Από την Κυριακή, 19/1/25, οπότε και με ανακούφιση υποδέχθηκε ο πλανήτης την πολυαναμενόμενη (και έως ένα σημείο ανέλπιστη) εκεχειρία στη Γάζα μεταξύ Ισραήλ και Χεζμπολάχ, κάνουν το γύρω του κόσμου φωτογραφίες και βίντεο με εκπροσώπους του Ερυθρού Σταυρού – συγκεκριμένα της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού (I.C.R.C.) – να παραλαμβάνουν και να μεταφέρουν τους ομήρους κατά τη διαδικασία της ανταλλαγής. Πως, όμως, έχει τη δυνατότητα αυτή ο Ερυθρός Σταυρός; Για να δοθεί απάντηση, πρέπει να κάνουμε μία ιστορική αναδρομή:
Στις 24 Ιουνίου 1859 ο Ερρίκος Ντυνάν, ένας εύπορος Ελβετός, ήρθε αντιμέτωπος με τη φρίκη του πολέμου, όταν βρισκόμενος στο χωριό Καστιλιόνε της Ιταλίας, άρχισαν να καταφθάνουν από το Σολφερίνο, οι τραυματίες στρατιώτες της Αυστριακής Αυτοκρατορίας και Γαλλο-Σαρδηνιακής συμμαχίας. Μπροστά το απάνθρωπο θέαμα, ξεκίνησε να οργανώνει βοήθεια στην εκκλησία της περιοχής, μιας και την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν οργανωμένες στρατιωτικές ιατρικές υπηρεσίες. Επιστρέφοντας στη Γενεύη, γράφει το βιβλίο «Μία ανάμνηση από το Σολφερίνο», περιγράφοντας όσα έζησε και προτείνοντας τη δημιουργία ανά χώρα Επιτροπών Βοηθείας στους τραυματίες, που σε καιρό ειρήνης θα εκπαιδεύουν τα μέλη τους στην παροχή πρώτων βοηθειών και σε καιρό πολέμου θα συνδράμουν τις υγειονομικές υπηρεσίες του στρατού.
Για να προωθήσουν την ιδέα του αυτή, τέσσερις επιφανείς Ελβετοί πολίτες πλαισιώνουν τον Ερρίκο Ντυνάν και συγκροτούν την «Διεθνή Επιτροπή Βοήθειας στους Τραυματίες», η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε «Διεθνής Επιτροπή Ερυθρού Σταυρού». Η Επιτροπή απέστειλε πρόσκληση και ειδικοί από 16 χώρες συγκεντρώθηκαν στην Γενεύη, τον Οκτώβριο του 1863, λαμβάνοντας δέκα αποφάσεις οι οποίες αποτέλεσαν τον θεμέλιο χάρτη του Ερυθρού Σταυρού, καθορίζοντας τις λειτουργίες και τις μεθόδους εργασίας των Επιτροπών Βοηθείας στους τραυματίες. Έτσι γεννήθηκε ο Ερυθρός Σταυρός!
Πρώτο μέλημα της Διεθνoύς Επιτροπής ήταν να πεισθούν οι κυβερνήσεις ότι οι τραυματίες και εκείνοι που τους φροντίζουν θα πρέπει να θεωρούνται ουδέτεροι και να τυγχάνουν προστασίας. Για να επιτευχθεί το εγχείρημα αυτό, η Ελβετική Συνομοσπονδία συγκάλεσε στη Γενεύη μια διπλωματική διάσκεψη τον Αύγουστο του 1864, όπου αντιπρόσωποι 12 χωρών (μεγάλων δυνάμεων της εποχής εκείνης), υιοθέτησαν ένα σχέδιο συνθήκης που είχε προετοιμάσει η Διεθνής Επιτροπή. Η συμφωνία ονομάσθηκε «Σύμβαση της Γενεύης για την Βελτίωση της Καταστάσεως των Τραυματιών των Στρατευμάτων στο Πεδίο Μάχης» (σύμβαση που αναφέρεται ως «Σύμβαση της Γενεύης» σε κάθε σοβαρή πολεμική ταινία). Η συνθήκη αυτή αποτέλεσε σημαντικότατο γεγονός στην ανθρώπινη ιστορία, καθώς για πρώτη φορά φάνηκε πως το δίκαιο θα μπορούσε να εφαρμοσθεί ακόμη και κατά την διάρκεια πολέμου και θα μπορούσε να ρυθμίζει τη συμπεριφορά των στρατιωτών. Πλέον αναγνωρίζονταν ως ουδέτερα τα ασθενοφόρα, τα στρατιωτικά νοσοκομεία και το ιατρικό προσωπικό και ως εκ τούτου έπρεπε να τύχουν της προστασίας και του σεβασμού των αντιμαχομένων. Οι τραυματίες ή οι ασθενείς εμπόλεμοι, ανεξάρτητα σε ποιο έθνος ανήκουν, θα περισυλλέγονται και θα φροντίζονται. Ταυτόχρονα, ο κόκκινος σταυρός σε λευκό φόντο συμπεριλήφθηκε στην συνθήκη ως το προστατευτικό έμβλημα των στρατιωτικών ιατρικών υπηρεσιών. Έτσι έγιναν τα πρώτα βήματα, γι’ αυτό που σήμερα ονομάζουμε «Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο» (ή «Δίκαιο του Πολέμου»). Ιστορικά, η χώρα μας υπήρξε από τις πρώτες που υπέγραψαν τη συνθήκη, τον Ιανουάριο του 1865.
Μετά τις φρικαλεότητες του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, δόθηκαν εκτεταμένες αρμοδιότητες στην ICRC με τις νέες Τέσσερις Συμβάσεις της Γενεύης του 1949 (μεταξύ αυτών για τη μεταχείριση αιχμαλώτων πολέμου και την προστασία των αμάχων σε καιρό πολέμου). Συγκεκριμένα, η ΙCRC, ως νομικό πρόσωπο, ίδρυμα ανεξάρτητο και ελβετικό, ενεργεί ως ουδέτερος μεσολαβητής σε περιπτώσεις ενόπλων συρράξεων. Δυνάμει των κανόνων του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου, τους οποίους προωθεί και αναπτύσσει, παρέχει προστασία και βοήθεια στα θύματα, είτε πρόκειται για αιχμαλώτους πολέμου, είτε άμαχο πληθυσμό, είτε τραυματίες ή ασθενείς, μετακινούμενα άτομα ή πρόσωπα ευρισκόμενα σε περιοχές υπό κατοχή. Το σύνολο των κρατών έχει υπογράψει τις συμβάσεις της Γενεύης, ενώ για να αναγνωριστεί ένα νέο κράτος, η υπογραφή των συμβάσεων αυτών αποτελεί προαπαιτούμενο! Ανώτατο όργανο της ICRC είναι η Γενική της Συνέλευσή, η οποία αποτελείται ΜΟΝΟ από Ελβετούς πολίτες (25 άτομα). Ο περιορισμός αυτός στη ιθαγένεια των μελών είναι φερέγγυο της αμερόληπτης στάσης του οργάνου, λόγω της παγκοσμίως αναγνωρισμένης ουδετερότητας των Ελβετών. Οι αντιπρόσωποι της ICRC έχουν το δικαίωμα να επισκέπτονται νοσοκομεία, στρατόπεδα, τους τόπους εργασίας και τις φυλακές όπου ευρίσκονται κρατούμενοι. Μπορούν να βλέπουν όλους τους κρατουμένους, να συζητούν ελεύθερα μαζί τους χωρίς παρουσία τρίτου, να έχουν πρόσβαση σε όλα τα μέρη κράτησης και να επαναλαμβάνουν τις επισκέψεις αυτές, να μεταφέρουν την αλληλογραφία τους στα μέλη της οικογένειά τους (συνέβη στην περίπτωση του Σαντάμ Χουσείν), ενώ οι αντιμαχόμενες πλευρές οφείλουν να παρέχουν κατάλογο με τα στοιχεία των κρατουμένων [με βάση την τελευταία υποχρέωση δημιουργήθηκε η περίφημη υπηρεσία Αναζητήσεων του Ερυθρού Σταυρού, γνωστή πλέον ως «RFL» (Restoring Family Links)]. Οι αντιπρόσωποι της ICRC συντάσσουν εκθέσεις για τις συνθήκες κράτησης, οι οποίες εκθέσεις είναι εμπιστευτικές, υποβάλλονται μόνον στις αρχές κράτησης (και σε περίπτωση αιχμαλώτων πολέμου, στο κράτος προέλευσης) και δεν δίνονται στη δημοσιότητα. Μόνο αν οι συνθήκες είναι τέτοιες που παραβιάζουν όσα ορίζει το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο και παρά τις συνεχείς εκκλήσεις δεν αλλάζουν, τότε γίνονται γνωστές στη Διεθνή Κοινότητα (όπως έγινε στην περίπτωση του Γκουαντάναμο). Ως ουδέτερη και αμερόληπτη ανθρωπιστική οργάνωση, δεν συμμετέχει σε οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις ή πολιτικές συμφωνίες μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών. Όσον αφορά την απελευθέρωση ομήρων, ο ρόλος της είναι να παρέχει πρακτική υποστήριξη για να βοηθήσει στην απελευθέρωσή τους μόλις υπάρξει συμφωνία μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών.
