Τα μηνύματα που εμπεριέχονται στην τελευταία Εκθεση της ΕΛΣΤΑΤ αναφορικά με το επίπεδο φτώχειας στην Ελλάδα, είναι εξόχως αποκαρδιωτικά. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι το έτος 2015, έκτη χρονιά της πρωτοφανούς κρίσης που συνεχίζεται και φέτος χωρίς να είναι ορατή μια ρεαλιστική έξοδος, ο πληθυσμός που θεωρείται πως βρισκόταν σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού ανερχόταν σε ποσοστό 35,7%. Το ποσοστό αυτό που δείχνει και ασφαλώς είναι εφιαλτικό, βάσει του σχετικού πίνακα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και των διαθεσίμων στοιχείων, δίνει αρνητική πρωτιά στην Ελλάδα όσον αφορά την Ευρωζώνη, ενώ την φέρνει δεύτερη –μετά τη Βουλγαρία- στην Ευρωπαϊκή Ενωση (Ακολουθούν τη χώρα μας κατά σειρά η Λετονία, η Ουγγαρία, η Ισπανία και η Πορτογαλία).
Το «δραματικό» στοιχείο, ωστόσο, είναι αυτό που με την πρώτη ματιά δεν φαίνεται, και το οποίο έμοιαζε «αόρατο» σε σχεδόν όλους μας: πολύ πριν ξεσπάσει η κρίση και μάλιστα το «χρυσό» έτος 2004, βάσει των ίδιων στοιχείων, ο πληθυσμός στη χώρα μας που βρισκόταν σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού ήταν μόνο πέντε μονάδες μικρότερο: ανερχόταν στο 30,9%! Μοιάζει απίστευτη, αλλά είναι αληθινή αυτή η πραγματικότητα, η οποία βρισκόταν «πίσω από την κουρτίνα», ή «κάτω από το χαλί», για άλλους συνειδητά και για άλλους ασυνείδητα. Δεν βλέπαμε, ή κάναμε πως δεν βλέπαμε, και ίσως αυτή είναι μία από τις παραμέτρους που αποδειχθεί χρήσιμο να συνυπολογιστεί, όταν κάποια στιγμή γίνει μια πραγματική μελέτη του γιατί φθάσαμε ως κοινωνία και χώρα στην τωρινή εκτός ελέγχου κρίση.
Τα στοιχεία περί τον γενικό πληθυσμό, δεν είναι και τα μοναδικά που καταδεικνύουν πως κάτι πολύ άσχημο συνέβαινε στην Ελλάδα, αλλά ήταν «αόρατο». Υπάρχουν και εκείνα τα οποία έχουν σχέση με μία από τις πλέον ευάλωτες κοινωνικές ομάδες: τα παιδιά από 0 έως 17 ετών. Εδώ, οι συγκρίσεις θα γίνουν με τα έτη 2009 και 2013, διότι θα καταγραφούν πέραν εκείνων της ΕΛΣΤΑΤ, και τα διαθέσιμα στοιχεία από Εκθεση της Unicef. Η Εκθεση της Ελληνικής Επιτροπής συντάχθηκε σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Η μελέτη των δύο αυτών Εκθέσεων, δείχνει –όπως θα φανεί στη συνέχεια- μικρές αποκλίσεις στα ποσοστά, αλλά η συνολική πραγματική εικόνα και τα εξ αυτής συμπεράσματα δεν αλλάζουν. Συγκεκριμένα:
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ ο πληθυσμός που είναι σε ηλικία 0-17 ετών και ο οποίος ζούσε το 2013 σε νοικοκυριά χωρίς κανέναν εργαζόμενο, ανερχόταν σε ποσοστό 13,3%. Στην Εκθεση της Unicef ήταν 13,9%. Προσοχή, τώρα: Το 2009, έτος προ του ξεσπάσματος της κρίσης, το ποσοστό αυτό ανήλθε στο 4,9% (ΕΛΣΤΑΤ), και 5,2% (Unicef).
Επίσης: «το βάθος κινδύνου φτώχειας» για τις ευαίσθητες ηλικίες ανερχόταν το 2013 στο 32,7% σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ και στο 38,1% σύμφωνα με την Unicef, ενώ το 2009 ήταν αντιστοίχως 26,4% και 30%.
Παρατηρούμε, με άλλα λόγια, ότι η είσοδος της χώρας στη συνεχιζόμενη δημοσιονομική-οικονομική περιπέτεια, προκάλεσε –όπως ήταν αναμενόμενο- αύξηση των ποσοστών φτώχειας και διεύρυνση των κοινωνικών προβλημάτων, σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα τα διπλασίασε ή και τα τριπλασίασε. Αλλά πώς να μην καταγραφεί πως πριν από την «καυτή» περίοδο στην Ελλάδα υπήρχαν 3 στους 10 πολίτες που αντιμετώπιζαν κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, πέντε στα εκατό παιδιά με γονείς άνεργους, και σχεδόν 3 στα 10 παιδιά σε κίνδυνο φτώχειας; Πρόκειται για στοιχεία που εκτός όλων των άλλων έρχονται να επιβεβαιώσουν εκείνους οι οποίοι υποστηρίζουν πως της δημοσιονομικής, της οικονομικής και της τωρινής κοινωνικής, προϋπήρξε γενικευμένη ηθική, πολιτισμική, κρίση αξιών σε αυτό τον τόπο.
Ειδικά για τα παιδιά
Αναλυτικότερα, ορισμένα από τα βασικά σημεία της Έκθεσης «Η κατάσταση των παιδιών στην Ελλάδα 2015» της Ελληνικής Επιτροπής Unicef είναι τα ακόλουθα:
1) Ο αριθμός των παιδιών που βρίσκονταν σε κίνδυνο φτώχειας στην Ελλάδα για το έτος 2013 ανήλθε σε 556.000 και αναλογεί στο 28,8% του συνόλου των παιδιών, έναντι 23,7% το 2009. Από το 2009 ο αριθμός των παιδιών αυτών αυξήθηκε κατά 104.000 άτομα.
2) Η φτώχεια στα παιδιά των μεταναστών (παιδιά με ξένη υπηκοότητα γονέων) έφτασε το 2013 το 61,1% από 41,5% το 2009, σημειώνοντας αύξηση σχεδόν 20 ποσοστιαίων μονάδων μεταξύ 2009 και 2013.
3) Η ηλικιακή ομάδα των παιδιών που επηρεάζεται περισσότερο από την φτώχεια είναι οι έφηβοι (ηλικίες 12-17 ετών). Το 2013 το 32,5% του συνόλου των εφήβων βρίσκονταν σε κίνδυνο φτώχειας από το αντίστοιχο 24,7% του 2009 ενώ ο αριθμός τους μεταξύ 2009 και 2013 αυξήθηκε κατά 42,3%.
4) Οι νέοι ηλικίας 18-24 ετών αποτελούν την ηλικιακή ομάδα που πλήττεται περισσότερο από τη φτώχεια με το 38,1% αυτών να βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας για το 2013 από 22,3% το 2009. Το 18,1% του συνόλου των απασχολούμενων ηλικίας 18-24 ετών κατατάσσονται στους φτωχούς εργαζόμενους για το 2013, από το 11,6% το 2009, σημειώνοντας αύξηση 6,5 ποσοστιαίων μονάδων μεταξύ 2009-2013.
5) Τα φτωχά νοικοκυριά με παιδιά στην Ελλάδα το 2013 αναλογούν στο 28,9% του συνόλου των νοικοκυριών με παιδιά από 22,3% το 2009, κατατάσσοντας την Ελλάδα στην πρώτη θέση μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. για το 2013.
6) Στην Ελλάδα τα παιδιά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού ανέρχονταν σε 734.000 ή στο 38,1% το 2013 από 572.000 ή 30% το 2009. Μεταξύ 2009 και 2013 ο αριθμός των παιδιών αυτών αυξήθηκε κατά 162.000 άτομα ή κατά 28,3%.
7) Ο αριθμός των παιδιών που διαβιούν σε νοικοκυριά με σοβαρή υλική στέρηση για το 2013 έφθασε τις 449.000 ή το 23,3% του συνόλου των παιδιών από τις 232.000 ή 12,2% το 2009 αντιστοίχως, σημειώνοντας αύξηση την πενταετία (2009-2013) κατά 217.00 άτομα.
