Τοπικές Ειδήσεις

Ανακρίτρια Ρόδου: Θύμα και ο ανήλικος που γίνεται αυτόπτης μάρτυρας ενδοοικογενειακής βίας

Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εισήγηση παρουσίασε η τακτική Ανακρίτρια του Πρωτοδικείου Ρόδου κ. Δήμητρα Ρέβελα, σε διαδικτυακό εκπαιδευτικό σεμινάριο που πραγματοποιήθηκε το διήμερο 24-25 Σεπτεμβρίου 2020 για τα στελέχη της Α’ Αστυνομικής Διεύθυνσης Δωδεκανήσου, με θέμα την ενδοοικογενειακή βία.
Αντικείμενο της εισηγήσεως της κ. Ανακρίτριας ήταν το νομοθετικό πλαίσιο ενδοοικογενειακής βίας σε βάρος ανηλίκων θυμάτων.
Κατά την έναρξη της εισηγήσεώς της τόνισε πως η ενδοοικογενειακή βία προσλαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις και ανοδική πορεία χρόνο με τον χρόνο ενώ στην Ελλάδα φαινόμενα συστηματικής βάναυσης συμπεριφοράς ταλανίζουν τουλάχιστον μια στις τρεις οικογένειες, ανεξαρτήτως οικονομικής κατάστασης ή μορφωτικού επιπέδου των μελών της.
Προκειμένου να γίνουν κατανοητά όλα τα φαινόμενα ενδοοικογενειακής βίας η κ. Ανακρίτρια τόνισε πως στα φαινόμενα αυτά περιλαμβάνονται όλες οι πράξεις φυσικής, σεξουαλικής, ψυχολογικής ή οικονομικής βίας οι οποίες συμβαίνουν εντός της οικογένειας ή οικογενειακής μονάδας ή μεταξύ πρώην ή νυν συζύγων ή συντρόφων, ανεξάρτητα ή όχι του κατά πόσο ο δράστης μοιράζεται ή έχει μοιρασθεί την ίδια κατοικία με το θύμα.
Μάλιστα όπως επεσήμανε, πλέον αντιμετωπίζεται ως θύμα ενδοοικογενειακής βίας και ο ανήλικος που γίνεται αυτόπτης μάρτυρας ενός βίαιου περιστατικού μεταξύ μελών της οικογένειάς του καθώς κάθε είδους κακοποίηση μένει χαραγμένη στην ψυχή του και οδηγεί αναπόφευκτα στη διαιώνιση εσφαλμένων προτύπων ανθρώπων και σχέσεων και κατ’ επέκταση και του φαινομένου της άσκησης βίας προς τους αδυνάτους.

Εν συνεχεία η κ. Ανακρίτρια παρουσίασε τις μορφές παιδικής κακοποίησης οι οποίες είναι η σωματική και η σεξουαλική κακοποίηση και τις μορφές παθητικής βίας όπως είναι η ψυχολογική και συναισθηματική κακοποίηση και η παραμέληση.
Επεσήμανε πως στην παθητική βία η οποία είναι η πιο συχνή μορφή κακοποίησης, περιλαμβάνονται συμπεριφορές των γονέων που δείχνουν ότι δεν ανταποκρίνονται στις βασικές παιδικές ανάγκες για στοργή, αγάπη, αναγνώριση και ασφάλεια και συνήθως ενέχουν απόρριψη, εκφοβισμό, απομόνωση, εκμετάλλευση, υποτίμηση και άλλες αρνητικές εκφάνσεις.
Κατόπιν ακολούθησε εκτενής αναφορά στο νομοθετικό πλαίσιο που ισχύει με τις νέες τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα και Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, επισημαίνοντας πως ο νέος ποινικός κώδικας με το άρθρο 312 προβλέπει αυστηρότερες ποινές για τις σωματικές βλάβες αδυνάμων ατόμων με την επαπειλούμενη ποινή να φθάνει σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και σε κάθειρξη.
Ακόμη, τονίσθηκε πως στο νέο άρθρο για το αδίκημα της απειλής προβλέπεται βαρύτερη ποινή που φθάνει έως τρία έτη αν η πράξη τελείται σε βάρος ανηλίκου ή προσώπου που δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του, εφόσον τα πρόσωπα αυτά βρίσκονται υπό την επιμέλεια ή την προστασία του δράστη βάσει νόμου, δικαστικής απόφασης ή πραγματικής κατάστασης, συνοικούν με αυτόν ή έχουν με αυτόν σχέση εργασίας ή υπηρεσίας και πως η ίδια ποινή επιβάλλεται όταν η πράξη τελείται σε βάρος συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου ή σε βάρος συντρόφου κατά τη διάρκεια της συμβίωσης».
Περαιτέρω, έγινε παρουσίαση των αδικημάτων του βιασμού, της κατάχρησης ανηλίκων σε ασέλγεια, της γενετήσιας πράξης μεταξύ συγγενών, της σωματικής βλάβης σε βάρος ανηλίκων, της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης και της ενδοοικογενειακής προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας και τονίστηκε πως για ορισμένα αδικήματα από αυτά αν στρέφονται κατά ανηλίκου, η έναρξη της προθεσμίας παραγραφής αναστέλλεται μέχρι την ενηλικίωση του θύματος και για ένα έτος μετά, εφόσον πρόκειται για πλημμέλημα, και για τρία έτη μετά, εφόσον πρόκειται για κακούργημα.

Η κ. Ανακρίτρια τόνισε πως ο ανακριτής, το δικαστικό συμβούλιο ή ο εισαγγελέας που έχει επιληφθεί της υπόθεσης με αιτιολογημένη διάταξή του, μπορεί να επιβάλει περιοριστικούς όρους, όπως ιδίως η απομάκρυνσή του από την οικογενειακή κατοικία, η μετοίκησή του, η απαγόρευση να προσεγγίζει τους χώρους κατοικίας ή και εργασίας του θύματος, κατοικίες στενών συγγενών του, τα εκπαιδευτήρια των παιδιών και ξενώνες φιλοξενίας. Ακόμη, ανέφερε πως οι ανήλικοι κατά την εκδίκαση των υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας δεν κλητεύονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο, εκτός εάν η εξέτασή τους κρίνεται αναγκαία από το δικαστήριο.
Μάλιστα επεσήμανε πως υπάρχει διάταξη με την οποία καθιερώνεται υποχρέωση των εκπαιδευτικών να ενημερώνουν τους διευθυντές των σχολικών μονάδων όταν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, με οποιονδήποτε τρόπο πληροφορούνται ή διαπιστώνουν ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος μαθητή έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας και έπειτα ο διευθυντής της σχολικής μονάδας οφείλει να ανακοινώνει την αξιόποινη πράξη στον αρμόδιο εισαγγελέα ή στην πλησιέστερη αστυνομική αρχή.
Επειτα, η κ. Ανακρίτρια αναφέρθηκε στη δικονομική μεταχείριση ενός ανήλικου μάρτυρα θύματος προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας όπου κατά την εξέτασή του παρίσταται, ως πραγματογνώμων, ειδικά εκπαιδευμένος παιδοψυχολόγος ή παιδοψυχίατρος ο οποίος προετοιμάζει τον ανήλικο για την εξέταση, συνεργαζόμενος προς τούτο με τους προανακριτικούς υπαλλήλους και με τους δικαστικούς λειτουργούς, ενώ για το σκοπό αυτόν χρησιμοποιεί κατάλληλες διαγνωστικές μεθόδους, αποφαίνεται για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου και διατυπώνει τις διαπιστώσεις του σε γραπτή έκθεση, που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δικογραφίας.
Τέλος η κ. Ανακρίτρια παρέθεσε μια σειρά από άτυπους κανόνες που θα πρέπει να τηρούνται κατά τον χειρισμό υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας από τις αστυνομικές αρχές, όπως, να γίνεται διερεύνηση των πραγματικών περιστατικών καθώς απαιτείται ιδιαίτερα λεπτός και διακριτικός χειρισμός, να δίνεται προτεραιότητα στην προστασία και στην ενίσχυση του αισθήματος εμπιστοσύνης και ασφάλειας του θύματος και να το καθησυχάζουν, ώστε να μη φοβάται να καταγγείλει. Επεσήμανε πως κατά την προανάκριση οι αστυνομικές αρχές θα πρέπει να συντάσσουν έκθεση εξέτασης του θύματος, να του απευθύνουν ουσιαστικές και σαφείς ερωτήσεις, χωρίς να θίγεται η προσωπικότητά του, να ενημερώνουν άμεσα τις αρμόδιες Εισαγγελικές Αρχές, να εξασφαλίζουν την έγκαιρη ιατρική ή και ιατροδικαστική εξέταση του ανηλίκου, να λαμβάνουν άμεσα, χωρίς όρκο, κατάθεση από το ανήλικο και όπου απαιτείται με παιδοψυχολόγο ή παιδοψυχίατρο, να διακριβώνουν την οικογενειακή κατάσταση του ανηλίκου, πού και με ποιους συνοικεί, να αναζητούν και να ενημερώνουν άμεσα τον γονέα ή τον έχοντα την επιμέλεια του ανηλίκου.
Η κ. Ανακρίτρια Ρόδου κλείνοντας την εισήγηση της υπογράμμισε πως όλες οι ενέργειες πρέπει να γίνονται πάντοτε με γνώμονα το συμφέρον του παιδιού.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου