Ειδήσεις

“Χαμένο” το 2017 λόγω των capital controls – Συναγερμός στις ΜμΕ

Σε γενικό “συναγερμό” βρίσκονται τράπεζες και κυβέρνηση για τη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων ως μοχλό για την ανάκαμψη της oικονομίας.

Η ανάταξη της ραχοκοκκαλιάς της ελληνικής οικονομίας επιδιώκεται τόσο μέσω της διοχέτευσης εθνικών και ευρωπαϊκών πόρων όσο και μέσω της διαμόρφωσης πλαισίου εξυγίανσης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που θα περάσει από τον εξωδικαστικό συμβιβασμό και το νέο πτωχευτικό δίκαιο.

Στο πλαίσιο της χρηματοδότησης από κοινοτικούς και εθνικούς πόρους, οι διευθύνοντες σύμβουλοι των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, κ. Δ. Μαντζούνης (Alpha Bank), Φ. Καραβίας (Eurobank), Λ. Φραγκιαδάκης (Εθνική) και Γ. Πουλόπουλος (αναπληρωτής CEO Πειραιώς), υπέγραψαν με τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, W. Hoyer, σύμβαση χρηματοδότησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων από κοινού με την ΕΤΕπ, ύψους 1 δισ. ευρώ σε βάθος διετίας. Τα 400 εκατ. θα διατεθούν άμεσα με στόχο την καταπολέμηση της ανεργίας των νέων.

Σημαντικό ρόλο στις χρηματοδοτήσεις των ΜμΕ θα διεκδικήσει και η μη συστημική Attica Bank, σκοπεύοντας να διαθέσει δάνεια 55 εκατ. ευρώ έως τις 31/1/2017 και να συμμετάσχει και αυτή με αξιώσεις στις χρηματοδοτήσεις, συνολικού ύψους 800 εκατ. ευρώ, από το πρόγραμμα του Ταμείου Επιχειρηματικότητας ΙΙ, το οποίο θα ενεργοποιηθεί μετά τις 31/1/2017.

Το κόστος της κρίσης

Ο “συναγερμός” για τις ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις και η μετατόπιση του βάρους των τραπεζών προς την πλευρά τους το 2017 δεν είναι καθόλου τυχαία, αλλά μάλλον επιβεβλημένη.

Με την ελληνική οικονομία να έχει απολέσει την τελευταία οκταετία πάνω από το 1/4 του ΑΕΠ και την κρίση να έχει “καταπιεί” 250.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις που απασχολούσαν συνολικά 800.000 εργαζομένους, η ανάταξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων αποτελεί στόχο πρώτης προτεραιότητας.

Ειδικά τη στιγμή που οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, και δη οι πιο αδύναμες από αυτές, αναμένεται να αποδειχθούν οι πιο επιβαρυμένες από την επιβολή των capital controls, απαιτώντας χρόνο ανάκαμψης έως και πέραν των δώδεκα μηνών για να επιστρέψουν στην ομαλότητα όταν αρθούν οι κεφαλαιακοί περιορισμοί. Και αυτό, όταν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ευρώπη μπορούν να κινηθούν άνετα στον ανταγωνισμό, έχοντας άμεση και απρόσκοπτη πρόσβαση στην τραπεζική χρηματοδότηση, όπως καταγράφουν μελέτες της ΕΚΤ.

Τα “κόκκινα” δάνεια

Για τις τράπεζες, μέσω των οποίων θα περάσει η χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, παράλληλος στόχος είναι η μείωση των “κόκκινων” δανείων στη συγκεκριμένη κατηγορία, ώστε να απελευθερωθούν πόροι για νέες χρηματοδοτήσεις. Σημειώνεται ότι η συμβολή των επιχειρηματικών δανείων ανέρχεται στο 58% της επιδιωκόμενης μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών (- 41 δισ. ευρώ έως τα τέλη 2019) και, από αυτό το 58%, ποσοστό 41% αφορά αθροιστικά μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.

Οι τράπεζες υπολογίζουν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματά τους στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις κοντά στα 25 δισ. ευρώ, αν συνυπολογιστούν στα επισφαλή δάνεια οι ρυθμίσεις δανείων που δεν έχουν λειτουργήσει και οι πραγματικές εξασφαλίσεις των τραπεζών που είναι πολύ χαμηλές (στο 15%-20% των δανείων). Στην ουσία, δηλαδή, ένα τεράστιο και διάσπαρτο σε κλάδους επιχειρηματικότητας κομμάτι της ελληνικής οικονομίας έχει ανάγκη εκ βάθρων ανασύστασης. Μάλιστα, προκειμένου να εξυγιανθεί το τοπίο στη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, οι τραπεζίτες εκτιμούν ότι ένα 20% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων θα πρέπει να κλείσει και η οικονομία να χάσει 5-10 δισ. ευρώ από τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα.

Σύμφωνα με στοιχεία τραπεζών, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα καλύπτουν το 75% της δραστηριότητας του εταιρικού τομέα, έναντι 58% στην Ευρώπη, το 60% των εξαγωγών, έναντι 45% στην Ε.Ε., και το 87% της απασχόλησης, έναντι 67% στην Ε.Ε. Παράλληλα, το κομμάτι αυτό του ελληνικού επιχειρηματικού χάρτη έχει πληγεί περισσότερο από την παρατεταμένη κρίση, με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να σημειώνουν συρρίκνωση του κύκλου εργασιών της τάξης του 35% την τελευταία επταετία, έναντι πτώσης 15% στον υπόλοιπο εταιρικό τομέα.

Ο αντίκτυπος των capital controls

Παράλληλα με την κάλυψη των αναγκών τους σε χρηματοδότηση, οι τραπεζίτες επισημαίνουν ότι κρίσιμο για τις ΜμΕ είναι να αρθούν το συντομότερο οι κεφαλαιακοί περιορισμοί. Αν και θα απαιτηθεί χρόνος, που μπορεί να ξεπεράσει και τους δώδεκα μήνες, για την επιστροφή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην κανονικότητα, εντούτοις το μείζον είναι ότι η άρση των περιορισμών θα απελευθερώσει επενδύσεις, οι οποίες εκτιμώνται σε περίπου 1 δισ. ευρώ ετησίως.

Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει μελέτη της Εθνικής Τράπεζας για τον αντίκτυπο των capital controls στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δημοσιεύτηκε αυτή την εβδομάδα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της τράπεζας, η άρση των κεφαλαιακών ελέγχων αναμένεται να ωθήσει το 1/3 των μικρομεσαίων επιχειρήσεων να πραγματοποιήσει, σε ορίζοντα εξαμήνου μετά την άρση των περιορισμών, “παγωμένες” επενδύσεις οι οποίες εκτιμώνται κοντά στο 1 δισ. ευρώ ετησίως.

Όπως επισημαίνει η μελέτη της ΕΤΕ, ενάμιση χρόνο μετά την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δείχνουν να έχουν υιοθετήσει διαδικασίες που τους επιτρέπουν να λειτουργούν υπό την παρουσία των περιορισμών.

Ωστόσο, το 17% του δείγματος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων της μελέτης της Εθνικής Τράπεζας δηλώνει ότι μετά την άρση των κεφαλαιακών περιορισμών θα απαιτηθεί χρονικό διάστημα άνω του ενός έτους για να επιστρέψουν σε ομαλή λειτουργία. Κατά το πρώτο εξάμηνο μετά την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων, το ποσοστό αυτό ήταν μόλις στο 6%. Δηλαδή, έχει τριπλασιαστεί κατά τους τελευταίους 12 μήνες, καταδεικνύοντας ότι η διατήρηση των κεφαλαιακών ελέγχων για μακρύ χρονικό διάστημα αυξάνει εκθετικά τον χρόνο επαναφοράς στην κανονικότητα μετά την άρση τους.

Επιπλέον, οι στρατηγικές αλλαγές που υιοθετήθηκαν από τις ΜμΕ, προκειμένου να προσαρμοστούν στο περιβάλλον των capital controls, έδρασαν συσταλτικά στη βραχυπρόθεσμη δυναμική της ανάπτυξής τους. Το 34% του τομέα έχει πλέον προχωρήσει σε ακύρωση επενδύσεων (έναντι αντίστοιχου ποσοστού 24% κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2015).

Σημειώνεται ότι, παρά την προσαρμογή των ΜμΕ στο περιβάλλον των capital controls, σημαντικά προβλήματα φαίνεται ακόμα να υφίστανται όσον αφορά την είσπραξη απαιτήσεων (53% του τομέα), την ολοκλήρωση παραγγελιών (45%) και την προμήθεια πρώτων υλών (41%).

*Αναδημοσίευση από το “Κεφάλαιο” που κυκλοφορεί.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου