Ειδήσεις

Ηχηρό «όχι» των Βρετανών στην επιστροφή των Γλυπτών Παρθενώνα σε διαμεσολάβηση της Unesco

Βροντερό «όχι» από τη βρετανική κυβέρνηση και το Βρετανικό Μουσείο στην επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα αλλά και στη διαμεσολάβηση της Unesco. Η βρετανική πλευρά όχι μόνο απαντά αρνητικά, αλλά και υπερασπίζεται τη μέχρι τώρα πολιτική της. Υπερασπίζεται ακόμα και την αποστολή του θεού-ποταμού Ιλισού από το αέτωμα του Παρθενώνα στο Μουσείο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης, γεγονός που οδήγησε την προηγούμενη κυβέρνηση να εκδηλώσει σφοδρή αντίδραση.

Το «όχι» αναφέρεται σε χθεσινή επιστολή του Βρετανικού Μουσείου προς την Unesco, τους υπουργούς Πολιτισμού και τους υπουργούς Ευρωπαϊκών Υποθέσεων. Εξάλλου, για νόμιμη κατοχή των Γλυπτών κάνουν λόγο σε ξεχωριστή επιστολή τους, επίσης, προς την UNESCO οι βρετανοί υπουργοί Πολιτισμού και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων.

Αποτέλεσμα, οι προσπάθειες από ελληνικής πλευράς να βρεθεί λύση στο ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα οδηγούνται για μια ακόμη φορά σε αδιέξοδο.

Η υπογραφή του προέδρου των εφόρων του Βρετανικού Μουσείου, σερ Ρ. Λάμπερτ

Την απαντητική επιστολή του Βρετανικού Μουσείου προς την Unesco υπογράφει ο πρόεδρος του συμβουλίου των εφόρων του Μουσείου, σερ Ρίτσαρντ Λάμπερτ και έχει αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του Μουσείου μεταφρασμένη στα ελληνικά. Όπως γράφει ο σερ Ρίτσαρντ Λάμπερτ, στη συνάντηση των εφόρων (trustees), την 19η Μαρτίου, εξετάστηκε το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης για την έναρξη διαδικασίας διαμεσολάβησης μέσω της UNESCO, αλλά «με ειλικρινή σεβασμό για τον οργανισμό, ύστερα από λεπτομερή και προσεκτική εξέταση αποφασίσαμε να μην κάνουμε δεκτό το σχετικό αίτημα».

Στην αγγλική γλώσσα η λέξη που επελέγη είναι «decline», δηλαδή, «να αρνηθούμε» κι όχι «να μην κάνουμε δεκτό» όπως αναφέρεται στην ελληνική μετάφραση. Το μουσείο «στρογγυλεύει» την ελληνική μετάφραση στο συγκεκριμένο σημείο.

«Πιστεύουμε ότι η πλέον εποικοδομητική οδός, την οποία ήδη ακολουθούμε, είναι αυτή της απευθείας συνεργασίας με τα άλλα μουσεία και πολιτιστικούς θεσμούς, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο» σημειώνεται στην επιστολή.

Χαρακτηριστικά σημειώνεται: «Οι απόψεις για την ιστορία του διαμοιρασμού των Γλυπτών του Παρθενώνα που έχουν διασωθεί έως τις μέρες μας φυσικά και διαφέρουν, παρά ταύτα οι ειδικοί ομόφωνα αναγνωρίζουν ότι ο αρχικός γλυπτικός διάκοσμος δεν μπορεί να αποκατασταθεί στο σύνολό του, καθώς πολλά στοιχεία του έχουν χαθεί, ενώ τα μέρη που έχουν διασωθεί δεν μπορούν ποτέ να επανατοποθετηθούν στο κτίριο».

Σύμφωνα με τους βρετανούς, «Πιστεύουμε ότι η πλέον εποικοδομητική οδός, την οποία ήδη ακολουθούμε, είναι αυτή της απευθείας συνεργασίας με τα άλλα μουσεία και πολιτιστικούς θεσμούς, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο».

΄Οπως αναφέρεται στην επιστολή, είναι διαρκής επιθυμία και επιδίωξη του Μουσείου να εναρμονίζεται με τους στόχους της Unesco για τη διαφύλαξη και προστασία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς που βρίσκεται σε κίνδυνο. Παρά ταύτα είναι σαφές ότι τα σωζόμενα Γλυπτά του Παρθενώνα, συντηρημένα με προσοχή σε διάφορα μουσεία της Ευρώπης, δεν εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία.

Ωστόσο, η βρετανική πλευρά δηλώνει ότι επιθυμεί «να αναπτύξει περαιτέρω τις ήδη καλές σχέσεις με τους συναδέλφους και τους φορείς στην Ελλάδα και να διερευνήσουν την πιθανότητα συνεργασιών, όχι σε επίπεδο κυβερνήσεων αλλά απευθείας σε επίπεδο φορέων. Γι’ αυτό τον λόγο πιστεύουμε ότι η εμπλοκή της Unesco δεν αποτελεί τον πλέον πρόσφορο τρόπο για να προχωρήσουμε».

Η ειδική αναφορά στην αποστολή του Θεού – ποταμού Ιλισσού στο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης

Ειδική αναφορά γίνεται στην αποστολή του θεού-ποταμού Ιλισού στην Αγία Πετρούπολη, όπου τον είδαν μέσα σε έξι εβδομάδες 140 χιλιάδες επισκέπτες. Εξαίρουν την απήχηση που θεωρούν ότι βρήκε.

Οι έφοροι θεωρούν πως πρωτοβουλίες που αναλαμβάνουν οι φορείς σε απευθείας συνεννόηση «είναι ένας φυσικός τρόπος συνεργασίας καθώς τα διασωθέντα Γλυπτά του Παρθενώνα βρίσκονται σε διαφορετικές ευρωπαϊκές συλλογές». Στο σχέδιο αυτό εντάσσουν και τους επιστήμονες του Μουσείου της Ακρόπολης κ.ά.

Ανάλογη επιστολή έστειλαν στην UNESCO ο υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού και ο υπουργός για την Ευρώπη της Μεγάλης Βρετανίας.

Η επιστολή των δυο βρετανών υπουργών

Στην επιστολή τους οι δύο βρετανοί υπουργοί Πολιτισμού και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων επιμένουν ότι τα Γλυπτά αποκτήθηκαν νόμιμα από τον λόρδο Έλγιν και νομίμως παραμένουν στο Βρετανικό Μουσείο. Υποστηρίζουν, επίσης, ότι ουδέποτε από το 1816 μέχρι το 1985 δεν είχε τεθεί θέμα παράνομης κατοχής των Γλυπτών. Στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι το αίτημα της επιστροφής έθεσε για πρώτη φορά η Μελίνα Μερκούρη το 1982.

Οι Βρετανοί υπουργοί σημειώνουν ότι η πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης περί διαμεσολάβησης της Unesco αποσκοπεί ουσιαστικά στη μόνιμη επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, γεγονός που θα παραβιάζει το «νόμιμο δικαίωμα» κατοχής τους από το Βρετανικό Μουσείο. «Δεδομένης της ξεκάθαρης θέσης μας, αυτό μας αναγκάζει να θεωρήσουμε ότι το αίτημα της διαμεσολάβησης (σ.σ. της Unesco) δεν θα βοηθήσει την εξέλιξη των συζητήσεων».

Παράλληλα, αν και δεν παραλείπουν να εκφράσουν τον θαυμασμό τους προς το Μουσείο της Ακρόπολης, οι δύο υπουργοί τονίζουν ότι το Βρετανικό Μουσείο δίνει τη δυνατότητα σε εκατομμύρια τουρίστες απ’ όλο τον κόσμο να αντιληφθούν τη σπουδαιότητα των Γλυπτών ως μέρος της παγκόσμιας ιστορίας, και μάλιστα «δωρεάν».

Στο τέλος της επιστολής τους, οι Βρετανοί υπουργοί αναφέρονται στη «μακροχρόνια συνεργασία του Βρετανικού Μουσείου με την ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία» και εκφράζουν την εκτίμηση ότι, «αφήνοντας στην άκρη τις διαφορές για τα Γλυπτά του Παρθενώνα, υπάρχει περιθώριο συνεργασίας» των δύο μουσείων.

thetoc.gr

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου