– Μετά την κοινοποίηση της αγωγής τα αντίδικα μέρη θα αναπτύξουν τους ισχυρισμούς τους και εντός 100 ημερών τις προτάσεις τους
Eνώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου με αγωγή από αδικοπραξία προσέφυγαν, όπως έγραψε και χθες η «δημοκρατική» κατά των δύο δολοφόνων και βιαστών της Ελένης Τοπαλούδη και των πατεράδων τους 7 συγγενείς του θύματος.
Πιο συγκεκριμένα, οι γονείς της Ελένης Τοπαλούδη, ο αδελφός της και 4 ακόμη συγγενείς προσέφυγαν στο αστικό δικαστήριο τονίζοντας ότι οι δύο δολοφόνοι και βιαστές με τις εγκληματικές τους πράξεις τους προκάλεσαν ψυχική οδύνη, πόνο και θλίψη, λαμβανομένων υπ’ όψη όλων των συνθηκών τέλεσης των πράξεών τους την αγριότητα και σκληρότητα των ενεργειών τους καθώς και τον δόλο με τον οποίο προσπάθησαν να αποκρύψουν τις απάνθρωπες και κακουργηματικές πράξεις.
Τονίζουν ότι αφού επί 3 ώρες βασάνισαν την άτυχη Ελένη καθάρισαν το διαμέρισμα και στην συνέχεια την μετέφεραν σε ερημική τοποθεσία και την πέταξαν εν ζωή στη θάλασσα με σκοπό την εξαφάνιση της σορού της.
Θεωρούν επίσης ότι οι πατεράδες τους φέρουν ευθύνες για το έγκλημα.
Με την αγωγή τους διεκδικούν την καταβολή αποζημίωσης ύψους 980.000 ευρώ καταμεριζόμενη στους ενάγοντες αναλόγως.
Στην αγωγή τονίζεται εισαγωγικά ότι στις 28 Νοεμβρίου 2018 ο πρώτος των εναγομένων και ο δεύτερος, ετέλεσαν από κοινού και εκ προθέσεως τον ομαδικό βιασμό και την ανθρωποκτονία της Ελένης Τοπαλούδη θυγατρός Ιωάννη Τοπαλούδη και Κυριακής Αρμουτίδου (1ου και 2ης ενάγουσας), στους Πεύκους Λίνδου.
Για τις δύο αυτές από κοινού τελεσθείσες πράξεις οι άνω εναγόμενοι καταδικάστηκαν τελεσίδικα χωρίς κανένα ελαφρυντικό από το Α’ Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών σε ισόβια κάθειρξη για την ανθρωποκτονία και σε 15 χρόνια για τον ομαδικό βιασμό της Ελένης Τοπαλούδη. Τις άνω πράξεις τις ετέλεσαν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση.
Με την ίδια ποινή είχαν καταδικαστεί οι άνω εναγόμενοι και από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών (πρώτου βαθμού ουσίας).
Γίνεται αναφορά στο ποινικό σκέλος της υποθέσεως που είναι εξάλλου γνωστό, ενώ οι ενάγοντες διατείνονται πως ο τρίτος εναγόμενος πατέρας του πρώτου εναγόμενου… «με τις πράξεις και παραλείψεις του τόσο προγενέστερα, όσο και μεταγενέστερα από την δολοφονία της Ελένης συνέπραξε και συνήργησε στις εγκληματικές ενέργειες του γιού του, τον οποίο όχι μόνο αμελούσε να εποπτεύει, ενώ γνώριζε τον βίαιο χαρακτήρα του μέχρι την ημέρα των εγκληματικών ενεργειών του, αλλά επέτρεψε σε αυτόν την ημέρα εκείνη να έχει την χρήση του αυτοκινήτου του, το οποίο και κατασχέθηκε, ως εργαλείο του εγκλήματος, σύμφωνα με την άνω τελεσίδικη καταδικαστική απόφαση».
