Το τέλος από την 1η Αυγούστου της ρήτρας αναπροσαρμογής στα τιμολόγια ρεύματος, που προκάλεσε απανωτά «σοκ» στους καταναλωτές, πολιτική αντιπαράθεση και έφτασε στις δικαστικές αίθουσες, δεν σημαίνει ότι επιλύεται αυτόματα και ο γρίφος της μείωσης των τιμών.
Βασικό εργαλείο για φθηνότερους λογαριασμούς θα παραμείνουν οι κρατικές επιδοτήσεις. Η ρήτρα δεν μπορεί να καταργηθεί, απλώς ενσωματώνεται στα τιμολόγια, καθώς οι προμηθευτές θα εξακολουθήσουν να αγοράζουν ενέργεια στη συνδεδεμένη με το φυσικό αέριο υψηλή οριακή τιμή.
Οι χαμηλότεροι λογαριασμοί θα προέλθουν μόνο μέσω των μηνιαίων ενισχύσεων, που θα αυξηθούν μετά την «ένεση» με τα υπερέσοδα των ηλεκτροπαραγωγών. Το υπουργείο Ενέργειας τα υπολογίζει σε 6 δισ. ευρώ μέσα στο επόμενο 12μηνο. Εκτιμά ότι με τον τρόπο αυτό θα απορροφηθούν από 82% έως και 100% οι αυξήσεις λόγω ρήτρας, για όλα τα νοικοκυριά ανεξαρτήτως εισοδήματος, είτε πρόκειται για κύρια είτε για δευτερεύουσα κατοικία. Τα πάντα ωστόσο θα εξαρτηθούν από τις διεθνείς εξελίξεις, χωρίς να αποκλείεται η κυβέρνηση να επιστρατεύσει κονδύλια από κάθε διαθέσιμο ευρωπαϊκό πρόγραμμα, αλλά και από το πως θα λειτουργήσει στην πράξη ο νέος εθνικός μηχανισμός.
Ποια είναι η μεγάλη αλλαγή;
Τα νέα τιμολόγια πάντως, χωρίς διακριτή ρήτρα, που θα ισχύσουν για τις καταναλώσεις από 1ης Αυγούστου 2022, δεν θα έχουν αλλαγές με τα σημερινά. Η ρήτρα, όπως είπαμε, στην ουσία θα ενσωματωθεί σε αυτά. Τι αλλάζει επομένως στην πράξη;
Κάθε μήνα από εδώ και στο εξής οι προμηθευτές θα ανακοινώνουν στην ιστοσελίδα τους, το αργότερο δύο μήνες πριν την εφαρμογή της, την νέα τιμή στην οποία θα χρεώνουν. Για παράδειγμα, στις 10 Ιουλίου, οπότε και κάνει πρεμιέρα το νέο μέτρο, οφείλουν να γνωστοποιήσουν πόσο θα πωλούν την κιλοβατώρα για το μήνα Σεπτέμβριο. Στις 10 Αυγούστου, πρέπει να κάνουν το ίδιο για το μήνα Οκτώβριο, κ.ο.κ. Στην ουσία, οι καταναλωτές θα έχουν δύο μήνες περιθώριο για να συγκρίνουν τιμές, να αναζητήσουν το φθηνότερο πάροχο, και να μετακινηθούν σε αυτόν, χωρίς καμία αποζημίωση («πέναλτι») στον προηγούμενο. Εκτιμάται ότι η ενίσχυση του ανταγωνισμού μεταξύ των παρόχων και η πιο διαφανής τιμολόγηση χωρίς τη ρήτρα, θα επιφέρει κάποια συγκράτηση των τιμών.
Οι νέες κατηγορίες τιμολογίων
Έτερη αλλαγή, οι κατηγορίες στα τιμολόγια. Σήμερα υπάρχουν στην αγορά, δύο ειδών τιμολόγια, τα σταθερά και τα κυμαινόμενα με ρήτρα (με πολλές παραλλαγές). Στο εξής θα έχουμε τα σταθερά και δύο κατηγορίες κυμαινόμενων τιμολογίων. Μία με όριο διακύμανσης, το οποίο θα γνωρίζει ο καταναλωτής προτού υπογράψει τη σύμβαση και μια δεύτερη, χωρίς κανένα όριο διακύμανσης. Τα δύο κυμαινόμενα τιμολόγια θα διαμορφώνονται με βάση την κάλυψη του λειτουργικού κόστους του προμηθευτή, συν ένα εύλογο κέρδος και τη διακύμανση της μέσης τιμής ρεύματος στην αγορά χονδρικής.
Και οι αβεβαιότητες
Το σχέδιο φιλοδοξεί να φέρει την τιμή του ρεύματος σε βιώσιμα επίπεδα για καταναλωτές και επιχειρήσεις. Μένει να φανεί στην πράξη. Κρίσιμο σημείο στην εξίσωση είναι η δυνατότητα των παρόχων σε ένα τόσο αβέβαιο περιβάλλον, να προβλέπουν τις τιμές στις οποίες θα πωλούν δύο μήνες πριν την εφαρμογή τους, προκειμένου να τις ανακοινώνουν στις ιστοσελίδες τους.
Μοντέλο όμως για παρόμοιες προβλέψεις υπό τις παρούσες συνθήκες, όπου μια δήλωση Πούτιν ή ένα νέο πακέτο κυρώσεων, αρκούν για να εκτινάξουν 20% τις τιμές στο αέριο, συμπαρασύροντας την συνδεδεμένη με αυτό αγορά χονδρικής στο ρεύμα, δεν υπάρχει.
Η τιμή εξαρτάται από αστάθμητους παράγοντες, όπως ο πόλεμος και η πολιτική. Το πιθανότερο είναι ότι ακριβώς λόγω της δυσκολίας ασφαλών προβλέψεων, οι πάροχοι, θα φροντίσουν να θωρακιστούν, ανεβάζοντας την βασική χρέωση, την οποία θα αναγράφουν κάθε μήνα στην ιστοσελίδα τους.
Τακτική που μπορεί να ακολουθήσουν, όχι μόνο οι μικροί, αλλά ακόμη και όσοι έχουν την οικονομική δυνατότητα να χετζάρουν για όλο τους το πελατολόγιο και να κλείσουν ποσότητες σε τιμές forward. Στο σενάριο αυτό, εγκυμονεί ο κίνδυνος να δημιουργηθεί μεγαλύτερο πρόβλημα από αυτό που προσπαθεί να αντιμετωπίσει το μέτρο, δηλαδή να μειώσει τις τιμές στο ρεύμα.
Ο παράγοντας ΔΕΗ
Στο νέο αυτό τοπίο τα πάντα θα κριθούν από το τι θα κάνει η ΔΕΗ. Η εμπορική της πολιτική θα δώσει και τον παλμό στην αγορά, καθώς αν στις 10 Ιουλίου ανακοινώσει μια συγκρατημένη βασική χρέωση, όλοι οι υπόλοιποι παίκτες θα προσαρμοστούν κάτω από αυτήν για να διατηρήσουν ή και να αυξήσουν το πελατολόγιό τους.
Βασικό εδώ ερώτημα είναι αν η επιχείρηση θα συνεχίσει την πολιτική της έκπτωσης του 30% στα κυμαινόμενα τιμολόγια. Την πολιτική αυτή ωστόσο την χρηματοδοτούσαν τα υπερκέρδη των υδροηλεκτρικών και του λιγνίτη. Τα παραπάνω αυτά έσοδα που έβγαζε η ΔΕΗ τα χρησιμοποιούσε για να χρηματοδοτεί εκπτώσεις και σταθερά τιμολόγια.
Τώρα, με το νέο σχέδιο, τα υπερέσοδα της παραγωγής, δηλαδή κυρίως των υδροηλεκτρικών και του λιγνίτη, μαζί με των ΑΠΕ και των μονάδων φυσικού αερίου θα πηγαίνουν απευθείας στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης. Αυτό ανατρέπει πλήρως την εμπορική πολιτική των παρόχων και πρωτίστως της ΔΕΗ με τα 500.000 σταθερά τιμολόγια και τις εκπτώσεις του 30% στα τιμολόγια. Τα χρήματα με τα οποία η ΔΕΗ χρηματοδοτούσε τα παραπάνω θα καταλήγουν στο κράτος για να κάνει εκείνο εκπτωτική πολιτική.
Αφού θα αυξηθούν οι κρατικές επιδοτήσεις προς τους καταναλωτές, πιθανότατα η ΔΕΗ να σταματήσει να παρέχει 30% έκπτωση. Τούτο με τη σειρά του σημαίνει ότι μπορεί να αυξηθεί το ονομαστικό της τιμολόγιο, το οποίο και θα αποτελέσει δείκτη αναφοράς για όλη την υπόλοιπη αγορά, όταν θα έρθει η ώρα να ανακοινώσει τις δικές της βασικές χρεώσεις.
Οι μειωμένες ροές και οι διεθνείς τιμές
Στην ουσία, τα μέτρα της κυβέρνησης θα μειώσουν αναμφίβολα τις τιμές και θα βελτιώσουν την λειτουργία της αγοράς, δεν διασφαλίζουν όμως ότι θα αλλάξει δραματικά το τοπίο. Μια περαιτέρω μείωση ρωσικών ροών μέσα στο καταχείμωνο, δηλαδή σε συνθήκες υψηλής ζήτησης, μπορεί να εκτινάξει την τιμή του φυσικού αερίου ακόμη και στα 400 ευρώ, προβλέπουν οι ειδικοί.
Στο σενάριο αυτό, η Ελλάδα θα κληθεί να πληρώσει φέτος για ρεύμα, το οποίο έχει ως βασικό καύσιμο το αέριο, ακόμη και πάνω από το θηριώδες ποσό των 15 δισ. ευρώ (προ μηνών υπολογισμοί), έναντι 5 δισ. τα προηγούμενα χρόνια.
Ένα μέρος της αύξησης θα καλυφθεί από τα 3,2 δισ. ευρώ του σχεδίου που έχει ανακοινώσει η κυβέρνηση, ενώ άλλα 6 δισ. από τα υπερέσοδα των ηλεκτροπαραγωγών που εκτιμά ότι θα ανακτήσει η κυβέρνηση το επόμενο 12μηνο. Και πάλι δεν αρκούν. Ήδη, εξετάζεται να ριχθούν στη μάχη των επιδοτήσεων και νέα κεφάλαια από κάθε διαθέσιμο ευρωπαϊκό πρόγραμμα.
Πηγή liberal.gr
Γιώργος Φιντικάκης