Με την υπ’ αριθμ. 114/2022 απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου απορρίφθηκε η αίτηση αναίρεσης που άσκησε η Εθνική Τράπεζα για την ακύρωση αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών που δικαίωσε ζευγάρι συνταξιούχων από τη Ρόδο οι οικονομίες των οποίων μετά από επένδυση σε ομόλογα εξανεμίστηκαν.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5/6/2013 αγωγή αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Οι αναιρεσίβλητοι είναι σύζυγοι και από το 2005 συνταξιούχοι. Εισέπραξαν σαν εφάπαξ αποζημίωση το συνολικό ποσό των 200.000 ευρώ και ο τότε διευθυντής του υποκαταστήματος της τράπεζας στη Ρόδο τους πρότεινε να αξιοποιήσουν κάποιο από τα προγράμματα προθεσμιακής κατάθεσής της, προκειμένου να έχουν ένα επιπλέον εισόδημα.
Εμπιστευόμενοι τον διευθυντή υπέγραψαν ένα έγγραφο για την μεταφορά των χρημάτων στην προθεσμιακή κατάθεση, με την πεποίθηση που είχε δημιουργήσει, ότι δηλαδή τα χρήματά τους θα τοποθετούνταν σε προθεσμιακή κατάθεση δεκαετούς διάρκειας που όμως με μία προειδοποίηση ενός μηνός θα μπορούσαν να τα εισπράξουν χωρίς να υφίσταται παρόμοια εντολή και χωρίς βεβαίως τη γνώση ή πολύ περισσότερο τη συναίνεσή τους, την 1η Αυγούστου 2005, αγοράστηκαν στο όνομα και για λογαριασμό τους δύο ομολογιακοί τίτλοι με συνολική χρέωση του λογαριασμού τους ύψους 152.152,69€.
Τον Αύγουστο του 2008 για πρώτη φορά πληροφορήθηκαν ότι δεν είχαν κάποια προθεσμιακή κατάθεση στην εναγομένη, αλλά ομόλογα. Μπροστά στην άρνησή τους να διατηρήσουν τα ομόλογα αυτά και μπροστά στις επανειλημμένες πιέσεις τους να ρευστοποιηθούν και να τους αποδοθούν τα χρήματά τους, αναγκάσθηκε να τους αποκαλύψει ότι ο λόγος που έπρεπε να περιμένουν ήταν ότι τη δεδομένη χρονική στιγμή τα ομόλογα αυτά δεν εμφάνιζαν τιμή στην αγορά, δεν διαπραγματεύονταν και συνεπώς δεν μπορούσαν να τα πωλήσουν και να εισπράξουν τα χρήματά τους.
Το Εφετείο έκρινε ότι οι ενάγοντες διέθεσαν τις οικονομίες τους για την αγορά των ομολόγων και συγκεκριμένα ενός ομολόγου, ονομαστικής αξίας 50.000 ευρώ, τριετούς διάρκειας, το οποίο πληρώθηκε κανονικά κατά τη λήξη του, ενός ομολόγου έκδοσης θυγατρικής εταιρείας της τράπεζας, στο οποίο τοποθέτησαν το ποσό των 65.876,69 ευρώ, δεκαετούς διάρκειας, λήξης την 24-3-2015, το οποίο, όμως οι ενάγοντες αποδεχόμενοι πρόταση της τράπεζας το εξαγόρασαν στο 60% της αξίας του, την 30-9-2013, ενώ σ’ αυτούς (επενδυτές), που το κατείχαν κατά τη λήξη του (24-3-2015) η εν λόγω τράπεζα κατέβαλε το 100% της ονομαστικής του αξίας και τέλος το επίδικο ομόλογο, με έκδοση θυγατρικής εταιρείας την 10-2-2015, στο οποίο τοποθέτησαν το ποσό των 86.276 ευρώ.
Οι ενάγοντες σχετικώς με το τελευταίο επίδικο ομόλογο ελάμβαναν έως την 10-11-2011 τους συμφωνημένους τόκους και συγκεκριμένα έλαβαν 22.018,64 ευρώ αλλά τον Δεκέμβριο του έτους 2011 ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της εγγυήτριας του ομολόγου Aspis Finance λόγω ανεπάρκειας των κεφαλαίων της.
Οι ενάγοντες γνώριζαν πολύ καλά ότι αγοράζουν τρία ομόλογα συγκεκριμένης διάρκειας και λήξης, καθόσον επιθυμούσαν να επενδύσουν τα χρήματά τους, προσδοκώντας μεγαλύτερη απόδοση από εκείνη της προθεσμιακής, στην οποία τα είχαν αρχικά τοποθετήσει.
Το επίδικο ομόλογο ήταν προϊόν μειωμένης διασφάλισης, κατά την έκδοσή του και αυξημένου επενδυτικού κινδύνου.
Kρίθηκε δε πως οι αρμόδιοι υπάλληλοι της εναγομένης, κατά την παροχή των επενδυτικών τους συμβουλών προς τους ενάγοντες, τον Αύγουστο του 2005, παρότι είχαν ενημέρωση για το ως άνω επενδυτικό προϊόν, δεδομένου ότι είχαν γνώση ως εκ της αρμοδιότητάς τους, του ως άνω ενημερωτικού δελτίου της εκδότριας του άνω ομολόγου που κυκλοφόρησε στις 28-2-2005, δηλαδή, πριν την επίδικη επένδυση και γνώριζαν ότι επρόκειτο για επενδυτικό προϊόν μειωμένης διασφάλισης καθώς και την πιθανότητα απώλειας των κεφαλαίων των επενδυτών, δεν αποδείχθηκε ότι ενημέρωσαν τους ενάγοντες εγγράφως αλλά ούτε και προφορικώς για τα προαναφερόμενα ειδικότερα χαρακτηριστικά της προτεινόμενης από τους ίδιους επένδυσης και για τους κινδύνους που διέτρεχαν, ενόψει και της προαναφερόμενης πιστοληπτικής διαβάθμισης του επίδικου ομολόγου, αλλά και της εγγυήτριας τράπεζας. Ούτε βεβαίως αποδείχθηκε ότι ήλεγξαν την καταλληλότητά του για τους ενάγοντες, με βάση την επενδυτική τους εμπειρία καθώς και την προθυμία τους για διακινδύνευση, καθόσον αυτοί επιθυμούσαν τοποθέτηση των χρημάτων τους σε μια ασφαλή επένδυση, αποδοτικότερη από εκείνη της προθεσμιακής κατάθεσης και όχι μειωμένης διασφάλισης, όπως το επίδικο ομόλογο.
Λόγω των ως άνω παραλείψεων των εναγομένων, οι ενάγοντες πίστευαν πεπλανημένα ότι η επένδυσή τους ήταν εξασφαλισμένη, τουλάχιστον, ως προς το κεφάλαιο, ενώ ο κίνδυνος που ανελάμβαναν ήταν, μόνον ως προς την απόδοση της επένδυσης.
Οι ενάγοντες δεν ήταν γνώστες των χρηματοοικονομικών επενδύσεων που υπάγονται στην έννοια του καταναλωτή και πρέπει να τύχουν προστασίας του ν. 2251/1994, διότι δεν υπερβαίνουν το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή και δεν μπορεί να θεωρηθούν κατ’ αντικειμενική κρίση ως επαγγελματίες στο πλαίσιο της συγκεκριμένης συναλλαγής, οι δε προστηθέντες υπάλληλοι της εναγομένης παρέλειψαν, υπαιτίως, επιδεικνύοντας αμέλεια, την υποχρέωσή τους να τους ενημερώσουν και να τους διαφωτίσουν σχετικά με τα ανωτέρω αναφερόμενα χαρακτηριστικά της επένδυσης, την οποία τους υπέδειξαν να επιχειρήσουν, με συνέπεια οι συγκεκριμένοι διάδικοι να μην έχουν κατανοήσει, τουλάχιστον, τους κινδύνους να υποστούν απώλεια του κεφαλαίου.
Το Ανώτατο Ακυρωτικό δικαστήριο απέρριψε έτσι την αίτηση αναίρεσης της τράπεζας.
Οι Ροδίτες συνταξιούχοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους κ. Μιχαήλ Μαρκουλάκο.