Η εγκύκλιος του υπουργείου Εργασίας που υπογράφει ο υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης Τάσος Πετρόπουλος ξεκαθαρίζει πως για λόγους χρηστής διοίκησης, θα επιστραφούν οι παροχές στους συνταξιούχους του πρώην Ταμείου Νομικών(ΕΤΑΑ-ΤΑΝ) που κόπηκαν, όταν διαπιστώθηκε ότι υπάρχουν οφειλές προς τον κλάδο υγείας. Οφειλόμενο ποσό σε εισφορές υγείας πάνω από το γενικό όριο των 15.000 ευρώ, που ισχύει για τους υποψήφιους συνταξιούχους δικηγόρους, θα παρακρατείται από την καταβαλλόμενη σύνταξη.
Το πρόβλημα ξεκίνησε όταν το πρώην Ταμείο Νομικών (ΤΑΝ), καθώς και οι Τομείς Υγείας Δικηγόρων Αθηνών, Πειραιά, Θεσσαλονίκης, Επαρχιών και ο Τομέας Υγείας Συμβολαιογράφων, υπήχθησαν στο πρώην ΕΤΑΑ. Οι τομείς, παρά την ένταξή τους στο νέο φορέα, διατήρησαν την οικονομική και λογιστική τους αυτοτέλεια, την οποία και έχασαν οριστικά με την υπαγωγή τους στον ΕΦΚΑ.
Η μη διασύνδεσή τους λοιπόν είχε ως αποτέλεσμα -παρά τη σαφή πρόβλεψη του νόμου που ορίζει ότι για τη χορήγηση σύνταξης απαραίτητη προϋπόθεση είναι η προηγούμενη εξόφληση τυχόν οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών- πολλοί δικηγόροι να λάβουν σύνταξη, παρά τις οφειλές τους προς τους τομείς υγείας. Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε πως έως τις 31/12/2016, τυχόν οφειλές στους τομείς υγείας δεν αναζητούνταν ούτε για την εφαρμογή του νόμου του 2015 που προβλέπει τη δυνατότητα ρύθμισης των οφειλών για όσους ασφαλισμένους είχαν ήδη υποβάλει έως και 30/09/2015 αίτηση συνταξιοδότησης.
Όταν όλα τα Ταμεία και οι τομείς εντάχθηκαν στον ΕΦΚΑ, διαπιστώθηκε η οφειλή και σε πολλές περιπτώσεις η σύνταξη διεκόπη. Την εξέλιξη αυτή έρχεται να «διορθώσει» η εγκύκλιος Πετρόπουλου, καθώς ορίζει ότι τυχόν διακοπή καταβολής σύνταξης μετά την 01/01/2017 θα θεωρείται ως μη γενόμενη και ο ΕΦΚΑ θα καταβάλει αναδρομικά τα σχετικά ποσά συντάξεων.
Να σημειωθεί πως οι ασφαλισμένοι του πρώην ΕΤΑΑ μπορούν να λάβουν σύνταξη εφόσον χρωστάνε λιγότερα από 15.000 ευρώ σε ασφαλιστικές εισφορές. Βάσει της εγκυκλίου, το οφειλόμενο ποσό σε εισφορές του κλάδου υγείας έως και 31/12/2016 που ξεπερνά το ποσό αυτό των 15.000 ευρώ, θα παρακρατείται από την καταβαλλόμενη σύνταξη.
Οι συντάξεις χηρείας
Εν τω μεταξύ, παράθυρο για αναστολή των περικοπών στις συντάξεις χηρείας, στην περίπτωση που οι δικαιούχοι συμπληρώνουν το όριο των 55 ετών, άφησε χθες ο υφυπουργός Τάσος Πετρόπουλος. Με αφορμή και την ερώτηση των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ για τις καθυστερήσεις στην καταβολή των συντάξεων χηρείας, ο κ. Πετρόπουλος δήλωσε στον ραδιοφωνικό σταθμό “Θέμα” ότι με την έναρξη του νέου έτους, είναι πιθανή η μετάθεση της χρονικής έναρξης κάποιων διατάξεων που αφορούν την περικοπή της σύνταξης χηρείας για ηλικίες πριν από τα 52 με 55 έτη. «Θα μπορούσαμε να δούμε την αναβολή του μέτρου αυτού, σε συνδυασμό με την ανεργία που υπάρχει στη χώρα», δήλωσε χαρακτηριστικά ο υφυπουργός, για να συμπληρώσει ότι ο δημοσιονομικός χώρος για να το κάνουμε, υπάρχει.
Υπενθυμίζεται πως το ηλικιακό όριο των 55 ετών που έθεσε ο νόμος Κατρούγκαλου ισχύει για θανάτους ασφαλισμένων ή συνταξιούχων που επήλθαν από 13 Μαΐου 2016 και μετά. Οι επιζώντες σύζυγοι που ήταν πάνω από 55 ετών δικαιώθηκαν τη σύνταξη δια βίου. Όσοι ήταν κάτω από 55 αλλά έχουν ανήλικα παιδιά έως 18 ετών ή παιδιά σπουδαστές έως 24 ετών δικαιούνται σύνταξη για όσα χρόνια τα παιδιά είναι ανήλικα ή σπουδάζουν. Αντίθετα, όσοι ήταν τη στιγμή του θανάτου 52-55 ετών και δεν έχουν ανήλικα παιδιά, δικαιούνται σύνταξη χηρείας για μια 3ετία. Μετά την 3ετία, η σύνταξη διακόπτεται και επαναχορηγείται στα 67.
Στην πράξη, το σενάριο που επεξεργάζονται στο υπουργείο Εργασίας αφορά τηναναστολή, υπό προϋποθέσεις, του μέτρου της περικοπής της σύνταξης λόγω ηλικιακού ορίου, έως ότου το ποσοστό της ανεργίας διαμορφωθεί κάτω από ένα συγκεκριμένο όριο. Δυνητικά το μέτρο θα μπορούσε να αφορά χιλιάδες δικαιούχους που ήταν 52-55 ετών τη στιγμή του θανάτου και δεν έχουν ανήλικα παιδιά ή παιδιά σπουδαστές.
Ο κ. Πετρόπουλος αναφέρθηκε και στο θέμα της καθυστέρησης στην έκδοση των συντάξεων χηρείας, βάσει και της ερώτησης των κυβερνητικών βουλευτών και σημείωσε πως στο διάστημα Ιανουάριος 2017 – Αύγουστος 2018, έχουν απονεμηθεί 67.000 συντάξεις χηρείας και εκκρεμούν 21.000 αιτήσεις.