Βενετσιάνικοι καθρέπτες, ακριβά ευρωπαϊκά ξύλινα έπιπλα, ζωγραφιστές οροφές, σπερβέρια (κεντητές κουρτίνες), γυάλινα αντικείμενα από το Μπεϊκόζ του Βοσπόρου, και βέβαια, το πιο εντυπωσιακό: ο πιατελότοιχος, απέναντι από την κυρία είσοδο με πολλές παράλληλες σειρές από αριστουργηματικά πιάτα Ιζνίκ, τα «είδη πολυτελείας» του σπιτιού, που έδιδαν κύρος στον ιδιοκτήτη και θάμπωναν τον επισκέπτη, μόλις αυτός περνούσε το κατώφλι.
Τα αρχοντικά σπίτια της Λίνδου, ήταν και παραμένουν ονομαστά όχι μόνο για τις εξαιρετικές τους αρχιτεκτονικές προσόψεις αλλά και για την εσωτερική τους διακόσμηση που μαρτυρούσε τη δυναμική και τη γεωγραφική ακτινοβολία του λινδιακού εμπορίου από τον 17ο μέχρι και τον 19ο αιώνα. Οι ιδιοκτήτες τους ήταν τολμηροί καραβοκύρηδες, οι οποίοι έκαναν επικίνδυνους πλόες σε θάλασσες που μαστίζονταν συχνά από πειρατεία, για να μεταφέρουν αγαθά από τη Μαύρη Θάλασσα και την Κωνσταντινούπολη μέχρι τη Συρία, την Αλεξάνδρεια και τη Δυτική Μεσόγειο.
Νέα εποχή
Τα καράβια τους είχαν αποκτήσει τη φήμη των ωραιότερων της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στο ταξίδι της επιστροφής στο νησί, έφερναν μαζί τους εξαιρετικά αντικείμενα, αλλά κυρίως αυτά τα κεραμικά, φτιαγμένα στην πάλαι ποτέ βυζαντινή Νίκαια, που χρονολογούνται κυρίως από τα τέλη του 16ου μέχρι και το πρώτο μισό του 17ου αιώνα και καταγράφονταν ήδη ως πολύτιμα αντικείμενα από πολύ νωρίς. Η Ρόδος λοιπόν βρέθηκε προικισμένη με εκατοντάδες από αυτά. Ομως, τα μοτίβα των Ιζνίκ γνώρισαν αργότερα νέα άνθηση μέσα από την ίδρυση και λειτουργία του «ICARO» (Industria Ceramiche Artistiche Rodio Orientali, Βιομηχανία Καλλιτεχνικών Κεραμικών Ροδιοανατολικής Τέχνης) στο ιταλοκρατούμενο νησί. Πρόκειται κυρίως για κεραμικά πιάτα και βάζα, τα οποία αντέγραψαν τα Ιζνίκ στην τεχνική αλλά και στα σχέδια, τα οποία είχαν μεγάλη επιτυχία είτε ως τοπικά είτε ως εξαγώγιμα προϊόντα πριν από το 1940 είτε ως αναμνηστικά από το 1950 και μετά.
Δύο εκθέσεις του Μουσείου Μπενάκη που εγκαινιάζονται σε λίγες ημέρες έρχονται να μας συστήσουν την μαγεία των Ιζνίκ αλλά και τη βιομηχανία του ιταλικού και μετέπειτα ελληνικού «ΙΚΑΡΟΥ» που έμελλε να ζήσει από το 1928 έως και το 1988. Είναι δύο διαφορετικές αφηγήσεις που αλληλοδιαπλέκονται σε μια χρονολογική συνέχεια και παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον ακόμα και για εκείνους που δεν ξέρουν τίποτα για την κεραμική. Αυτό διαπιστώνει όποιος γνωρίσει από κοντά τον 45χρονο συλλέκτη κεραμικών Γιάννο Ιωαννίδη, ο οποίος αν και ασχολείται με τα οικονομικά, είναι εξαιρετικός γνώστης της ιστορίας του εργοστασίου «ΙΚΑΡΟΣ».
Μίλησε στην «Κ» με αφορμή την έκθεση που θα φιλοξενηθεί στην Πειραιώς, από την Πέμπτη 28/9, η οποία περιλαμβάνει 400 δικά του κεραμικά, καθώς και πολλά αρχειακά τεκμήρια για το εργοστάσιο που ταυτίστηκε με τη Ρόδο. Στις 6/10 θα ανοίξει στο Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης και το αφιέρωμα για τα Ιζνίκ του 16ου αιώνα, σε επιμέλεια Μίνας Μωραΐτη, έτσι ώστε να μπορέσουν οι θεατές να κατανοήσουν τα σημεία σύνδεσης.
«Ξεκίνησα να συλλέγω από πολύ μικρή ηλικία. Στα 15 μου χρόνια, το 1987, θυμάμαι να επισκέπτομαι με τους γονείς μου το εργοστάσιο του “ΙΚΑΡΟΥ” στη Ρόδο, που ετοιμαζόταν να κλείσει. Εκεί αγόρασα ένα μικρό βάζο, το οποίο έχω ακόμα και συγκυριακά είναι το πρώτο σημαντικό αντικείμενο που κατέληξε στα χέρια μου», λέει ο συλλέκτης. «Αρκετά χρόνια αργότερα, αποφάσισα να στρέψω το ενδιαφέρον μου αποκλειστικά στα κεραμικά και έτσι κατέληξα να αγοράσω πολλά δείγματα από τον “ICARO”. Παρά το γεγονός ότι η επιχείρηση συνέχιζε να υπάρχει και να μεσουρανεί ακόμα και μετά την “ιταλική” της περίοδο (1928-1946), καθώς αγοράστηκε από τον Ροδίτη επιχειρηματία Χατζηκωνσταντή, δεν έχει καταγραφεί μέχρι σήμερα η σπουδαία της ιστορία. Και έτσι εκτός από λίγα στοιχεία που κατά καιρούς είχαν δει το φως της δημοσιότητας, είναι η πρώτη φορά που έχουμε την ευκαιρία να δούμε συνολικά τη συμβολή της».
Η ιταλική περίοδος
Οπως μας εξηγεί ο Γιάννος Ιωαννίδης, όταν οι Ιταλοί πήραν στα χέρια τους τα Δωδεκάνησα, εκπόνησαν ένα είδος σοβαρού και μελετημένου «αναπτυξιακού σχεδιασμού», ιδρύοντας διάφορες επιχειρήσεις στη Ρόδο, στην οποία έφεραν και την ηλεκτρική ενέργεια. Η ύπαρξη μεγάλου αριθμού πιάτων Ιζνίκ στη Λίνδο, τους έκανε να πιστέψουν λανθασμένα, ότι όλα αυτά τα κεραμικά είχαν παραχθεί στο νησί. Η αλήθεια είναι ότι υπήρχαν κεραμείς αλλά έφτιαχναν μόνον μερικά χρηστικά σκεύη κυρίως στην Αρχάγγελο, που δεν συγκρίνονταν στην ποιότητα ή στην τεχνοτροπία με τα κεραμικά του Ιζνίκ. Από τις πρώτες τους κινήσεις όταν ίδρυσαν τον «ICARO» οι Ιταλοί, ήταν να φέρουν εκπαιδευμένο προσωπικό από την πατρίδα τους, που φημίζεται για τα σπουδαία της μαγιόλικα, έτσι ώστε να αντιγράψουν τα σχέδια και να τα βγάλουν στην παραγωγή. Υπήρχε καλλιτεχνικός και τεχνικός διευθυντής στο εργοστάσιο, ενώ τον τελικό λόγο για τα μοτίβα, τον είχε μια τριμελής επιτροπή, στην οποία συμμετείχαν μέλη των μετόχων και της ιταλικής κυβέρνησης. Για πολλά χρόνια στο προσωπικό υπήρχαν ελάχιστοι Ελληνες.
Μετά την προσάρτηση των Δωδεκανήσων, οι Ιταλοί πούλησαν τις μετοχές τους στον Κωνσταντίνο Χατζηκωνσταντή που συνέχισε με μεγάλη συνέπεια και ποιότητα το έργο τους για πολλά χρόνια. Σταδιακά, και τα σχέδια εμπλουτίστηκαν και τα αντικείμενα πλήθυναν. Ομως, ο έντονος ανταγωνισμός που προήλθε από άλλες παρόμοιες επιχειρήσεις κεραμικών για τουριστικά είδη, τις οποίες άνοιξαν τέως εργαζόμενοι στον ελληνικό «ΙΚΑΡΟ», ή από εισαγόμενα κεραμικά από την Κίνα και την Τουρκία, άλλαξε τα δεδομένα στην αγορά. Ο αριθμός της παραγωγής αυξήθηκε για να ικανοποιήσει την αύξηση της ζήτησης από τους ολοένα αυξανόμενους επισκέπτες του νησιού, ενώ η ποιότητα δεν ήταν η ίδια των αρχικών χρόνων.
Ο επιχειρηματίας του «ΙΚΑΡΟΥ» σκοτώθηκε σε τροχαίο το 1987 και η επιχείρηση έκλεισε έναν χρόνο αργότερα, καθώς κατέγραφε ζημίες. Ευτυχώς, ένα μικρό βάζο που πουλήθηκε σε έναν έφηβο εκείνη τη χρονιά, έγινε η αφορμή για να περισωθεί σαν θαύμα, η ιστορία του…
Στη φωτογραφία Η εργαζόμενη στον «ΙΚΑΡΟ», Ελένη Κουτούνη, χρωματίζει ένα μεγάλο πιάτο στα μέσα της δεκαετίας του 1950.
Καθημερινή