Πρωτοβουλίες για την επίλυση, μέσω της νομοθετικής οδού, του μείζονος προβλήματος που έχει δημιουργηθεί από την έκδοση αντιφατικών αποφάσεων για την καλοπιστία ιδιωτών, που απέκτησαν δια συμβολαίων ακίνητα που έχουν υφαρπαγεί από το Ελληνικό Δημόσιο, με τη χρήση ανυπόστατων αποφάσεων εκποίησης τους, αναλαμβάνει ο Δικηγορικός Σύλλογος Ρόδου.
Το Ελληνικό Δημόσιο έχει υποβάλει αγωγές με τις οποίες διεκδικεί τη διαγραφή όλων των κτηματολογικών εγγραφών που έγιναν επί ιακινήτων του και την επιστροφή τους στην κυριότητά του με τα υπερκείμενα (οικίες, βίλες, ξενοδοχεία κ.λ.π.) αλλά και αποζημιώσεις για θετικές και ηθικές βλάβες που υπέστη.
Ο κίνδυνος της κατάσχεσης ακινήτων που έχουν ανεγερθεί σε δημόσια ακίνητα που μεταγράφηκαν στην ιδιοκτησία κατοίκων της Ρόδου με την χρήση πλαστογραφημένων αποφάσεων εκποίησης του Νομάρχη Δωδεκανήσου ελλοχεύει για όσους δεν κατορθώσουν στην πορεία της δικαστικής έρευνας να αποδείξουν ότι αγόρασαν τα ακίνητα αυτά από εκείνους που έκαναν χρήση των πλαστών αποφάσεων, εν αγνοία τους, ενεργώντας ως καλόπιστοι αγοραστές προστατευόμενοι από το άρθρο 41 του κτηματολογικού κανονισμού Δωδεκανήσου.
Με δεδομένο μάλιστα ότι από τη μέχρι τώρα έρευνα τα ακίνητα που έχουν υφαρπαγεί είναι περίπου 20 (ο πραγματικός αριθμός είναι πολύ μεγαλύτερος αφού τα περισσότερα τεμαχίστηκαν και δημιουργήθηκαν υπομερίδες) και οι αρχικοί ιδιοκτήτες αλλά και εκείνοι που τους διαδέχτηκαν περισσότεροι των 200 η υπόθεση προσλαμβάνει τρομακτικές διαστάσεις.
Το διοικητικό συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου Ρόδου, σε συνεδρίαση του προχθές, αποφάσισε να επιδιώξει την επίλυση του προβλήματος με νομοθετική ρύθμιση και προς τούτο θα υποβάλει άμεσα υπόμνημα με συνημμένο σχέδιο νόμου στον Υπουργό Ανάπτυξης.
Όπως τονίστηκε, η εκκρεμότητα που υφίσταται θα απασχολεί τα δικαστήρια τουλάχιστον επί 10ετία και στο μεσοδιάστημα οι ιδιοκτήτες των ακινήτων δεν θα μπορούν να μεταβιβάσουν τις ιδιοκτησίες τους, ξενοδόχοι δεν θα μπορούν να χρηματοδοτηθούν από τις τράπεζες και επιπλέον θα υποβληθούν σε τεράστια δικαστικά έξοδα μέχρι να καταστούν οι αποφάσεις των δικαστηρίων αμετάκλητες.
Οι ιδιοκτήτες, όπως τονίστηκε, είναι κατά τεκμήριο καλόπιστοι, αφού οι κτηματολογικές εγγραφές αποτελούν τεκμήριο νομιμότητας και όταν υπάρχουν μεταγεγραμμένες πράξεις κτηματολογικών δικαστών, οι οποίες ελέγχθηκαν από κτηματολογικούς δικαστές και υπαλλήλους του κτηματολογίου τότε δεν είναι λογικό να εγείρονται αξιώσεις σε βάρος των αγοραστών ακινήτων του είδους που έχουν αποκτήσει δικαιώματα σε αυτά από επαχθή αίτια και συγκεκριμένα από αγοραπωλησίες.
Επισημάνθηκε εξάλλου ότι ο τρίτος συναλλαγής δεν οφείλει να ερευνά τους τίτλους και εν γένει τα στοιχεία, βάσει των οποίων έγινε η εγγραφή, διότι μια τέτοια αξίωση θ` ανέτρεπε τον θεσμό και την ίδια την αποστολή του κτηματολογικού βιβλίου.
Ελλειψη καλής πίστης υπάρχει μόνον όταν υφίστανται πρόδηλα περιστατικά που δημιουργούν βάσιμη αμφιβολία ως προς την ακρίβειά της, η παράλειψη έρευνας των οποίων συνιστά, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, βαριά αμέλεια, που δεν υπάρχει αν καταβλήθηκε η απαιτούμενη από τις συναλλαγές επιμέλεια για την εξακρίβωση της νομικής και πραγματικής κατάστασης του ακινήτου.
Τονίστηκε τέλος ότι, κατ` εκείνου που από επαχθή αιτία και καλοπίστως απέκτησε εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου, στηριζόμενος στα δεδομένα των εγγράφων του κτηματολογικού βιβλίου, δεν μπορεί να αντιταχθεί διεκδικητική αγωγή, που συντελέσθηκε προ της αποκτήσεως.