Με τις δυνατότητες, λοιπόν, που δίνονται στην ICRC από τη Διεθνή Κοινότητα, στις 12/01/2025, η πρόεδρος της ICRC Mirjana Spoljaric έφτασε στο Τελ Αβίβ με σκοπό να έρθει σε επαφή με άτομα που υποφέρουν από τις ανθρωπιστικές συνέπειες της σύγκρουσης. Επίσης, συναντήθηκε με τις αρχές και των δύο πλευρών για να επιβεβαιώσει τη σημασία της τήρησης του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου, καθώς και της συνεχιζόμενης δέσμευσης της ICRC για την αντιμετώπιση των ανθρωπιστικών αναγκών όλων των αμάχων. Τελικώς στις 19/01/2025 τέθηκε σε εφαρμογή μια συμφωνία κατάπαυσης του πυρός με την ICRC να αναλαμβάνει την ίδια ημέρα τη διευκόλυνση της απελευθέρωσης τριών Ισραηλινών ομήρων και 90 Παλαιστινίων κρατουμένων. Η ίδια η Πρόεδρος δήλωσε πως «Είμαστε ανακουφισμένοι που όσοι απελευθερώνονται μπορούν να επανενωθούν με τους αγαπημένους τους. Η διασφάλιση της ασφαλούς επιστροφής τους και η παροχή της απαραίτητης φροντίδας σε αυτή την κρίσιμη στιγμή είναι μια μεγάλη ευθύνη. Αυτή η επιχείρηση είναι ένα ισχυρό παράδειγμα για το πώς ο ρόλος μας ως ουδέτερος παράγοντας μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών μπορεί να σώσει και να αλλάξει ζωές, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέρη θα έρθουν σε συμφωνία. Η ICRC είναι έτοιμη να συνεχίσει να εφαρμόζει τη συμφωνία, ώστε να μπορέσουν να επανενωθούν περισσότερες οικογένειες.
Η επιχείρηση ήταν πολύπλοκη, απαιτώντας αυστηρά μέτρα ασφαλείας, ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι για τους εμπλεκόμενους. Η μεταφορά των απελευθερωμένων ανάμεσα σε μεγάλα πλήθη και ανάμεικτα συναισθήματα έθεσε προκλήσεις, με αποτέλεσμα οι ομάδες της ICRC να αναγκάζονται να διαχειριστούν κινδύνους που εγκυμονούσαν τα άσκαστα βλήματα πυροβολικού και οι κατεστραμμένες υποδομές.
Η επιχείρηση σηματοδοτεί την έναρξη μιας πολυφασικής επιχείρησης, όπως συμφωνήθηκε από τα μέρη, για να επιστρέψουν όμηροι και κρατούμενοι στα σπίτια τους. Από τις 7 Οκτωβρίου 2023 έως σήμερα οι αντιπρόσωποι της ICRC εργάζονται όλο το εικοσιτετράωρο για να υποστηρίξουν τους ομήρους και να παρέχουν πληροφορίες στις οικογένειές τους. Από την πρώτη μέρα, η ICRC ζήτησε την άμεση και άνευ όρων απελευθέρωση όσων κρατούνται, όπως και να έχουν οι αντιπρόσωποί της πρόσβαση στους ομήρους, ώστε να μπορούν να ελέγξουν την κατάστασή τους, όπως ορίζει το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο, να παραδώσουν φάρμακα και να παρέχουν επαφή με αγαπημένα πρόσωπα.
Στις 25/01/2025 κατά τη δεύτερη φάση της εκεχειρίας παραδόθηκαν στην ICRC 4 Ισραηλινές όμηροι, οι οποίες μεταφέρθηκαν σε ισραηλινές στρατιωτικές εγκαταστάσεις για ιατρικό έλεγχο και στη συνέχεια θα μεταφερθούν σε νοσοκομείο για να συναντηθούν με τις οικογένειές τους για πρώτη φορά μετά από 477 ημέρες. Παράλληλα, η Χαμάς δημοσιοποίησε τον κατάλογο των 200 Παλαιστίνιων κρατουμένων που αναμένεται να απελευθερωθούν από το Ισραήλ.
Αξίζει να θυμίσουμε πως το 2023 η ICRC συνέβαλε στο να διευκολυνθεί η απελευθέρωση 109 ομήρων μαζί με 154 Παλαιστίνιους κρατούμενους – που πραγματοποιήθηκε ως επί το πλείστον κατά τη διάρκεια της κατάπαυσης πυρός. Ως ουδέτερος Στο ρόλο της ως ουδέτερου μεσολαβητής, η ICRC μετέφερε ομήρους που κρατούνταν στη Γάζα στις ισραηλινές αρχές και στις οικογένειές τους. Επίσης, μετέφερε Παλαιστίνιους κρατούμενους στις αρχές της Δυτικής Όχθης, για να επανενωθούν με τις οικογένειές τους. Οι αντιμαχόμενοι συμφώνησαν στις λεπτομέρειες της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένου του ποιος θα απελευθερωθεί και πότε. Η ICRC δεν συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις και ο ρόλος της ήταν να βοηθήσει στη διευκόλυνση της συμφωνίας ως ουδέτερος μεσάζοντας.
Ευχή όλων παραμένει η τήρηση της συμφωνίας εκεχειρίας και η λήξη του αιματηρού αυτού πολέμου.
Σπυρίδων Σαλαμαστράκης