Με απόφαση «βόμβα» που εξέδωσε το Γ’ Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου το 2018 είχε αναιρεθεί απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Δωδεκανήσου του 2016 με την οποία τέθηκαν εν αμφιβόλω οι ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου για το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ακινήτων της Μεγίστης.
Το Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίζεται ότι στην νήσο (Μεγίστη), επειδή ο ιδιώτης δεν μπορεί να αποδείξει νόμιμα ότι έχει ιδιοκτησία, τεκμαίρεται ότι αυτή είναι ιδιοκτησία του Ελληνικού Δημοσίου.
Η θέση αυτή στηρίζεται σε ερμηνεία της Συνθήκης των Παρισίων, που επικυρώθηκε με το Ν.Δ. 423/1947 στο άρθρο 14 της οποίας ορίζεται ότι «Η Ιταλία εκχωρεί εις την Ελλάδα εν πλήρει κυριαρχία τας νήσους της Δωδεκανήσου τα κατωτέρω απαριθμούμενας, ήτοι: Αστυπάλαιαν, Καστελλόριζον, ως και τας παρακείμενας νησίδας».
Το Μονομελές Εφετείο Δωδεκανήσου είχε κρίνει ωστόσο ότι η «πλήρης κυριαρχία» δεν ταυτίζεται με την έννοια της ιδιοκτησίας, επομένως το ενάγον με την παραπάνω συνθήκη δεν απέκτησε την κυριότητα επί ολοκλήρου του νησιού, αλλά σε συγκεκριμένα ακίνητα που αποτελούν την δημόσια και ιδιωτική του περιουσία, όπως αυτά αναφέρονται στο Παραρτημα της εν λόγω Συνθήκης, χωρίς να σχετίζεται αυτό με το εμπράγματο δικαίωμα της ιδιοκτησίας.
Διαφορετική θεώρηση της σχέσης μεταξύ των εννοιών αυτών (και απόπειρα ταύτισης τους) από την οποία εκκινεί εμμέσως πλην σαφώς το Ελληνικό Δημόσιο, θα είχε ως αποτέλεσμα το άτοπο να χάνεται η κυριαρχία του ελληνικού κράτους, σε περίπτωση που κάποιος αλλοδαπός αποκτήσει ακίνητο σε ελληνικό έδαφος, ο οποίος στη συνέχεια, επικαλούμενος την ιδιοκτησία του, θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι ελλείπουσας της κυριαρχίας του ελληνικού κράτους στο ακίνητο του, δεν δεσμεύεται λ,χ. από τις πολεοδομικές διατάξεις.
Η ερμηνεία συνεπώς της Συνθήκης, όπως έκρινε το Εφετείο Δωδεκανήσου, δεν μπορεί, να είναι αυτή, στην πραγματικότητα δε, όταν τίθεται ζήτημα κυριότητας στη μη δορυάλωτη Δωδεκάνησο, δεν θα πρέπει να θεωρείται υφιστάμενο άνευ ετέρου το τεκμήριο κυριότητας του ελληνικού δημοσίου, για τους λόγους που αναφέρθηκαν, με την προϋπόθεση πάντως, να πρόκειται για ακίνητο επί του οποίου να μπορούν να ασκηθούν υλικές πράξεις.
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου επιλήφθηκε μετά από προσφυγή του Ελληνικού Δημοσίου κατά δύο κατοίκων του Καστελλορίζου που εκπροσωπήθηκαν από τους δικηγόρους κκ Στέλιο Αλεξανδρή και Πολυξένη Χατζηγιάννη σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς ακινήτου στο νησί.