Ισχυρίζεται η οικογένεια Τοπαλούδη επίσης και θα κριθεί αρμοδίως από τα αστικά δικαστήρια πως… «Ο ίδιος (3ος εναγόμενος) απέκρυψε επίσης στη προανάκριση ότι το αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του είχε παραλάβει ο γιος του (1ος εναγόμενος), ότι ήταν το μέσο που χρησιμοποιήθηκε για την μεταφορά και δολοφονική πράξη του γιου του, ότι είχε εμφανή σημεία αίματος εντός του αυτοκινήτου και στη θέση του συνοδηγού, παρά την προσπάθεια καθαρισμού του. Είναι προφανές ότι υπάρχουν ευθύνες του 3ου εναγομένου μετά τις προσπάθειες συγκάλυψης των εγκληματικών ενεργειών του γιου του, αλλά και παράλειψη συνδρομής των ανακριτικών αρχών από τις οποίες και προκύπτει η ευθύνη, ο δόλος και η υποχρέωσή του προς αποζημίωση».
Υποστηρίζουν οι ενάγοντες της οικογένειας Τοπαλούδη παραπέρα πως «επί πλέον μετά την τέλεση των εγκληματικών πράξεων του γιου του, επί μία εβδομάδα περίπου με διάφορους τρόπους και μέσα τον κάλυπτε και δημιουργούσε δυσχέρειες στην προανάκριση ενώπιον των Λιμενικών Αρχών, όπου αρνιόταν να καταθέσει ο γιος του, σύμφωνα με τις εντολές, υποδείξεις και καθοδήγησή του. Γνώριζε επίσης ότι ο γιος του ήταν παραβατικό στοιχείο, ότι είχε βίαιη και επιθετική συμπεριφορά, ότι ήταν χρήστης ναρκωτικών ουσιών».
Διατείνεται ακόμη πως ο «3ος εναγόμενος μετά την τέλεση των εγκληματικών πράξεων του γιου του επισκέφθηκε ο ίδιος τον ψυχίατρο της Ρόδου (…) προκειμένου να χορηγήσει στον γιό του φαρμακευτική αγωγή, ώστε να τύχει ευνοϊκής δικαστικής μεταχείρισης. Συνεπώς, ο 3ος εναγόμενος συμμετείχε διά των ενεργειών, πράξεων και παραλείψεων του στο επελθέν αποτέλεσμα της δολοφονίας της Ελένης Τοπαλούδη, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι ο γιός του πέραν των ανωτέρω, ήταν στο 21ο έτος της ηλικίας του, δηλαδή σε μετεφηβική ηλικία, χρήστης ναρκωτικών ουσιών και είχε υποχρέωση ως πατέρας του να έχει ιδιαίτερη επιμέλεια και εποπτεία αυτού».
Σε ό,τι αφορά στον πατέρα του δεύτερου εναγόμενου, οι ενάγοντες της οικογένειας Τοπαλούδη διατείνονται πως «…είναι υπαίτιος των πράξεων και παραλείψεων του γιου του, διότι ενώ ήταν 19 ετών και διέμενε μαζί του, δεν είχε την κατάλληλη επίβλεψη και εποπτεία αυτού , ούτε έλαβε ο ίδιος τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή των παραβατικών πράξεων και ενεργειών του γιου του με τις οποίες από κοινού με τον 1ο εναγόμενο δολοφόνησαν την Ελένη Τοπαλούδη, ενώ προηγήθηκε ο βιασμός της.
Τρεις μέρες αργότερα, ο γιος του εναγόμενου, προέβη και σε άλλο βιασμό μιας κοπέλας ΑΜΕΑ. Είναι προφανές ότι οι ευθύνες του 4ου εναγόμενου προκύπτουν αβίαστα, αφού είχε πλημμελή έως ανύπαρκτη επιμέλεια του 19χρονου γιου του, τον οποίο άλλωστε εκάλυπτε με την σιωπή του, μετά την τέλεση των εγκληματικών ενεργειών του».
Θυμίζουμε πως εκκρεμεί ενώπιον του Στ’ Τμήματος του Αρείου Πάγου από τον Σεπτέμβριο του 2023 η αναίρεση που άσκησαν οι δύο καταδικασθέντες από το Εφετείο σε ισόβια κάθειρξη και 15 έτη για τη δολοφονία και τον ομαδικό βιασμό της φοιτήτριας το 2018 στη Ρόδο.
Στις αιτήσεις αναίρεσης στον Άρειο Πάγο οι δύο κατηγορούμενοι κάνουν λόγο για ακυρότητα και έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης για τον βιασμό και τη δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης η αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Ελένη Κοντακτσή, εισηγήθηκε να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως που επικαλούνται οι δύο κατηγορούμενοι.
Ως προς τις ελαφρυντικές περιστάσεις, η εισαγγελική λειτουργός τόνισε πως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ορθώς απέρριψε τα σχετικά αιτήματα των κατηγορουμένων.
Θυμίζουμε ότι οι δύο καταδικασθέντες έχουν κριθεί ένοχοι για το ό,τι εντός του χρονικού διαστήματος από τις βραδινές ώρες της 27ης Νοεμβρίου 2018 έως και τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Νοεμβρίου 2018, ο δεύτερος, ο οποίος γνώρισε την Ελένη Τοπαλούδη του Ιωάννη προ μίας περίπου εβδομάδας και ο πρώτος, έχοντας προαποφασίσει να τελέσουν από κοινού το αδίκημα του βιασμού αφού μετέβησαν στην οικία της, η οποία ευρίσκετο στην πόλη της Ρόδου επί της οδού Εθνικής Αντιστάσεως, με όχημα ιδιοκτησίας του πατέρα του πρώτου, την παρέλαβαν και μετέβησαν στην εξοχική κατοικία των γονέων του στην περιοχή των Πεύκων Λίνδου.
Κρίθηκαν ένοχοι για το ό,τι την βίασαν, παράλληλα και διαδοχικά, ασκώντας επ’ αυτής σωματική βία, σφίγγοντάς την στην τραχηλική χώρα, καταφέροντάς της παράλληλα γρονθοκοπήματα και απειλώντας τη ζωή και τη σωματική της ακεραιότητα με μαχαίρι. Ενώ ήταν αβοήθητη, έρμαιο στις σεξουαλικές διαθέσεις τους, την εξανάγκασαν να ανεχθεί επιπλέον ασελγείς πράξεις.
Στην προβαλλόμενη δε άρνησή της να προβεί σε ασελγή πράξη, οι κατηγορούμενοι, την γρονθοκόπησαν με δύναμη στο πρόσωπο, με συνέπεια εκείνη να ζαλιστεί και να χάσει στιγμιαία τις αισθήσεις της. Ανακτώντας μετά από λίγο τις αισθήσεις της δήλωσε στους κατηγορούμενους την πρόθεσή της να τους καταγγείλει στην αστυνομία και ενώ παρέμενε εξασθενημένη και σε σχεδόν λιπόθυμη κατάσταση εξαιτίας του βαρέως τραυματισμού της, κατάφεραν αλλεπάλληλα πλήγματα με γροθιές και σίδερο σιδερώματος στην κεφαλή της, ενώ επιπλέον επιχείρησαν να την θανατώσουν και δια στραγγαλισμού.
Στη συνέχεια, κι ενώ έδινε μάχη για να κρατηθεί στη ζωή, την μετέφεραν γυμνή (ακριβέστερα φορώντας μόνο το στηθόδεσμό της) σε απόκρημνη βραχώδη περιοχή στον όρμο «Φώκια» και έριψαν το σώμα της από ύψος περίπου 10 μ. στη θάλασσα.
Από την ενέργειά τους αυτή σε συνδυασμό με τις ήδη προκληθείσες στην παθούσα σωματικές βλάβες επήλθε ο θάνατός της συνεπεία πνιγμού.