Στη μάχη του ανταγωνισμού για ένα μερίδιο στην αγορά των σχολικών ειδών ρίχνονται οι μεγάλες αλυσίδες, ενόψει της νέας σχολικής χρονιάς.
Κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, σύμφωνα με τους φορείς της αγοράς, τα σχολικά προϊόντα κράτησαν σε μεγάλο βαθμό σταθερές τιμές, ενώ ο τζίρος των καταστημάτων στην αρχή της σχολικής χρονιάς φτάνει τα 150 εκατ. ευρώ.
Η αγορά των σχολικών ειδών πάντως επιβαρύνει σημαντικά κάθε χρόνο τον οικογενειακό προϋπολογισμό, με τις δαπάνες των γονιών στην Ελλάδα να αγγίζουν κατά μέσο όρο το 11,3% του μηνιαίου τους εισοδήματος ,σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία έρευνας της picodi.
H χώρα μας βρίσκεται στη 14η θέση παγκοσμίως στη σχετική λίστα καθώς το μέσο κόστος των σχολικών ειδών για τον Έλληνα γονιό είναι 85 ευρώ για κάθε παιδί.
Μια σχολική τσάντα μπορεί να κοστίσει λιγότερα από 6 ευρώ, αν για παράδειγμα κάποιος την αγοράσει μέσω Διαδικτύου, στην αγορά ωστόσο οι καταναλωτές μπορούν να βρουν ένα πολύ μεγάλο εύρος τιμών.
Για σχολικά είδη όπως ψαλίδια, κόλλες, μολύβια, χαρτόνια, μαρκαδόρους και μπογιές, ηpicodi αναφέρει ότι ο Έλληνας γονιός θα πληρώσει περίπου 25 ευρώ, ενώ η μέση τιμή σε χαρτικά είδη και είδη γραφής είναι 31,16 ευρώ. Για το μάθημα της φυσικής αγωγής οι γονείς πληρώνουν για τα παιδιά τους 23,50 ευρώ κατά μέσο όρο.
Οι δαπάνες για τους γονείς αλλάζουν ωστόσο ανάλογα και με τη βαθμίδα της εκπαίδευσης. Έρευνα του ΚΕ.Π.ΚΑ έδειξε ότι το κόστος για την αγορά των σχολικών μπορεί να κυμανθεί για ένα παιδί στο Δημοτικό, από 15,82 ευρώ έως 446,31 ευρώ ενώ στο Γυμνάσιο – Λύκειο, από 26,27 ευρώ έως και 501,74 ευρώ
Στις δαπάνες αυτές πρέπει να συνυπολογίσει κανείς και το γεγονός στις μεγαλύτερες τάξεις και ιδιαίτερα στο Γυμνάσιο και το Λύκειο οι μαθητές χρειάζεται να προμηθευτούν και προϊόντα τεχνολογίας, όπως υπολογιστές, λάπτοπ και τάμπλετ.
Ήδη πάντως από τα μέσα του καλοκαιριού πολλές εταιρείες προχωρούν σε προσφορές και διαφημιστικές καμπάνιες προσπαθώντας να κερδίσουν το «στοίχημα» του Σεπτεμβρίου, που θεωρείται από τους πλέον κρίσιμους μήνες για τον τζίρο όλης της χρονιάς. Παραδοσιακά το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου πραγματοποιείται περίπου το 70% του συνολικού ετήσιου τζίρου της συγκεκριμένης αγοράς.