«Μετά το θάνατο του Ηρώδη Α΄, οι τρεις γιοι του ανέλαβαν την εξουσία της αρχαίας Παλαιστίνης. Ο ένας από αυτούς, ο Ηρώδης Αντίπας (4 π.Χ – 39 π.Χ), κληρονόμησε την υποτελή στη Ρώμη περιοχή της Γαλιλαίας. Ακολούθησε μια άνευ προηγουμένου οικονομική ανάπτυξη, ένα είδος αρχαίας οικονομίας της αγοράς. Όλα αυτά δεν μπορεί να έμειναν χωρίς επιρροή στον έφηβο Ιησού. Πόσο σημάδεψε την πορεία Του η οικονομική ανάπτυξη της Γαλιλαίας;», αναρωτιέται το περιοδικό Spiegel σε εκτενέστατο άρθρο του στο οποίο αναφέρονται μεταξύ πολλών άλλων και τα εξής:
«Από κοινωνικής απόψεως η Γαλιλαία είχε διαφορετική δομή από τη νοτιότερα ευρισκόμενη Ιουδαία. Στην Γαλιλαία ζούσαν οι εργάτες και οι αγρότες, στην Ιουδαία ζούσαν οι λόγιοι και το ιερατείο. Η Γαλιλαία ήταν πλούσια σε εύφορα εδάφη, η Ιουδαία μια άγονη γη. Σε έναν από τους πολλούς, μικρούς λόφους κατά μήκος της βορειοδυτικής ακτής της -πλούσιας σε ψάρια- λίμνης της, πρέπει να έγινε και η αναφερόμενη από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο «Επί του όρους ομιλία» του Χριστού, η οποία άρχιζε με τη φράση «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστίν η βασιλεία των ουρανών».
Χωρίς τον Ηρώδη Αντίπα, δεν μπορεί κάποιος να καταλάβει την ιστορία του Ιησού. Η πολιτική του διαμόρφωσε τις κοινωνικοοικονομικές δομές της Γαλιλαίας και είχε ως αποτέλεσμα την μεγάλη οικονομική ώθηση και την πολιτική σταθερότητα, αλλά προκάλεσε επίσης κοινωνική αδικία και δυστυχία. Και οι δύο εξελίξεις είχαν αντίκτυπο στη ζωή του Ιησού και στην ομάδα των πιστών που σχηματίσθηκε γύρω Του. Σε αντίθεση με τους αδελφούς του, ο Αντίπας παρά τον έκδηλο φιλελληνισμό του, σεβάστηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό το εβραϊκό αποτύπωμα της Γαλιλαίας, σεβόταν τις ιουδαϊκές παραδόσεις, απέφευγε να κόψει νομίσματα με την εικόνα του και ακολουθούσε τις θρησκευτικές τελετουργίες και πρακτικές του αγροτικού πληθυσμού. Δημιούργησε έτσι μια σημαντική προϋπόθεση για την ανάπτυξη της προσωπικότητας του Ιησού. Κατά τη δεκαετία του ΄70 ξεκίνησε μια ιστορική έρευνα για τον Ιησού η οποία έδινε προτεραιότητα όχι στη θεολογική ερμηνεία, αλλά προσπάθησε να κατανοήσει την προσωπικότητά Του υπό το πρίσμα των κοινωνικών συνθηκών.
Μέχρι το έτος 28 π.Χ, τίποτα δεν ήταν πια το ίδιο όπως και πριν, αφού κυριάρχησε ένα κάποιο είδος αρχαίου καπιταλισμού στην αγροτική Γαλιλαία. Η επιδίωξη του κέρδους και η αύξησή του κυριαρχούσε στην καθημερινή ζωή των αγροτών, των αλιέων και των τεχνιτών. Η Ρώμη διόριζε τους τοπικούς άρχοντες που έπρεπε να εισπράττουν φόρο υποτελείας από τους υπηκόους τους. Το βάρος των άμεσων και έμμεσων φορολογικών βαρών πρέπει να ήταν συντριπτικό και να τους συνέθλιβε ο φόρος ακίνητης περιουσίας, ο φόρος επί των εμπορικών συναλλαγών και των επιχειρήσεων, ο κεφαλικός φόρος, ο οποίος περιλάμβανε επίσης τα βοοειδή και τους σκλάβους, καθώς επίσης ο φόρος των ναών, των οδών και των γεφυρών. Το ποσό των φορολογικών εσόδων την εποχή εκείνη υπολογίζεται σε ποσοστό έως και 50% του εθνικού προϊόντος.
Και σαν να μην έφταναν αυτά, οι εισφορές συγκεντρώνονταν με αμείλικτο τρόπο, αφού σπάνια τους χαρίζονταν η διοίκηση και οι φοροεισπράκτορες. Οι περισσότερες από τις πολυμελείς οικογένειες ήταν αναγκασμένες να παράγουν και να εργάζονται όλο και περισσότερο για να καλύψουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Το εισόδημά τους ήταν χαμηλό, μόλις που κατόρθωναν να επιβιώνουν. Εάν προστεθούν και οι κακές συγκομιδές, γρήγορα παγιδευόταν κανείς στα χρέη, από τα οποία δεν μπορούσε να ξεφύγει. «Ο φαύλος κύκλος της φτώχειας ήταν προδιαγεγραμμένος», κατά τον Μάρτιν Έμπνερ, καθηγητή της Καινής Διαθήκης στο Πανεπιστήμιο του Μίνστερ. Το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, γαιοκτημόνων και αγροτών αυξήθηκε, το χάσμα της ανισότητας διευρύνθηκε και ο παραγκωνισμός των παραδοσιακών εμπορικών συναλλαγών από τη νέα οικονομία του χρήματος παρήγαγε ολοένα και περισσότερους χαμένους.
Οι Ρωμαίοι ηγεμόνες είχαν επιβάλει την πολιτική της μίσθωσης γης: δεν ήταν η ίδια η γη πολύτιμη, αλλά το κέρδος που απέφερε. Επρόκειτο για μια σαφή ρήξη με την παράδοση. Πιθανόν πάνω από το 90% των κατοίκων της Γαλιλαίας να ασχολούνταν με τη γεωργία. Σε κάθε περίπτωση, η ανάπτυξη έπρεπε να αυξηθεί σταθερά. Όλο και περισσότερες ελιές, σιτηρά, κρασί και ψάρια έπρεπε να παραχθούν προκειμένου να επιβιώσουν. Οι έρευνες αποδεικνύουν ότι την εποχή του Ιησού, το 97% της γης ήταν καλλιεργήσιμη, έτσι η αύξηση της παραγωγής ήταν τεράστια. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία μιας κοινωνίας τριών στρωμάτων: του ανώτερου που το αποτελούσαν οι ιδιοκτήτες, του μεσαίου που το αποτελούσαν οι εξαρτημένοι από αυτούς παροχείς υπηρεσιών όπως οι τεχνίτες ή οι εργάτες και το κατώτερο το οποίο αποτελούσαν οι ποιμένες, οι ζητιάνοι, οι κάθε λογής φτωχοί και αποκλεισμένοι. Θα μπορούσε να φανταστεί κανείς ένα καλύτερο έδαφος παραγωγής βίας, διαμαρτυρίας και εξέγερσης;
To έτος 28 π.X. όμως δεν ήταν ορατή καμιά εξέγερση, δεν υπήρχαν κοινωνικοί επαναστάτες. Με μια πρώτη ματιά, η Γαλιλαία, παρά την εξαθλίωση ολοένα και μεγαλύτερων τμημάτων του πληθυσμού της ήταν μια περιοχή σχετικά ήρεμη. Δεν υπήρχαν καν Ρωμαίοι στρατιώτες στη Γαλιλαία. Και τότε βαφτίστηκε στον Ιορδάνη ένας άγνωστος άνθρωπος από τη Ναζαρέτ, ο Ιησούς.
Οι άνθρωποι εκείνη την εποχή αμφέβαλλαν πλέον ότι ήταν ο περιούσιος λαός. Όταν δημιουργείται ένα τέτοιο μεταφυσικό κενό, η απόσταση από την εμφάνιση προφητών είναι μικρή. Ένας από αυτούς αποκήρυσσε σαφώς το μίσος, την πολιτική αναταραχή και τους επιθετικούς τόνους. Ο Ιησούς ξεκίνησε τη δημόσια δραστηριοποίησή του όταν ο Ιωάννης ο Βαπτιστής συνελήφθη και σκοτώθηκε κατ΄ εντολήν του Ηρώδη Αντίπα λόγω των πολιτικών προκλήσεων που περιείχαν τα κηρύγματά του. Το κίνημα που εμφανίστηκε εν ονόματί του βρήκε γρήγορα ολοένα και περισσότερους υποστηρικτές. Η επιδίωξη του κέρδους, ο υλισμός και η έλλειψη ευσέβειας είχαν αυξηθεί τόσο πολύ ώστε οι ψαράδες και οι αγρότες της Άνω Γαλιλαίας ποθούσαν την ανανέωση μιας μεγάλης υπόσχεσης: της άφιξης του Μεσσία.
Αλλά τι ήταν εκείνο που έκανε Αυτόν τον Ένα να ξεχωρίζει από όλους τους άλλους περιπλανόμενους χαρισματικούς προφήτες της εποχής Του στην Παλαιστίνη; Γιατί οι οπαδοί Του είδαν σε Αυτόν τον αποκεκαλυμμένο Υιό και Λόγο του Θεού, τον ηγέτη, τον οδηγό αστέρι; Τι είχε Αυτός που δεν είχαν οι άλλοι;
Πιθανόν την δύναμη της τόλμης. Μια ριζοσπαστική αυτοπεποίθηση. Μεταξύ όλων όσοι διατυμπάνιζαν την έλευση του Μεσσία, την ελπίδα της σωτηρίας, εμφανίστηκε τώρα κάποιος με εμφανώς ακλόνητη αυτοπεποίθηση και ακλόνητη αποστολική συνείδηση και διεκδικούσε την πληρεξουσιότητα του Θεού. Μια τόσο μεγάλη ύβρις προκαλούσε βέβαια ταραχή (στους κύκλους του ιερατείου) και ενοχλούσε, αφού σε τελευταία ανάλυση μιλούσε ένας απλός άνθρωπος!
Μια θεωρία, ένα σύστημα ο Ιησούς δεν ανέπτυξε ποτέ. Η διδασκαλία Του ήταν περισσότερο ηθικής φύσεως παρά πολιτική, η δράση του εκλεπτυσμένη και όχι κραυγαλέα. Επεδίωκε μια κοινωνία ίσων, στην οποία δεν θα είχαν όλοι το ίδιο πολλά ή το ίδιο λίγα, αλλά την κοινωνία όλων με το Θεό. Οι ιεραρχικές εξουσιαστικές σχέσεις και εξαρτήσεις δεν είχαν θέση σε αυτήν την Βασιλεία (του Θεού). Αλλά ούτε επρόκειτο για ένα κοινωνικό ή για ένα πολιτικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Αντί να κάνει πολιτική προπαγάνδα, διέδιδε κανόνες συμπεριφοράς και διατύπωνε τις αρχές ενός νέου ήθους: του ήθους της κοινότητας. Αυτά που πρέσβευε ο Γαλιλαίος θα πρέπει να ηχούσαν στα αυτιά των εβραϊκών αρχών της Ιουδαίας, της γης των ιερέων και των μελετητών των Γραφών, από υπεροπτικά έως και εξωφρενικά. Επρόκειτο για προσβολή, για πρόκληση.
«Το κίνημα του Ιησού δεν είχε συγκεντρώσει τους φτωχότερους των φτωχών για να ξεκινήσει μια κοινωνική επανάσταση», κατά τον Γενς Σρέτερ, καθηγητή Ευυαγγελικής Θεολογίας στο πανεπιστήμιο Χούμπολτ του Βερολίνου. Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς ότι από καταβολής του το κίνημα του Ιησού ήταν μάλλον ένα είδος κινήματος της μεσαίας τάξης σε περιόδους μεγάλης έλλειψης πνευματικού προσανατολισμού. Τουλάχιστον οι τέσσερις πρώτοι από τους δώδεκα κληθέντες μαθητές ήταν, όπως θα λέγαμε σήμερα, ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων. Οι αδελφοί Σίμων και Ανδρέας κέρδιζαν το ψωμί τους ως ψαράδες, οι αδελφοί Ιάκωβος και Ιωάννης προέρχονταν από μια οικογένεια επιχειρηματιών, της οποίας ο επικεφαλής Ζεβεδαίος απασχολούσε πολλούς εργάτες.
Ήταν τελικά το έργο του Ιησού μια έκφραση της πνευματικής και κοινωνικής κρίσης εκείνης της εποχής ή μάλλον η απάντηση σε αυτήν; Το μόνο σίγουρο είναι ότι δραστηριοποιήθηκε ξαφνικά το έτος 28 π.Χ και πρέσβευε μια εντελώς διαφορετική κοινωνία χωρίς ιεραρχία, που να διαπνέεται από την αλληλεγγύη και την αμοιβαία βοήθεια. Κάτι τέτοιο όμως ήταν εντελώς διαφορετικό από αυτό που οι Ρωμαίοι ηγέτες είχαν κατά νου και ήθελαν οι εβραϊκές αρχές. Μια τέτοια διδασκαλία δεν θα μπορούσε να έχει μακροπρόθεσμα καλό τέλος.
Γιατί τότε ο χαρισματικός Ιησούς πήγε στην Ιερουσαλήμ; Θα πρέπει να γνώριζε ότι η Ιουδαία ήταν εδώ και 20 χρόνια σε μια λανθάνουσας μορφής ανάστατωση. Πρέπει να γνώριζε ότι πολλοί προφήτες βρήκαν το τέλος τους στην Ιερουσαλήμ. Και έπρεπε να γνωρίζει ότι η είσοδός Του ήταν μια πρόκληση για τις εβραϊκές αρχές. Γιατί πήγε τότε;
Ίσως ακριβώς γι αυτό: για να επιδιώξει με τον δικό του ασυμβίβαστο τρόπο την τελική απόφαση. Οι υποστηρικτές του τον τιμούσαν, αλλά οι αντίπαλοί του, ειδικά το συντηρητικό λαϊκό κίνημα των Φαρισαίων, ήταν πολυπληθέστεροι και είχαν κάνει την παρουσία τους ιδιαίτερα αισθητή και εκτός Γαλιλαίας το μήνυμά Του δεν έβρισκε υποστηρικτές. Κάποιος ο οποίος εισέρχεται στην ιερή πόλη, αναζητά τον Ναό και εκβάλει «πάντας τοὺς πωλοῦντας καὶ ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ», και καταστρέφει «τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν καὶ τὰς καθέδρας τῶν πωλούντων τὰς περιστεράς» και τους λέει «Γέγραπται, ὁ οἶκός μου οἶκος προσευχῆς κληθήσεται· ὑμεῖς δὲ αὐτὸν ἐποιήσατε σπήλαιον λῃστῶν. Ἄρατε ταῦτα ἐντεῦθεν· μὴ ποιεῖτε τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου οἶκον ἐμπορίου», δεν δείχνει το πραγματικό του, επιθετικό, οργισμένο πρόσωπο;
Ωστόσο, ενδείξεις για το ευέξαπτο του χαρακτήρα του Ιησού δεν υπάρχουν πουθενά αλλού και επομένως τίθεται το ερώτημα: σε τι αποσκοπούσε με αυτήν την σκανδαλώδη Του πράξη; Ήθελε να αμφισβητήσει τον υποβαθμισμένο σε «σπήλαιο ληστών» Ναό ως κέντρο του Ιουδαϊσμού ή ήθελε αντίθετα να αποκαταστήσει την προγενέστερη σημασία του ως Οίκου προσευχής; Ή όλα αυτά ήταν μόνο μια διαμαρτυρία κατά της οικονομικής εξουσίας της αριστοκρατίας του Ναού, η οποία είχε μερίδιο στα κέρδη από το εμπόριο εντός αυτού;
Ο Ναός ήταν το πιο ευαίσθητο σημείο της εξαιρετικά ευαίσθητης πόλης της Ιερουσαλήμ. Στη γωνία του προαυλίου, οι Ρωμαίοι είχαν κατασκευάσει ένα πύργο και είχαν τοποθετήσει μια φρουρά. Η εβραϊκή αστυνομία του Ναού παρακολούθησε ολόκληρη την περιοχή για να παρέμβει αμέσως σε περίπτωση αναταραχής. Όπως συνοψίζει ο Ελβετός λόγιος της Νέας Διαθήκης Ούλριχ Λουτς, τον Ιησού, δεν τον απασχόλησε καθόλου ο προφανής κίνδυνος τον οποίο διέτρεχε. «Είχε αποδεχθεί συνειδητά τον πιθανό θάνατό Του ή ακόμη και να τον θέλησε.»Αλλά γιατί; Τι νόημα έχει ο θάνατος του Μεσσία, ο οποίος μόλις είχε έλθει;
Από ιουδαϊκής απόψεως κανέναν: εάν ο Μεσσίας πεθάνει, πεθαίνει η ελπίδα για τον Σωτήρα και η δια αυτού προσδοκόμενη σωτηρία. Ως Μεσσίας λοιπόν ο Ιησούς είχε αποτύχει: ο νέος Δαβίδ κρεμάσθηκε επί ξύλου άκρως τεταπεινωμένος, οι Ρωμαίοι παρέμειναν κυρίαρχοι κατακτητές και ο λαός συνέχιζε να βρίσκεται σε σύγχυση. Στην πραγματικότητα, Αυτός που ισχυριζόταν ότι κατέχει την εξουσία του Θεού δεν την είχε, διότι διαφορετικά δεν θα πέθαινε. Είχε αποτύχει.
Όχι όμως και από χριστιανικής απόψεως, αφού λίγο αργότερα θεωρήθηκε ότι ο Ιησούς, ο Χριστός, πέθανε «δι᾽ ημάς τούς ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν» . Και αυτό ήταν κάτι νέο, ήταν μια εντελώς διαφορετική αντίληψη του Μεσσία από αυτήν που ήταν γνωστή από τα ιουδαϊκά κείμενα μέχρι τότε. Με μιας ο θάνατος του απεσταλμένου του Θεού δεν ήταν η καταστροφή οποία ανέτρεπε τα πάντα. Όχι, ήταν το φυσικό τμήμα ενός νέου δρόμου. Και σύμφωνα με την εκπληκτική αυτή νέα προοπτική, έπρεπε να περάσει δια του σταυρικού θανάτου στην Ανάσταση, την Ανάληψη και την εξύψωση μέσω του θανάτου Του. Η ιστορία του χαρισματικού Γαλιλαίου δεν τελείωσε με την Σταύρωση, διότι ο θάνατός Του είχε νόημα, κατά την διδασκαλία του Παύλου: “Ει Χριστός ούκ εγήγερται, ματαία η πίστις υμών, έτι εστέ εν ταις αμαρτίαις υμών”. Πρόκειται δηλαδή για τη «μετάφραση» του Ιουδαϊσμού σε Χριστιανισμό. Για την έναρξη μιας νέα εποχής».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ, DER SPIEGEL