Το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του Ελληνικού Δημοσίου και έκρινε ότι το ακίνητο εξουσιαζόταν από ιδιώτες, τους απώτατους και απώτερους δικαιοπαρόχους των εναγομένων και τους ίδιους τους εναγομένους, δεν υπήρξε ουδέποτε αδέσποτο και είχε ανέκαθεν ιδιωτικό χαρακτήρα, κρίση που επιβεβαιώνεται και με βάση τα υπάρχοντα από παλαιά εντός αυτού στοιχεία ανθρώπινης δραστηριότητας (περίφραξη, κτίσμα, υπέργεια δεξαμενή νερού), που καταδεικνύουν την επέμβαση του ανθρώπου στο ακίνητο για καλλιεργητικούς και κτηνοτροφικούς σκοπούς.
Επίσης, έκρινε ότι δεν αποδεικνύεται ότι το επίδικο αποτελούσε δημόσια γαία (αρζί – μιρί) όπως ισχυρίζεται το ενάγον, καθώς κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προσκομίζεται προς επίρρωση αυτού του ισχυρισμού.
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου αναφέρει στην απόφαση «σταθμό» και τα ακόλουθα:
«Άλλωστε, γαίες φύσης «εραζί – εμιριέ» ή «αρζί – μιρί», δηλαδή δημόσιες γαίες, όπως το δικαίωμα διαρκούς εξουσίασης επί δημοσίων γαιών (τεσσαρούφ) από της εποχής του Τούρκου κατακτητή Σουλτάνου Σουλεϊμάν μέχρι την ισχύ του ν. 2100/1952 (26.04.1952), δεν υπήρξαν ποτέ στα Δωδεκάνησα, εκτός της Ρόδου και της Κω, που ο Τούρκος κατακτητής τις είχε κυριεύσει με τη «σπάθη και το δόρυ». Στα άλλα νησιά της Δωδεκανήσου, όπως είναι η Μεγίστη, που δεν ήταν «δορυάλωτα», δηλαδή δεν είχαν κατακτηθεί με τα όπλα, ο Τούρκος κατακτητής Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, όχι μόνο δεν δήμευσε τη γη, αλλά παραχώρησε δικαιώματα, με αποτέλεσμα όλα ανεξαιρέτως τα κτήματα που κατείχαν, νέμονταν και εξουσίαζαν από τότε οι κάτοικοι των νησιών αυτών να ανήκουν στις ιδιοκτησίες τους ως γαίες μουλκ, κατά τα λεπτομερώς αναφερόμενα στην υπό στοιχείο III νομική σκέψη της παρούσας. Άλλωστε, εν προκειμένω, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι οι αρχικοί δικαιοπάροχοί τους είχαν καταλάβει και καλλιεργήσει δημόσια την επίδικη έκταση το έτος 1947, ήτοι μετά την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα και ως εκ τούτου είναι δυνατή η κτήση κυριότητας του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Έτσι και το επίδικο ως ιδιόκτητη γαία, νομικής φύσης μουλκ, αποτέλεσε αντικείμενο νομής και εξουσίασης ,με καλλιέργεια και ως βοσκότοπος, από όλους τους προαναφερόμενους απώτατους και απώτερους δικαιοπαρόχους των εναγομένων και από τους ίδιους τους εναγομένους και συνεπώς δεν είχε περιέλθει στο οθωμανικό δημόσιο, στη συνέχεια στο ιταλικό και ακολούθως στο ενάγον Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο απέκτησε όλη την ακίνητη περιουσία του Ιταλικού Κράτους στη Δωδεκάνησο με το άρθρο 1 του παραρτήματος XIV της από 20.02.1947 Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων μεταξύ των συνασπισμένων συμμαχικών δυνάμεων και της Ιταλίας, που κυρώθηκε με το ν.δ. 423/1947. Σημειώνεται εξάλλου ότι το ενάγον Ελληνικό Δημόσιο δεν επικαλείται κανένα δικό του τρόπο κτήσης κυριότητας επί του επιδίκου ακινήτου, ενώ δεν απέδειξε καθ’ οποιονδήποτε τρόπο ότι το ακίνητο αυτό έφερε το χαρακτήρα δημόσιας γαίας (αρζί – μιρί). ώστε να μην ανήκει στους ιδιώτες ως μουλκ».