετημένες).
Σε κάθε περίπτωση, δεν δείχνει έτοιμη να προχωρήσει σε διάλογο, παρά μόνο επί μιας ατζέντας της οποίας αυτή θα έχει ορίσει το εύρος (που αντικειμενικά πλέον περιλαμβάνει και το σύνολο των σχέσεών της με τη Δύση) και μόνο μετά την καταγραφή κάποιου τετελεσμένου.
“Διαλλακτικά” τελεσίγραφα
Ποια είναι στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών αυτή η ατζέντα; Και από ποιο βαθμό έντασης και πέρα είναι διατεθειμένη η τουρκική πλευρά να ανοίξει τους διαύλους του διαλόγου;
Και πάλι, διαφωτιστικότερο ίσως για τις επιδιώξεις της Τουρκίας είναι το “διαλλακτικό” της πρόσωπο και όχι τόσο αυτό των επιδείξεων στρατιωτικής πυγμής.
Η συνεδρίαση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας της Τουρκίας αυτή την εβδομάδα υπό την προεδρία του Ταγίπ Ερντογάν επίσης αποτυπώνει τις ιεραρχήσεις των Τούρκων ιθυνόντων. Στο ανακοινωθέν που προέκυψε από τη συνεδρίαση την πρώτη θέση καταλαμβάνει, όπως είναι αναμενόμενο, η “μάχη κατά της τρομοκρατίας” εντός και εκτός συνόρων και ακολουθεί η κρίση της Λιβύης. Η ηχηρή διαβεβαίωση ότι η Τουρκία είναι “απολύτως αποφασισμένη να προστατεύσει τα δικαιώματα, τους δεσμούς και τα συμφέροντά της στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως προκύπτουν από το διεθνές δίκαιο”, εντάσσεται, κατά ενδιαφέροντα τρόπο, στο απόσπασμα του ανακοινωθέντος που αφορά το Κυπριακό, με το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας να υποστηρίζει ότι δεν θα επιτραπούν πρωτοβουλίες χωρών και δρώντων που παραβλέπουν την παρουσία και τα δίκαια της τουρκοκυπριακής κοινότητας και είναι πιθανό να υπονομεύσουν το περιβάλλον ειρήνης και σταθερότητας στην Κύπρο.
Με άλλα λόγια, σε επίπεδο δημόσιου λόγου τα ελληνοτουρκικά ζητήματα δεν “εξέχουν” και αντιμετωπίζονται ως “υποταγμένα” είτε στην πάγια στρατηγική της Τουρκίας για το Κυπριακό είτε, εμμέσως, στη μεγάλη άμεση πρόκληση που συνιστά για την Άγκυρα η απειλή της Αιγύπτου να επέμβει στη Λιβύη.
“Γκριζάρισμα” με “βαρύ καλάθι”
Περισσότερο χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις του συμβούλου και εκπροσώπου του Ταγίπ Ερντογάν, Ιμπραχίμ Καλίν, ότι η Ελλάδα είναι ένας σημαντικός γείτονας για την Τουρκία, αλλά η αντίδρασή της στο θέμα των υποθαλάσσιων ερευνών υπήρξε “υπερβολική”, στηριζόμενη σε μια “μαξιμαλιστική” ερμηνεία του διεθνούς δικαίου, και πως αυτή η “ενεργειακή διαφωνία” μπορεί να επιλυθεί με διαπραγματεύσεις για τη διευθέτηση της “ενεργειακής διαφωνίας”, όπως τη χαρακτηρίζει. Ο Καλίν επίσης προειδοποιεί ότι η Τουρκία δεν θα δεχτεί “ποτέ” την απειλή των κυρώσεων από την Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση και κάλεσε την τελευταία να “γυρίσουν μια νέα σελίδα” στις μεταξύ τους σχέσεις.
Η αποκωδικοποίηση δεν είναι δύσκολη. Η Τουρκία θα ήταν ικανοποιημένη με την παγίωση του “γκριζαρίσματος” των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο με μια φόρμουλα σαν αυτή της Βέρνης του 1976 για “εκατέρωθεν” αποφυγή της διεξαγωγής υποθαλάσσιων ερευνών μέχρι τη συνολική επίλυση των “διμερών διαφορών”, το “καλάθι” των οποίων θα έχει βαρύνει όμως με κάθε δυνατή διεκδίκηση, από την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου μέχρι το καθεστώς της μουσουλμανικής μειονότητας της Δυτικής Θράκης. Για δε την Κύπρο, η επιδιωκόμενη “λύση” αφορά τη δημιουργία ενός ταμείου υπό διεθνή διαχείριση στο οποίο θα κατευθύνονται τα όποια έσοδα από υδρογονάνθρακες, στο όνομα των δικαιωμάτων και των Τουρκοκυπρίων επί των φυσικών πόρων του νησιού, κατά παράκαμψη της διεθνώς αναγνωρισμένης Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η ενδοευρωπαϊκή διάσταση
Διευθετήσεις αυτού του τύπου δεν θα ήταν αδιανόητες για το Βερολίνο, το οποίο με τη μεσολαβητική του δραστηριότητα των τελευταίων ημερών έδειξε τον ενισχυμένο ρόλο που φιλοδοξεί να αναλάβει στα πράγματα της Μεσογείου, αλλά και την επιθυμία του να διαφυλάξει από κραδασμούς τη γερμανοτουρκική σχέση. Προσκρούουν, ωστόσο, στην παράμετρο “Γαλλία”.
Εν μέσω πληροφοριών για την ακύρωση της πώλησης γαλλικών φρεγατών στην Ελλάδα και της γερμανικής κινητικότητας, που έμοιαζε από πολλές απόψεις να εκτοπίζει τη Γαλλία από το παιχνίδι, ο Εμανουέλ Μακρόν αξιοποίησε την υποδοχή του Νίκου Αναστασιάδη στο Μέγαρο των Ηλυσίων και με ανάρτησή του συνταγμένη στα ελληνικά διαμήνυσε προς κάθε ενδιαφερόμενο ότι δεν πρόκειται να αποδεχθεί αυτόν τον παραγκωνισμό. Και η πρακτική απάντησή του υπήρξε η γνωστοποίηση της πρόθεσής του να συγκαλέσει Σύνοδο των Νοτίων Χωρών της Ε.Ε.
Αντίστοιχες συναντήσεις έχουν, βέβαια, πραγματοποιηθεί και στο πρόσφατο παρελθόν, χωρίς να εντυπωσιάσουν τον περίγυρο. Όμως σε συνθήκες τέτοιας κρίσης μια Σύνοδος των “Επτά” του Νότου αποκτά ξεχωριστή σημασία – αν μη τι άλλο, διότι δεν θα περιλαμβάνει τη Γερμανία.
Κυβερνητικές πηγές του Βερολίνου φρόντιζαν το προηγούμενο διάστημα να καταστήσουν σαφές ότι η γερμανική προεδρία δεν έχει καμία πρόθεση να συγκαλέσει έκτακτη Σύνοδο Κορυφής των “27” με αντικείμενο την Ανατολική Μεσόγειο, αντιθέτως προκρίνει την οδό της εντατικής διμερούς επικοινωνίας με Αθήνα και Άγκυρα, εκτιμώντας ταυτόχρονα ότι οι διαστάσεις της παρούσας κρίσης είναι μικρότερες του νομιζομένου. Ο Εμανουέλ Μακρόν επιλέγει, σε αυτό το πλαίσιο, να ανεβάσει τους τόνους και να προβάλει ως προνομιακός υπερασπιστής των δικαίων Αθήνας και Λευκωσίας, προκειμένου να υπενθυμίσει ότι διευθετήσεις ερήμην της Γαλλίας δεν θα γίνουν αποδεκτές.
Του Κώστα Ράπτη