8) Το 83,8% των φτωχών νοικοκυριών με παιδιά το 2013, δήλωναν αδυναμία πληρωμής μιας εβδομάδας διακοπών, από 72,6% το 2009. Το 77,3% των φτωχών νοικοκυριών με παιδιά και το 35,5% των μη φτωχών δυσκολευόταν να αντιμετωπίσουν έκτακτες αλλά καθημερινές δαπάνες ύψους σχεδόν 540€ το 2013 από 55% και 17,4% αντιστοίχως το 2009. Το 75,1% των φτωχών νοικοκυριών με παιδιά και το 42,5% των μη φτωχών δήλωναν αδυναμία πληρωμής πάγιων λογαριασμών, δόσεων δανείων ή πιστωτικών καρτών το 2013, από το 49,7% των φτωχών και το 29,4% των μη φτωχών νοικοκυριών με παιδιά το 2009.
9) Το 47,5% των φτωχών νοικοκυριών με παιδιά και το 21,6% των μη φτωχών νοικοκυριών με παιδιά δήλωναν το 2013 οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση. Στα μη φτωχά νοικοκυριά με παιδιά μεταξύ 2009 και 2013 σημειώθηκε αύξηση 10,3 ποσοστιαίων μονάδων και στα φτωχά νοικοκυριά με παιδιά 9,1 ποσοστιαίων μονάδων.
10) Το 45,5% των φτωχών νοικοκυριών με παιδιά δήλωνε το 2013 οικονομική αδυναμία για διατροφή που να περιλαμβάνει κάθε δεύτερη μέρα κρέας, ψάρι, κοτόπουλο ή λαχανικά ίσης θρεπτική αξίας, μειωμένο από το 52,6% του 2012, αλλά παραμένοντας σε πολύ υψηλά επίπεδα συγκριτικά προς το 21,6% του 2009.
11) Στα φτωχά νοικοκυριά με παιδιά οι συνολικές δαπάνες στέγασης αναλογούν στο 71,8% του μέσου εισοδήματός τους για το 2013, από 56,3% το 2009. Η αντίστοιχη αναλογία, το 2013, στον μέσο όρο των χωρών μελών της Ε.Ε. είναι 38,3%.
12) Τα 2/3 (66,8%) των φτωχών νοικοκυριών με παιδιά και το 1/3 (34,5%) των μη φτωχών νοικοκυριών με παιδιά, δήλωναν το 2013 μεγάλη δυσκολία στην αντιμετώπιση συνήθων αναγκών του νοικοκυριού τους. Τα αντίστοιχα ποσοστά το 2009 ήταν 36,4% για τα φτωχά νοικοκυριά με παιδιά και 18,8% για τα μη φτωχά νοικοκυριά με παιδιά.
13) Τα φτωχότερα παιδιά που ζουν σε νοικοκυριά σε κίνδυνο φτώχειας κάτω του ορίου του 40% του μέσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος ξεπέρασαν τις 300.000 και ανέρχονταν το 2013 σε 318.000 ή 16,5%, σημειώνοντας αύξηση 15,2% σε σχέση με το 2012, υπερδιπλάσια από το ποσοστό αύξησης του επίσημου ορίου της φτώχειας που προσδιορίζεται με βάση το 60% του μέσου εισοδήματος. Τα παιδιά αυτά όχι μόνο αυξήθηκαν περισσότερο αλλά οι συνθήκες διαβίωσής τους επιδεινώθηκαν αφού το αντίστοιχο μηνιαίο εισόδημα για μια τετραμελή οικογένεια με δυο παιδιά κάτω των 14 ετών κυμαινόταν, για το 2013, σε 586€, από 665€ το 2012.
14) Τα παιδιά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού (δηλαδή, διαβιούν σε νοικοκυριά τα οποία αθροιστικά αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας και υλικές στερήσεις και χαμηλή ένταση εργασίας) ανέρχονται σε 142.000 ή στο 7,4% του συνόλου των παιδιών στην Ελλάδα. Συγκριτικά προς το 2012 (που τα αντίστοιχα παιδιά έφταναν τα 77.000) υπήρξε αύξηση κατά 84,4%, ενώ στις μετρήσεις πριν τη κρίση (2009) αυτή η κατηγορία παιδιών δεν ξεπερνούσε τις 30.000 ή ποσοστό μόλις 1,5%. Τα παιδιά αυτά ίσως αντιμετωπίζουν σοβαρότερο κίνδυνο από την ακραία φτώχεια”.
Καθημερινή